Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ μπει στο Οβάλ Γραφείο στις 20 Ιανουαρίου, θα αναλάβει τον έλεγχο ενός μηχανισμού παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, πιο ισχυρού απ’ ό,τι οποτεδήποτε είχαν οι ΗΠΑ μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, για να προβάλλει την αμερικανική επιρροή στο εξωτερικό.
Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες του Τζο Μπάιντεν να δημιουργήσει ένα αντίβαρο στη πολυδιάστατη γεωπολιτική δύναμη της Κίνας, η οποία συνδυάζει οικονομική, τεχνολογική, κατασκοπευτική και στρατιωτική ισχύ, η δομή των ΗΠΑ είναι ελαττωματική ως προς τη συνοχή και τον σκοπό της — και ο ίδιος ο Τραμπ θα αποδειχθεί ευάλωτος σε πολλαπλά μέτωπα στη διαχείρισή της και την εφαρμογή της πολιτικής του.
Η άνοδος της Κίνας που σπρώχνει τις ΗΠΑ να αναλάβουν δράση, μπορεί να συγκριθεί με την απειλή της Σοβιετικής Ενωσης, η οποία κινητοποίησε την Ουάσινγκτον να απέχει από τον προπολεμικό απομονωτισμό της και να δημιουργήσει ένα κράτος εθνικής ασφάλειας. Αλλά το σύγχρονο αντίστοιχο –αυτό που οι ειδικοί Χένρι Φάρελ και Άμπραχαμ Νιούμαν αποκαλούν «κράτος οικονομικής ασφάλειας» - έχει παρεμποδιστεί από τον φτωχό συντονισμό και τις ανταγωνιστικές πολιτικές προτεραιότητες.
Η πολιτική ενότητα και ταχύτητα με την οποία οικοδομήθηκε το μεταπολεμικό κράτος ασφάλειας παραμένει εντυπωσιακή. Ο αμερικανικός στρατός στα μέσα του 1939 ήταν μικρότερος από αυτόν της Πορτογαλίας· μέχρι το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ήταν από τους μεγαλύτερους.
Το 1929 ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Στάιμσον, διέλυσε την αμερικανική στρατιωτική υπηρεσία αποκρυπτογραφήσεων με την χαριτωμένα αισιόδοξη δήλωση πως «οι κύριοι δεν διαβάζουν ο ένας την αλληλογραφία του άλλου», μια αντίληψη που απορρίφθηκε κατηγορηματικά με τη δημιουργία της CIA το 1947 και της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας το 1952.
Πολιτικά, τα απομεινάρια του μεσοπολεμικού απομονωτισμού στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υποχώρησαν έντονα. Ο Ρεπουμπλικάνος πρώην στρατηγός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Ντουάιτ Άιζενχαουερ, που εξελέγη πρόεδρος το 1952, επιδίωξε με ενθουσιασμό μια ενεργή εξωτερική πολιτική.
Μέχρι οι ΗΠΑ να επιταχύνουν την οικοδόμηση του κράτους οικονομικής ασφάλειας στη δεκαετία του 2010 – μια ιδέα που αναπτύχθηκε από το State Department κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα υπό την επικεφαλίδα «οικονομική κρατική διαχείριση» (economic statecraft) -η Κίνα είχε γίνει ένας πιο επιβλητικός οικονομικός αντίπαλος απ’ ό,τι η στάσιμη Σοβιετική Ένωση.
Ήλεγχε αλυσίδες εφοδιασμού για εξαιρετικά ευαίσθητες εισροές όπως τα κρίσιμα ορυκτά και εδραίωνε την πρωτοπορία της σε πολλές βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας. Ακόμη και αν ήταν επιθυμητό, δεν ήταν πρακτικό να επιβληθούν εμπορικά εμπάργκο στην Κίνα, όπως έκαναν οι ΗΠΑ στη Σοβιετική Ένωση και στους δορυφόρους της, όπως η Κούβα.
Αντί γι’ αυτό, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν εργαλεία –όπως σημειώνουν οι Φάρελ και Νιούμαν, κάποιες φορές επαναχρησιμοποιώντας παλιά εργαλεία του Ψυχρού Πολέμου όπως ο Νόμος περί της Αμυντικής Παραγωγής του 1950- για να επιβάλλουν οικονομικές κυρώσεις χρησιμοποιώντας το σύστημα πληρωμών σε δολάρια, τους επιλεκτικούς εμπορικούς περιορισμούς και τους ελέγχους εξαγωγών τεχνολογίας.
Δεδομένου του μεγέθους της Κίνας και της περιπλοκότητας της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αυτά πάντα θα απαιτούσαν τρομακτική τεχνοκρατική εμπειρία, με ορισμένες κυβερνητικές υπηρεσίες να είναι πολύ πιο προηγμένες από άλλες.
Για παράδειγμα, το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, έχει πολύ μεγαλύτερη εμπειρία και εξουσία στην επιβολή χρηματοοικονομικών κυρώσεων από ό,τι το Γραφείο Βιομηχανίας και Ασφαλείας του Υπουργείου Εμπορίου στον έλεγχο της τεχνολογίας.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι ένα αδέξιο και πολυκέφαλο τέρας. Κυβερνήσεις με πιο ευέλικτη ικανότητα οικονομικής ασφάλειας, όπως της Αυστραλίας, τείνουν να έχουν πιο συγκεντρωτική εξουσία και κυβερνητικά τμήματα που συνεργάζονται πολύ στενά μεταξύ τους.
Ακόμα και σε ένα άπειρο παρατηρητή, τα όρια αυτών των προσπαθειών για τη δημιουργία πειστικών ή εξαναγκαστικών εργαλείων είναι εμφανή, όχι μόνο επειδή η επαναλαμβανόμενη χρήση τους μπορεί να αποδυναμώσει τον αντίκτυπό τους.
Οι χρηματοοικονομικές κυρώσεις έχουν εμποδίσει τις ρωσικές εταιρείες να συνλλάσσονται σε δολάρια, αλλά δεν έχουν σταματήσει την πολεμική μηχανή του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία. Η Κίνα, η Ρωσία και η Ινδία τώρα κάνουν εμπορικές συναλλαγές όλο και περισσότερο στα δικά τους νομίσματα για να αποφύγουν τους περιορισμούς.
Η στρατηγική «μικρή αυλή, ψηλός φράχτης» της κυβέρνησης Μπάιντεν για τους τεχνολογικούς ελέγχους ήταν ένα εύστοχο σύνθημα, αλλά δύσκολο να τεθεί σε εφαρμογή. Οι αμερικανικοί έλεγχοι στην τεχνογνωσία των ημιαγωγών μπορεί να καθυστέρησαν την ανάπτυξη των τσιπ της Κίνας, αλλά αποτέλεσαν κίνητρο να αναπτύξει τις δικές της (παραγωγικές) ικανότητες.
Οι ΗΠΑ έχουν επίσης αποσπαστεί από την οικονομική τους κρατική διαχείριση εξαιτίας πιο τοπικιστικών, προστατευτικών ανησυχιών. Η χρήση ψευδών δικαιολογιών εθνικής ασφάλειας για να σταματήσουν οι σύμμαχοι να πωλούν χάλυβα και αλουμίνιο στις ΗΠΑ ή να εξαγοράζουν αμερικανικές χαλυβουργικές εταιρείες δεν δίνει την εντύπωση μιας χώρας που καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτύχει μια αξιόπιστη επιχείρηση οικονομικής ασφάλειας.
Αν και είναι ελλιπής και με ατέλειες, πιθανότατα βρισκόμαστε στην κορύφωση της πρακτικής της πολυδιάστατης οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ο Τραμπ σαφώς δεν είναι ο πρόεδρος που θα εδραιώσει και θα ασκήσει με ορθολογική κρίση τις πολιτικές οικονομικής ασφάλειας των ΗΠΑ, εκτός αν θεωρήσετε ως τέτοια τις παράξενες πρωτοβουλίες του, όπως η απειλή χρήσης εμπορικής ή στρατιωτικής πίεσης για να καταλάβει τη Γροιλανδία από τη Δανία.
Ο Τραμπ έχει ήδη αφήσει να εννοηθεί ότι θα αντικαταστήσει την ακριβή στόχευση των χρηματοοικονομικών κυρώσεων με αδέξιους εμπορικούς δασμούς. Ο ίδιος, και όσοι τον περιβάλλουν, όπως ο Έλον Μασκ, εκτίθενται από την προτίμησή τους να καλοπιάνουν την Κίνα αντί να την αντιμετωπίζουν.
Η κυβέρνησή του θα γεμίσει με λάτρεις των κρυπτονομισμάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παράκαμψη του συστήματος πληρωμών του δολαρίου και την αποδυνάμωση της επιρροής του.
Μπορείτε εύκολα να φανταστείτε τον Τραμπ να διατάζει οργισμένος τον ένα γύρο μετά τον άλλον οικονομικών κυρώσεων, τις οποίες οι χώρες θα παρακάμπτουν όλο και περισσότερο, ή να εξαπολύει καταιγισμό εμπορικών δασμών, με τη μόνη μακροπρόθεσμη επίδραση να είναι η περαιτέρω περιθωριοποίηση των ΗΠΑ στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα.
Αυτό δεν είναι το αντίστοιχο της δεκαετίας του 1950 και ο Ντόναλντ Τραμπ οπωσδήποτε δεν είναι Ντουάιτ Άιζενχαουερ. Πολλή υπομονετική τεχνοκρατική εργασία έχει γίνει για να κατασκευαστεί, έστω και ατελώς, το κράτος οικονομικής ασφάλειας. Δεν είναι καθόλου απαισιόδοξο να φανταστεί κανείς ότι μεγάλο μέρος αυτής της προσπάθειας θα ανατραπεί.