Ένα συμβατικό αφήγημα υπάρχει τώρα στις αγορές αναφορικά με τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές του δολαρίου.
Βραχυπρόθεσμα, το δολάριο θα συνεχίσει να ενισχύεται, καθώς μια πρωτοφανής συμβολή εσωτερικών και εξωτερικών δυνάμεων το ωθούν προς τα πάνω. Οι traders ξένου συναλλάγματος επικεντρώνονται στην επιβολή δασμών από τον Ντόναλντ Τραμπ μόλις επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Η τελευταία του «έκρηξη» στο κανάλι social media Truth Social υποδηλώνει πως σχεδιάζει δασμούς 25% στις εισαγωγές από τον Καναδά και το Μεξικό και επιπλέον 10% στην Κίνα.
Αυτοί οι νέοι δασμοί θα περιορίσουν τις δαπάνες των Αμερικανών καταναλωτών στα ήδη πιο ακριβά ξένα προϊόντα. Δεδομένης της ανεργίας, που βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο-ρεκόρ και της περιορισμένης δυνατότητας της αμερικανικής μεταποίησης να επεκτείνει την παραγωγή, κάτι θα πρέπει να γίνει.
Συγκεκριμένα, το δολάριο θα πρέπει να ανατιμηθεί για να μετατοπιστεί μέρος αυτών των δαπανών και πάλι προς τις εισαγωγές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ελαστικότητα προσφοράς.
Επιπλέον, η επέκταση των περικοπών φόρων του Τραμπ που θεσπίστηκαν κατά την πρώτη του διακυβέρνηση, όπως φιλοδοξούν να κάνουν οι Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο, και στη συνέχεια η προσθήκη επιπλέον περικοπών φόρων στα φιλοδωρήματα, τις πληρωμές κοινωνικής ασφάλισης και ποιος ξέρει τι άλλο, απλά θα ενισχύσουν ακόμα περισσότερο τις αμερικανικές δαπάνες. Δεδομένου ότι τα αμερικανικά νοικοκυριά καταναλώνουν δυσανάλογα τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα, αυτό θα επιδεινώσει την αρχόμενη υπερβάλλουσα ζήτηση για αμερικανικά προϊόντα.
Αυτό θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη ανατίμηση του δολαρίου ώστε να στραφεί ένα μέρος αυτών των δαπανών προς τις ξένα προϊόντα.
Ο υποψήφιος υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ μπορεί να είναι άνθρωπος των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και η ομάδα του για την περικοπή δαπανών –οι Έλον Μασκ και Βίβεκ Ραμασούμι- να έχει μεγάλες φιλοδοξίες. Αλλά αν οι πρόσφατες δεκαετίες μας έχουν διδάξει κάτι, αυτό είναι πως οι περικοπές φόρων είναι ευκολότερες από τις περικοπές δαπανών.
Η συμπεριφορά του δολαρίου είναι ένα ξεκάθαρο σημάδι πως οι επενδυτές περιμένουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα διευρυνθεί.
Οι κεντρικές τράπεζες, βεβαίως, δεν θα κάνουν τίποτα για να μετριάσουν την άνοδο του δολαρίου –το αντίθετο. Οι δασμοί που θα ωθούν υψηλότερα τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων θα είναι πληθωριστικοί. Ακόμα και αν μια εφάπαξ αύξηση στους δασμούς οδηγήσει μόνο σε μια εφάπαξ άνοδο των τιμών, η Federal Reserve έχει μάθει πως τα νοικοκυριά αντιπαθούν τις εφάπαξ αυξήσεις στις τιμές, όσο και τον συνεχή πληθωρισμό.
Έχοντας πάρει αυτό το ταπεινωτικό μάθημα, η κεντρική τράπεζα θα αντιδράσει πιο σθεναρά στην επόμενη έκρηξη πληθωρισμού απ’ ό,τι έκανε το 2021-22. Θα υπάρξει ένταση με τη νέα κυβέρνηση, αναμφίβολα, με τον Τραμπ και τον Μπέσεντ να είναι και οι δυο επικριτές της Fed. Αλλά ο Τζέι Πάουελ και οι συνάδελφοί του είναι απίθανο να πτοηθούν.
Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας ευχαρίστως θα δουν τα νομίσματά τους να πέφτουν. Η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται σε δεινή θέση και η Ευρώπη δεν έχει την πολιτική βούληση να της παράσχει δημοσιονομική στήριξη. Η ΕΚΤ, όχι για πρώτη φορά, παίζει μόνη της. Ένα ευρώ σε ισοτιμία ένα προς ένα με το δολάριο βρίσκεται πλέον ξεκάθαρα «στα χαρτιά».
Στο μεταξύ, η θέση της κινεζικής κυβέρνησης του Σι Τζινπίνγκ στο εσωτερικό της χώρας βασίζεται στην ικανότητά της να πιάσει, ή τουλάχιστον να πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής, τους αναπτυξιακούς της στόχους. Με τον Τραμπ να σφίγγει τα λουριά όχι μόνο στο σινοαμερικανικό εμπόριο αλλά και στα κινεζικά προϊόντα που συναρμολογούνται και διοχετεύονται στις ΗΠΑ μέσω χωρών όπως η Μαλαισία και το Βιετνάμ, το πλήγμα στην κινεζική ανάπτυξη θα είναι σημαντικό.
Αναμφισβήτητα μια απότομη πτώση του ρενμίνμπι θα έπληττε την καταναλωτική εμπιστοσύνη στην Κίνα και θα προκαλούσε μια επιθετική ενέργεια από έναν θυμωμένο Αμερικάνο πρόεδρο. Αλλά ένα ρενμίνμπι που θα μειωθεί σε περιορισμένο ποσοστό, ας πούμε 10% έναντι του δολαρίου, ως εκ τούτου αυξάνοντας τις κινεζικές εξαγωγές προς άλλες αγορές, μπορεί να είναι αυτό ακριβώς που θα ήθελε ο Σι.
Μεσοπρόθεσμα, ωστόσο, το δολάριο είναι πιθανό να χάσει αυτά τα βραχυπρόθεσμα κέρδη, και ακόμα περισσότερο. Πέραν της δασμολογικής και φορολογικής πολιτικής, η δύναμη του δολαρίου έγκειται στη δύναμη της αμερικανικής οικονομίας, η οποία υπεραποδίδει σταθερά έναντι της Ευρώπης και άλλων περιοχών του κόσμου. Οι δασμοί στα εισαγόμενα προϊόντα, που θα προκαλούσαν αρνητικό σοκ στις προμήθειες που γίνονται από την αμερικανική βιομηχανία είναι ασύμβατοι με αυτή τη δύναμη.
Επιπλέον, τα υψηλότερα επιτόκια που θα υιοθετήσει η Fed για να περιορίσει τον πληθωρισμό δεν θα είναι φιλικά προς τις επενδύσεις. Ούτε η κατάργηση των επιδοτήσεων για επενδύσεις και των φορολογικών πιστώσεων, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ο Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα είναι καλό για την ανάπτυξη.
Πάνω απ’ όλα, γνωρίζουμε πως η αβεβαιότητα για την οικονομική πολιτική έχει ισχυρή αρνητική επίπτωση στις επενδύσεις. Και ο Τραμπ είναι μια μηχανή αβεβαιότητας.
Κάποια στιγμή, οι traders ξένου συναλλάγματος θα το συνειδητοποιήσουν αυτό. Είναι σαφές, λοιπόν, πως οι βραχυπρόθεσμες και πιο μακροπρόθεσμες προοπτικές του δολαρίου βρίσκονται σε δυσαρμονία.
Το κλειδί για επιτυχημένες επενδύσεις και προβλέψεις είναι ο εντοπισμός του σημείου καμπής. Μακάρι να μπορούσαμε -εγώ και οι αγορές- να προσφέρουμε περισσότερη καθοδήγηση επ’ αυτού.
* Ο συγγραφέας του άρθρου είναι καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Berkeley