Τα απομνημονεύματα της Άνγκελα Μέρκελ έχουν τον τίτλο «Ελευθερία». Αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να έχουν τίτλο «Δεν μετανοιώνω».
Στο νεοεκδοθέν βιβλίο της, η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας ανατρέχει στα 16 χρόνια της στην εξουσία και υποστηρίζει πως, σε γενικές γραμμές, τα έκανε σωστά.
Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε αν ο Μπαράκ Ομπάμα είναι ομοίως αμυντικός, όταν θα εκδώσει τον επόμενο τόμο των απομνημονευμάτων του. Επειδή η διεθνής κληρονομιά των χρόνων Ομπάμα-Μέρκελ μοιάζει όλο και πιο αμφισβητούμενη με την πάροδο του χρόνου.
Από το 2008 έως το 2016, η Μέρκελ και ο Ομπάμα ήταν οι δυο πιο ισχυροί πολιτικοί στον δυτικό κόσμο. Τα πήγαιναν καλά –κάτι που δεν εκπλήσσει, αφού ήταν παρόμοιοι τύποι. Ήταν και οι δυο outsiders: η πρώτη γυναίκα καγκελάριος της Γερμανίας και ο πρώτος μαύρος πρόεδρος των ΗΠΑ. Και οι δυο μεγάλωσαν μακριά από τη μητρόπολη, στην Aνατολική Γερμανία και στη Χαβάη αντίστοιχα.
Τόσο η Μέρκελ όσο και ο Ομπάμα είναι σίγουροι για τον εαυτό τους, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, διανοούμενοι και επιφυλακτικοί από ιδιοσυγκρασία. Αυτά είναι ποιοτικά στοιχεία που τους έκαναν αγαπητούς στους επιφυλακτικούς, μορφωμένους φιλελεύθερους. (Δηλώνω ένοχος). Αλλά, εκ των υστέρων, ο προσεκτικός τους ορθολογισμός τους κατέστησε ανεπαρκείς για να αντιμετωπίσουν αδίστακτους ισχυρούς ηγέτες όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Σι Τζινπίνγκ.
Τόσο η Μέρκελ όσο και ο Ομπάμα εξακολουθούν να έχουν μια τεράστια βάση οπαδών, πολλοί από τους οποίους κοιτούν με νοσταλγία την εποχή τους ως μια περίοδο σταθερότητας και λογικής διακυβέρνησης. Και πράγματι έτσι ήταν, από πολλές απόψεις.
Αλλά γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο πως αποφάσεις που ελήφθησαν από τους δυο ηγέτες –ή συχνά αποφάσεις που δεν ελήφθησαν- είχαν μια βλαπτική, αν και καθυστερημένα, επίπτωση στην παγκόσμια σταθερότητα.
Τώρα βλέπουμε μεγάλους πολέμους στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή και έντονη κλιμάκωση εντάσεων στην ανατολική Ασία. Ορισμένα από τα σημερινά προβλήματα πάνε πίσω στα λάθη που έγιναν κατά την κρίσιμη περίοδο από το 2012 έως το 2016.
Στη Μέρκελ δεν άρεσε ο Πούτιν, ούτε τον εμπιστευόταν. Αλλά τον κατεύναζε. Τα λάθη που έκανε η πρώην καγκελάριος –ιδιαίτερα μετά την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και την επίθεση στην Ντονμπάς το 2014- ξεχώρισαν σε πολλές κριτικές του βιβλίου της.
Η προθυμία της να αποφύγει έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό πόλεμο «ρούφηξε» τη Μέρκελ στη μάταιη «Διαδικασία Μινσκ», τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Η απροθυμία της να αντιμετωπίσει τον Πούτιν αντανακλούσε επίσης τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας της –συγκεκριμένα, τη δίψα της γερμανικής βιομηχανίας για φθηνό ρωσικό αέριο.
Αντί να αντιδράσει στα λάθη που έκανε η Γερμανίδα καγκελάριος, ο Ομπάμα τα διόγκωσε. Στη δεύτερη θητεία του, έκανε τρεις κρίσιμες γκάφες εξωτερικής πολιτικής. Συλλογικά, έστειλαν ένα μήνυμα αδυναμίας που συνέβαλε στο χάλι που έχουμε σήμερα.
Το πρώτο λάθος του Ομπάμα ήταν η αποτυχία να επιβάλει τη δική του «κόκκινη γραμμή» αναφορικά με τη χρήση χημικών όπλων από τη Συρία. Υποσχόμενος να αναλάβει στρατιωτική δράση και στη συνέχεια υποχωρώντας εν μέσω αντιδράσεων στο Κογκρέσο -και των δικών του προσωπικών επιφυλάξεων- φάνηκε αδύναμος. Η απόφαση θα μπορούσε εύκολα να αιτιολογηθεί. Αλλά και πάλι είχε αντίκτυπο ανά τον κόσμο.
Το στρατόπεδο Τραμπ θα πρόσθετε την απόφαση Ομπάμα, να υπογράψει συμφωνία για τον περιορισμό του προγράμματος πυρηνικών όπλων του Ιράν, στο κατηγορητήριό του για τις πολιτικές του στη Μέση Ανατολή. Αλλά αυτό είναι ένα λιγότερο ξεκάθαρο λάθος απ’ ό,τι η απόφαση να μην επιβάλει την «κόκκινη γραμμή» για τα χημικά όπλα.
Ο λόγος που η απόφαση για τη Συρία είχε τόσο μεγάλη σημασία ήταν πως αποτελούσε μέρος ενός μοτίβου. Το δεύτερο λάθος που έκανε ο Ομπάμα ήταν η αποτυχία αντίδρασής του στην κατασκευή στρατιωτικών βάσεων από την Κίνα στα τεχνητά νησιά που είχε δημιουργήσει στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Το 2015 ο πρόεδρος Σι υποσχέθηκε ξεκάθαρα να μη στρατιωτικοποιήσει τη Νότια Σινική Θάλασσα σε δήλωση που έκανε από τον Λευκό Οίκο. Στην πραγματικότητα όμως αυτό ήδη συνέβαινε. Η παθητική αντίδραση του Ομπάμα έμοιαζε σαν ένας αυταρχικός ηγέτης για μια ακόμα φορά να ρίχνει άμμο στα μάτια του Ομπάμα, και να μην υφίσταται συνέπειες.
Το τρίτο λάθος ήταν η αποτυχία να επανεξοπλιστεί η Ουκρανία ως απάντηση στη ρωσική επιθετικότητα. Υπάρχουν άνθρωποι σε Βερολίνο και Ουάσινγκτον που ισχυρίζονται πως η Μέρκελ ήταν αυτή που πρωτοστάτησε σε αυτή την πολιτική. Αν αυτό είναι αλήθεια, ήταν λάθος του Ομπάμα να την ακούσει.
Φαίνεται όμως επίσης πιθανό πως η φυσική επιφυλακτικότητα της Μέρκελ και του Ομπάμα τους αλληλοενίσχυσαν. Σίγουρα υπήρχαν άνθρωποι στον κύκλο του Ομπάμα που σιωπηλά ήταν δυσαρεστημένοι με την άτολμή του αντίδραση στην προσάρτηση της Κριμαίας.
Ένας από αυτούς μου παραπονέθηκε αργότερα για την απροθυμία της Αμερικής να προβεί σε δράσεις που ο Πούτιν μπορεί να θεωρούσε προκλητικές, λέγοντας πως «φοβόμασταν τη σκιά μας».
Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν επίσης κατέληξε στο συμπέρασμα πως η αντίδραση του Ομπάμα στην επίθεση που δέχθηκε το 2014 η Ουκρανία ήταν υπερβολικά αδύναμη. Ο Μπάιντεν φέρεται να δήλωσε : «Τα γα@@@@με. Ο Μπαράκ ποτέ δεν πήρε τον Πούτιν στα σοβαρά».
Ο Ομπάμα και η Μέρκελ αναμφίβολα θα μπορούσαν να απαντήσουν πως οι επικριτές τους έχουν μια τέλεια εκ των υστέρων γνώση. Ορισμένοι από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του Μπάιντεν, συμφώνησαν με πολλές από τις αποφάσεις τους εκείνη την περίοδο.
Κάθε διακυβέρνηση περιλαμβάνει δύσκολους συμβιβασμούς, και είναι πολύ πιο εύκολο να διατηρηθεί ένα γενικότερα ικανοποιητικό status quo παρά να απαιτηθούν θυσίες για να αποτραπεί μια απειλή που μπορεί να μην υλοποιηθεί ποτέ.
Η Μέρκελ έχει διδακτορικό στην κβαντική χημεία. Ο Ομπάμα ήταν καθηγητής νομικής. Η εκπαίδευσή τους, τούς έλεγε να σταθμίζουν τις αποδείξεις και να αποφεύγουν τις βιαστικές αποφάσεις. Δυστυχώς, η διεθνής πολιτική δεν μοιάζει τόσο με σεμινάριο νομικής σχολής ή με εργαστήριο, όσο με μια παιδική χαρά σε μια κακόφημη γειτονιά.
Οι νταήδες της παιδικής χαράς τείνουν να γίνονται πιο κακοί και πιο επιθετικοί, μέχρις ότου κάποιος επιτέλους ορθώσει ανάστημα.