Η Κίνα έχει προετοιμάσει ισχυρά αντίμετρα ως αντίποινα κατά αμερικανικών εταιρειών εάν ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αναζωπυρώσει τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δυο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, σύμφωνα με συμβούλους του Πεκίνου και αναλυτές διεθνούς ρίσκου.
Η κυβέρνηση του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ πιάστηκε εξαπίνης από την εκλογική νίκη του Τραμπ το 2016 και την επακόλουθη επιβολή υψηλότερων δασμών, αυστηρότερων ελέγχων σε επενδύσεις και κυρώσεων σε κινεζικές εταιρείες.
Αλλά ενώ η εύθραυστη οικονομική προοπτική της Κίνας έχει έκτοτε καταστήσει τη χώρα πιο ευάλωτη σε αμερικανικές πιέσεις, το Πεκίνο έχει εισαγάγει μια σειρά από σαρωτικούς νέους νόμους τα τελευταία οκτώ χρόνια που θα του επιτρέψουν να βάλει σε «μαύρη λίστα» ξένες εταιρείες, να επιβάλλει δικές του κυρώσεις και να αποκόψει την αμερικανική πρόσβαση σε κρίσιμες αλυσίδες εφοδιασμού.
«Πρόκειται για μια αμφίδρομη διαδικασία. Η Κίνα φυσικά θα προσπαθήσει να συναλλαγεί με τον Πρόεδρο Τραμπ με οποιονδήποτε τρόπο, θα προσπαθήσει να διαπραγματευτεί», δήλωσε ο Γουάνγκ Ντονγκ, εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Συνεργασίας και Κατανόησης του Πανεπιστημίου του Πεκίνου. «Αλλά αν, όπως συνέβη το 2018, δεν μπορεί να επιτευχθεί τίποτα μέσω των συνομιλιών και πρέπει να πολεμήσουμε, θα υπερασπιστούμε αποφασιστικά τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της Κίνας».
Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν διατήρησε τα περισσότερα από τα μέτρα του προκατόχου του κατά της Κίνας, αλλά ο Τραμπ έχει ήδη δώσει σήμα για μια ακόμη πιο σκληρή στάση διορίζοντας «γεράκια» κατά της Κίνας σε σημαντικούς ρόλους.
Η Κίνα έχει πλέον στη διάθεσή της έναν «νόμο κατά των ξένων κυρώσεων» που της επιτρέπει να αντιμετωπίσει μέτρα που λαμβάνονται από άλλες χώρες και έναν «κατάλογο αναξιόπιστων οργανισμών» που περιλαμβάνει ξένες εταιρείες που θεωρεί ότι έχουν υπονομεύσει τα εθνικά της συμφέροντα. Ένας διευρυμένος νόμος για τον έλεγχο των εξαγωγών σημαίνει ότι το Πεκίνο μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει ως όπλο την παγκόσμια κυριαρχία του στην προμήθεια δεκάδων πόρων, όπως οι σπάνιες γαίες και το λίθιο, που είναι ζωτικής σημασίας για τις σύγχρονες τεχνολογίες.
Ο Άντριου Γκίλχολμ, επικεφαλής της ανάλυσης θεμάτων Κίνας στη συμβουλευτική εταιρεία Control Risks, δήλωσε ότι πολλοί υποτίμησαν τη ζημία που θα μπορούσε να προκαλέσει το Πεκίνο στα αμερικανικά συμφέροντα.
Ο Γκίλχολμ παρέπεμψε στις «προειδοποιητικές βολές» που εκτοξεύτηκαν τους τελευταίους μήνες. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Skydio, τη μεγαλύτερη αμερικανική εταιρεία κατασκευής drones και προμηθεύτρια του στρατού της Ουκρανίας, οι οποίες απαγορεύουν σε κινεζικούς ομίλους να προμηθεύουν την εταιρεία με κρίσιμα εξαρτήματα.
Το Πεκίνο απείλησε επίσης να συμπεριλάβει την PVH, στα εμπορικά σήματα της οποίας περιλαμβάνονται οι Calvin Klein και Tommy Hilfiger, στον «κατάλογο αναξιόπιστων», μια κίνηση που θα μπορούσε να κόψει την πρόσβαση της εταιρείας ένδυσης στην τεράστια κινεζική αγορά.
«Αυτή είναι η κορυφή του παγόβουνου», δήλωσε ο Γκίλχολμ, προσθέτοντας: «λέω διαρκώς στους πελάτες μας: "Νομίζετε ότι έχετε υπολογίσει τον γεωπολιτικό κίνδυνο και τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, αλλά δεν το έχετε κάνει, επειδή η Κίνα δεν έχει προβεί ακόμη σε σοβαρά αντίποινα’».
Η Κίνα αγωνίζεται επίσης να καταστήσει τις αλυσίδες εφοδιασμού τεχνολογίας και πόρων της, πιο ανθεκτικές στις διαταραχές από τις κυρώσεις των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα επεκτείνει το εμπόριο με χώρες που είναι λιγότερο ευθυγραμμισμένες με την Ουάσινγκτον.
Από την άποψη του Πεκίνου, ενώ οι σχέσεις με τις ΗΠΑ ήταν πιο σταθερές προς το τέλος της προεδρίας του Μπάιντεν, οι πολιτικές της απερχόμενης κυβέρνησης είχαν συνεχίσει σε μεγάλο βαθμό στην ίδια κατεύθυνση με την πρώτη θητεία του Τραμπ.
«Όλοι περίμεναν ήδη το χειρότερο, οπότε δεν θα υπάρξουν εκπλήξεις. Όλοι είναι έτοιμοι», δήλωσε ο Γουάνγκ Τσονγκ, ειδικός σε θέματα εξωτερικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Διεθνών Σπουδών Zhejiang.
Παρ’ όλα αυτά, η Κίνα δεν μπορεί να απορρίψει "ελαφρά τη καρδία" την προεκλογική απειλή του Τραμπ να επιβάλει οριζόντιους δασμούς άνω του 60% σε όλες τις κινεζικές εισαγωγές, δεδομένης της επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης, της αδύναμης καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και της ιστορικά υψηλής ανεργίας των νέων.
Ο Γκονγκ Τζιόνγκ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Διεθνών Επιχειρήσεων και Οικονομικών του Πεκίνου, δήλωσε ότι, σε περίπτωση διαπραγματεύσεων, αναμένει ότι η Κίνα θα είναι ανοιχτή σε περισσότερες άμεσες επενδύσεις στην αμερικανική μεταποίηση ή στη μεταφορά μεγαλύτερης μεταποιητικής δραστριότητας σε χώρες που η Ουάσινγκτον θεωρεί αποδεκτές.
Η Κίνα αγωνίζεται να τονώσει την οικονομία της εν μέσω αμφιβολιών σχετικά με την ικανότητά της να επιτύχει εφέτος ανάπτυξη της τάξης του 5%, έναν από τους χαμηλότερους στόχους της εδώ και δεκαετίες.
Ένας πρώην εμπορικός αξιωματούχος των ΗΠΑ, ο οποίος ζήτησε να μην κατονομαστεί λόγω της ενεργού εμπλοκής του στη διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας, δήλωσε ότι το Πεκίνο έκανε «χειρουργική» χρήση των «βελών» στη φαρέτρα του, φοβούμενο ότι θα διαβρώσει περαιτέρω το αδύναμο διεθνές επενδυτικό κλίμα.
«Αυτός ο περιορισμός εξακολουθεί να υπάρχει και αυτή η εσωτερική ένταση στην Κίνα εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά αν υπάρξουν δασμοί 60% ή πραγματική «γερακίσια» (ενν. έντονα επιθετική) πρόθεση από την κυβέρνηση Τραμπ, τότε αυτό θα μπορούσε να αλλάξει», δήλωσε ο πρώην αξιωματούχος.
Ο Τζο Μαζούρ, αναλυτής θεμάτων εμπορίου ΗΠΑ-Κίνας στην Trivium, μια εταιρεία συμβούλων στο Πεκίνο, δήλωσε ότι η ευρύτερη «τάση προστατευτισμού» του Τραμπ μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της Κίνας. Ο εκλεγμένος πρόεδρος έχει δεσμευτεί να επιβάλει δασμούς τουλάχιστον 10% σε όλες τις εισαγωγές στις ΗΠΑ.
«Σε περίπτωση που άλλες μεγάλες οικονομίες αρχίσουν να θεωρούν τις ΗΠΑ ως αναξιόπιστο εμπορικό εταίρο, θα μπορούσαν να επιδιώξουν να καλλιεργήσουν βαθύτερους εμπορικούς δεσμούς με την Κίνα σε αναζήτηση ευνοϊκότερων εξαγωγικών αγορών», δήλωσε ο Μαζούρ.
Ωστόσο, άλλοι πιστεύουν ότι τα σχεδιαζόμενα αντίμετρα του Πεκίνου κινδυνεύουν να βλάψουν μακροπρόθεσμα μόνο τις κινεζικές εταιρείες και την κινεζική οικονομία.
Ο Τζέιμς Ζίμερμαν, εταίρος της δικηγορικής εταιρείας Loeb & Loeb στο Πεκίνο, δήλωσε ότι η κινεζική κυβέρνηση ενδέχεται να είναι «εντελώς απροετοίμαστη» για μια δεύτερη θητεία του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου «όλου του χάους και της έλλειψης διπλωματίας που θα την συνοδεύουν».
Ο Ζίμερμαν είπε πως ένας βασικός λόγος για τον οποίον θα μπορούσαν να επανεμφανιστούν οι εμπορικές εντάσεις ήταν η αποτυχία του Πεκίνου να ανταποκριθεί σε υποχρεώσεις που προσδιορίστηκαν σε μια συμφωνία που συνάφθηκε το 2020 με την πρώτη κυβέρνηση Τραμπ, η οποία προέβλεπε σημαντικές κινεζικές αγορές αμερικανικών προϊόντων.
Η «έξυπνη» ενέργεια από το Πεκίνο θα ήταν να κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει την επιβολή περαιτέρω δασμών, σύμφωνα με τον Ζίμερμαν.
«Η πιθανότητα ενός διευρυμένου εμπορικού πολέμου κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του εκλεγμένο προέδρου των ΗΠΑ είναι μεγάλη», πρόσθεσε.