Την περασμένη εβδομάδα συμμετείχα σε μια συνάντηση κυρίως ευρωπαίων διανοητών και υπεύθυνων χάραξης πολιτικής στις Ιταλικές Άλπεις.
Ενώ το θέμα ήταν το μέλλον της Ευρώπης, μεγάλο μέρος της συζήτησης αφορούσε στην αποκωδικοποίηση της Αμερικής του Ντόναλντ Τραμπ. Πώς θα είναι αυτή τη φορά ο πρόεδρος; Πώς θα αλλάξει ο κόσμος τα επόμενα τέσσερα χρόνια; Πώς θα πρέπει να αντιδράσει η Ευρώπη;
Έφυγα νιώθοντας πως οι Ευρωπαίοι δεν έχουν ακόμα αντικρύσει τρεις σημαντικές αλήθειες.
Πρώτον, ο Τραμπ και άλλοι στην επερχόμενη κυβέρνησή του σκέφτονται προσεκτικά τις γεωπολιτικές μεταβολές με τις οποίες η ΕΕ ακόμα δεν έχει καταπιαστεί πραγματικά. Δεύτερον, καθώς οι ΗΠΑ αποσυνδέονται από την Κίνα, η Ευρώπη θα μείνει να αντιμετωπίσει μια σκληρή οικονομική πραγματικότητα με το Πεκίνο. Και τέλος, οι Ευρωπαίοι πρέπει να σκεφτούν λιγότερο τις λεπτομέρειες της πολιτικής και περισσότερο την ισχύ.
Ας αρχίσουμε με το πώς ο Τραμπ και ορισμένοι στο νεοδιορισμένο υπουργικό του συμβούλιο προετοιμάζονται για ένα μέλλον αποσύνδεσης και εμπορικών πολέμων. Ενώ υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των σκληροπυρηνικών υποστηρικτών του Maga (Make America Great Again) και των πιο φιλικών προς τη Wall Street τμημάτων της νέας κυβέρνησης, μια πεποίθηση που μοιράζονται όλοι στο στρατόπεδο του Τραμπ είναι πως η Κίνα υπήρξε «ξένοιαστος καβαλάρης» (free rider) στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα και πως οι ανισορροπίες που προέκυψαν ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης θα πρέπει να διορθωθούν.
Αυτή δεν είναι μόνο η άποψη διαβόητων «γερακιών» κατά της Κίνας, όπως ο νέος υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο ή ο Πήτερ Ναβάρο, που μόλις επαναδιορίστηκε ως σύμβουλος εμπορίου και βιομηχανίας έχοντας περάσει τέσσερις μήνες στη φυλακή για περιφρόνηση του Κογκρέσου αναφορικά με την επίθεση της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτόλιο.
Είναι επίσης κάτι που αντανακλάται στην επιλογή του Σκοτ Μπέσεντ ως υπουργού Οικονομικών και ακόμα τη δημιουργία του Υπουργείου Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας (Department of Government Efficiency – Doge) υπό την επίβλεψη των Έλον Μασκ και Βίβεκ Ραμασουάμι.
Ο Μπέσεντ είναι υπέρ των δασμών, αν και προσεκτικός, και έχει επίσης μιλήσει ανοιχτά για την αθέμιτη υποτίμηση του ρενμίνμπι από το Πεκίνο. Αλλά ίσως σημαντικότερο, είναι μελετητής της ιστορίας.
Όπως μου είπε ένας συμμετέχων στο συνέδριο, ο οποίος εργάζονταν για αυτόν, ο Μπέσεντ έχει μελετήσει προσεκτικά την περίοδο από τα τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Εκείνη, βεβαίως, ήταν μια περίοδος τρομακτικών γεωπολιτικών και οικονομικών αλλαγών, μια περίοδος με πολλές ομοιότητες με το σήμερα.
Όπως σημείωσε πρόσφατα ο αναλυτής Λουκ Γκρόμεν, «οι ΗΠΑ ήταν το εργοστάσιο του κόσμου το 1930, ενώ σήμερα η Κίνα είναι το εργοστάσιο του κόσμου». Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ σήμερα «είναι στη θέση κάποιου μείγματος Ηνωμένου Βασιλείου, Γαλλίας και Γερμανίας της Βαϊμάρης του 1930». Η Αμερική είναι ένα παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κέντρο με ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, αλλά επίσης ο μεγαλύτερος οφειλέτης του κόσμου με μια σαθρή βιομηχανική υποδομή.
Η κυβέρνηση Τραμπ πιστεύει πως πρέπει να χρησιμοποιήσει την απειλή των δασμών κατά της Κίνας. Αλλά η επιβολή σημαντικών δασμών θα είναι πληθωριστική και ως εκ τούτου αντιδημοφιλής. Έτσι ορισμένοι επενδυτές εικάζουν πως η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να αποδυναμώσει το δολάριο (κάτι για το οποίο έχει αφήσει νύξεις ο Μπέσεντ), καθώς και να χρησιμοποιήσει το Doge για να μειώσει τον λόγο του αμερικανικού χρέους προς το ΑΕΠ.
Ενώ πολλοί αντιμετωπίζουν τη νέα υπηρεσία ως ανέκδοτο, πρόσφατη έρευνα της Goldman Sachs βρήκε πως το 32% των στελεχών της αγοράς προέβλεψαν περικοπές δαπανών άνω των 100 δισ. δολαρίων ετησίως.
Αυτό μάς φέρνει στο δεύτερο μάθημα για τους Ευρωπαίους. Αν οι ΗΠΑ πετύχουν την αποσύνδεση (decoupling) της οικονομίας τους από την Κίνα χωρίς σημαντικό πληθωρισμό ή κατάρρευση της αγοράς, η ΕΕ θα είναι ακόμα πιο εκτεθειμένη στον μερκαντιλισμό της Κίνας, κάτι που είναι ήδη ένα επίμαχο πολιτικό θέμα (σημ.μτφ. Μερκαντιλισμός: Οικονομική πολιτική-αποδόθηκε μάλλον αδόκιμα στα ελληνικά με τον όρο εμποροκρατία- η οποία διαμορφώθηκε στην αυγή της βιομηχανικής περιόδου 160-17ο αιώνα. Προέκυψε από το λεγόμενο "ολλανδικό αίνιγμα", δηλαδή τη γρήγορη μεταμόρφωση μιας μικρής χώρας ψαράδων σε ισχυρή πλούσια αποικιακή δύναμη με το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο της εποχής, κάτι που αποδόθηκε στη μαζική εισαγωγή φθηνών πρώτων υλών και στην εξαγωγή τους με τη μορφή τελικού βιομηχανικού προϊόντος υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτό δημιούργησε τεράστια πλεονάσματα στο εμπορικό ισοζύγιο, μεγάλο πλούτο και ρευστότητα στο μικρό ευρωπαϊκό κράτος που ήταν πάντα δανειστής και όχι δανειζόμενος, δηλαδή κατ΄αναλογία αυτό που κάνει την τελευταία 25ετία και η Κίνα).
Όπως ανέφερε η έκθεση του Μάριο Ντράγκι για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, «η Κίνα εξαρτάται από την ΕΕ για να απορροφήσει την υπερβάλλουσα βιομηχανική της παραγωγική ικανότητα» σε τομείς όπως τα ηλεκτρικά οχήματα και η καθαρή τεχνολογία. Αν σε αυτό προστεθεί ένα υποτιμημένο δολάριο (που θα ενίσχυε τις αμερικανικές εξαγωγές σε σύγκριση με την ευρωπαϊκή παραγωγή) και εξάρτηση της ΕΕ από την Κίνα για πράγματα όπως τα κρίσιμα μεταλλεύματα τότε η Ευρώπη μπορεί σύντομα να βρεθεί σε μια μοναδικά αδύναμη θέση σε σχέση τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την Κίνα.
Όπως το έθεσε ο πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος Εμπορίου Πασκάλ Λαμί, στη σύνοδο της Μεγάλης Ηπείρου την περασμένη εβδομάδα: «Η ΕΕ είναι προβλέψιμη, αργή και βασίζεται σε κανόνες. Ο Τραμπ είναι το αντίθετο. Παίζουμε ένα παιχνίδι με κάποιον που δεν παίζει με τους ίδιους κανόνες».
Πράγματι. Η Ευρώπη εξακολουθεί να ξοδεύει υπερβολικά πολύ χρόνο μιλώντας για την «εφαρμογή» διαφόρων «πυλώνων» περίπλοκων «οδηγιών πολιτικής», και όχι αρκετό χρόνο για να αντιμετωπίσει τη δυναμική της realpolitik που αναδιαμορφώνει τόσο την ευρωπαϊκή ήπειρο, όσο και τον κόσμο.
Αυτό μας φέρνει στο τελευταίο σημείο, που έχει να κάνει με την ισχύς. Η Ευρώπη σήμερα μοιάζει με έναν καλοντυμένο αργόσχολο που δεν έχει καταλάβει ότι πρόκειται να δεχθεί επίθεση σε ένα σοκάκι από κάτι τραμπούκους.
Στη μια πλευρά είναι ο Τραμπ, ο Μασκ και οι τιτάνες big tech που έχουν χτίσει και κυριαρχούν όλο και περισσότερο στην τεχνολογική υποδομή της Ευρώπης. Από την άλλη είναι το Πεκίνο, που μπορεί να καταλήξει να αποψιλώνει τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, παρά τις υποσχέσεις του για καλύτερη πρόσβαση στην αγορά για τους Γερμανούς εξαγωγείς.
Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν, οι Ευρωπαίοι ηγέτες πολύ συχνά κρύφτηκαν πίσω από τεχνοκρατικές συζητήσεις πολιτικής σχετικά με τους τρόπους και τα μέσα εμπορίου και τους κανόνες ανταγωνισμού για να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν τη δυσάρεστη πραγματικότητα του κινεζικού μερκαντιλισμού και ενός συστήματος Bretton Woods που χρειάζεται απεγνωσμένα αναθεώρηση.
Τώρα, υπό τον Τραμπ 2.0, δεν θα μπορέσουμε να τις αποφύγουμε - και δεν θα υπάρχει κανένας ξεκάθαρος γεωπολιτικός εταίρος με τον οποίο να τις διορθώσουμε.
Ενώ οι διανοούμενοι συζητούσαν στις Άλπεις, η γαλλική κυβέρνηση κατέρρεε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κόσμος αλλάζει γρήγορα.
Το ερώτημα είναι: πώς θα αντιδράσει η Ευρώπη;