H παρατεταμένη οργή των καταναλωτών για τις υψηλές τιμές βλάπτει τις κυβερνήσεις στις προηγμένες οικονομίες παρ’ ό,τι ο πληθωρισμός υποχωρεί σε κανονικά επίπεδα, καθώς η εκτίναξη στα κόστη, που παρατηρείται μια φορά σε μια γενιά, αφήνει τοξική κληρονομιά για τους εν ενεργεία πολιτικούς.
Η δυσαρέσκεια για την οικονομία ήταν ένα βασικό κίνητρο για τους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους στις αμερικανικές εκλογές της περασμένης εβδομάδας, όπως δείχνουν τα exit polls –συμβάλλοντας στην ήττα της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Οι εν ενεργεία πολιτικοί σε χώρες, συμπεριλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιαπωνίας, έχουν επίσης υποφέρει στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν φέτος, εν μέρει λόγω του θυμού για τα υψηλά κόστη διαβίωσης.
Οι δημοσκοπήσεις αφήνουν να εννοηθεί πως η κληρονομιά του πληθωρισμού θα παίξει επίσης ρόλο στις εθνικές εκλογές του επόμενου έτους, που θα διενεργηθούν μεταξύ άλλων στη Γερμανία και στον Καναδά.
«Χρειάζεται χρόνος ώστε την εκτίναξη στις τιμές να τη "χωνέψει" το εκλογικό σώμα» ανέφερε ο Ρόμπερτ Φορντ, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. «Ο πληθωρισμός έχει πραγματικά τελειώσει για τους κανονικούς ψηφοφόρους μόνο όταν συνηθίσουν τα νέα επίπεδα τιμών… Δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτό το σημείο».
Ο μέσος πληθωρισμός στην ομάδα των πλούσιων χωρών του ΟΟΣΑ έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδό του από το καλοκαίρι του 2021 τον Σεπτέμβριο, τον πιο πρόσφατο μήνα για τον οποίον υπάρχουν διαθέσιμα πλήρη στοιχεία. Τώρα κυμαίνεται γύρω στον στόχο 2% των κεντρικών τραπεζών σε περισσότερα από τα μισά μέλη του ΟΟΣΑ, συμπεριλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιταλίας, της Γαλλίας και του Καναδά.
Παρ’ όλα αυτά, η καταναλωτική εμπιστοσύνη παραμένει 1,7% χαμηλότερη από τα προ πανδημίας επίπεδα σε όλη την ομάδα, αντανακλώντας τη δυσαρέσκεια για τα υψηλά κόστη διαβίωσης. Ενώ οι μισθοί αυξάνονται τώρα με ταχύτερο ρυθμό απ’ ό,τι οι τιμές, ωστόσο τα πραγματικά εισοδήματα σε πολλές μεγάλες οικονομίες έχουν μόλις υπερβεί τα προ-Covid επίπεδα.
Το μέσο επίπεδο τιμών σε όλον τον ΟΟΣΑ ήταν περίπου 30% υψηλότερο τον Σεπτέμβριο του 2024 απ’ ό,τι ήταν τον Δεκέμβριο του 2019, προτού η εμφάνιση της Covid πυροδοτήσει μια σειρά σοκ και πολιτικών αντιδράσεων που, σε συνδυασμό με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τροφοδότησαν την πληθωριστική άνοδο.
«[Οι καταναλωτές] βλέπουν πόσο πολλά ξοδεύουν στους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας ή για τα εβδομαδιαία ψώνια τους και συμπεραίνουν πως αυτά τα κόστη δεν μειώνονται, άρα η κρίση του κόστους διαβίωσης συνεχίζεται» λέει ο Πωλ Ντέιλς, οικονομολόγος της εταιρείας συμβούλων Capital Economics.
Οι τιμές τροφίμων είναι περίπου 50% υψηλότερες απ’ ό,τι ήταν τον Δεκέμβριο του 2019, με την αύξηση του μέσου ωρομίσθιου να αδυνατεί να ακολουθήσει στις μισές περίπου από τις χώρες του ΟΟΣΑ.
«Οι καταναλωτές (και ψηφοφόροι) τείνουν να θυμούνται τα επίπεδα τιμών» λέει ο Πολ Ντόνοβαν, οικονομολόγος της UBS. Σε σημείωμά του ανέφερε πως οι πιο παλιές τιμές παραμένουν στο νου των ανθρώπων για 18 μήνες ή περισσότερο και οι υψηλότερες τιμές θεωρούνται «άδικες».
Η Ιζαμπέλα Βέμπερ, καθηγήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Amherst της Μασαχουσέτης, είπε πως η ιστορική έρευνα δείχνει πως «οι εκρήξεις του πληθωρισμού μπορούν να αποσταθεροποιήσουν» ολόκληρες κοινωνίες και πολιτικά συστήματα».
Υποστήριξε πως το τελευταίο επεισόδιο ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο, καθώς οι αναπτυγμένες οικονομίες δεν έχουν συνηθίσει στον υψηλό πληθωρισμό από την δεκαετία του 1970 και η εκτίναξη των τιμών προκλήθηκε κυρίως από βασικά αγαθά όπως τα τρόφιμα, η στέγη, η ενέργεια και οι μεταφορές.
Καθώς οι εργαζόμενοι πήγαιναν για ύπνο πεινασμένοι, «έχασαν την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα και θύμωσαν πολύ με το κράτος» είπε.
Στη Γερμανία, που οδεύει πως πρόωρες εκλογές στις αρχές του επόμενου έτους, αφού ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς εγκατέλειψε τον τριμερή συνασπισμό του, οι κύριοι πολιτικοί νικητές της πληθωριστικής έξαρσης είναι τα αντισυστημικά κόμματα της αριστεράς και της δεξιάς.
Η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και η σκληρή αριστερή Συμμαχία Sahra Wagenknecht (BSW) αναμένεται να κερδίσουν το ένα τέταρτο όλων των ψήφων, ένα πρωτοφανές επίπεδο υποστήριξης για εξτρεμιστές από τη δεκαετία του 1920.
Ενώ το 44% των Γερμανών ανησυχούν πως μπορεί να μην αντέξουν οικονομικά τον σημερινό τρόπο ζωής τους, το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 75% και 77% μεταξύ των υποστηρικτών της BSW και της AfD αντίστοιχα, σύμφωνα με έρευνα της Infratest Dimap για λογαριασμό του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού σταθμού ARD που δημοσιοποιήθηκε τον περασμένο μήνα.
Στον Καναδά, όπου οι ομοσπονδιακές εκλογές θα διενεργηθούν την επόμενη χρονιά, ο ηγέτης της συντηρητικής αντιπολίτευσης Πιέρ Πουλιέβρ, χρησιμοποίησε την κρίση του κόστους διαβίωσης ως όπλο κατά του πρωθυπουργού Τζάστιν Τριντώ.
Ενώ ο πληθωρισμός είναι τώρα μόλις 1,6%, η τακτική φαίνεται πως είναι αποτελεσματική. Περίπου το 34% των Καναδών περιέγραψαν το αυξανόμενο κόστος ως κορυφαία τους προτεραιότητα σε δημοσκόπηση της Leger τον Σεπτέμβριο. Μόνο ένας στους πέντε Καναδούς αναμένει ότι τα οικονομικά του θα βελτιωθούν τους επόμενους 12 μήνες, σύμφωνα με ξεχωριστή δημοσκόπηση της Angus Reid.
Ακόμη και εκεί όπου οι πραγματικοί μισθοί έχουν ξεπεράσει τα προ της πανδημίας επίπεδα, οι αυξημένες τιμές εξακολουθούν να αποτελούν «καυτό» πολιτικό θέμα. Περίπου εννέα στους δέκα Βρετανούς που ερωτήθηκαν τον Σεπτέμβριο δήλωσαν ότι η κρίση του κόστους διαβίωσης είναι «το σημαντικότερο ζήτημα που αντιμετωπίζει το Ηνωμένο Βασίλειο», παρά την πτώση του γενικού πληθωρισμού σε χαμηλό τριετίας στο 1,7%.
Η Ρέιτσελ Ριβς, η υπουργός Οικονομικών των Εργατικών, δήλωσε την Πέμπτη ότι «δεν τρέφει αυταπάτες για το μέγεθος της πρόκλησης που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά». Ο Σεμπάστιαν Ντούλιεν, διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Μακροοικονομικής Πολιτικής με έδρα το Ντίσελντορφ, ενός think tank που χρηματοδοτείται από τα γερμανικά συνδικάτα, δήλωσε ότι οι αποκλίνουσες εξηγήσεις για την άνοδο των τιμών και των μισθών έχουν επίσης τροφοδοτήσει τη δυσαρέσκεια.
Οι εργαζόμενοι απέδιδαν την πρόσφατη άνοδο στο εισόδημα στη σκληρή δουλειά τους, ενώ οι υψηλότερες τιμές οφείλονταν σε εξωτερικές δυνάμεις πέρα από την επιρροή τους. «Πολλοί άνθρωποι φαίνεται να αντιλαμβάνονται την ξαφνική αύξηση του κόστους διαβίωσης ως άδικη και φοβούνται την απώλεια του ελέγχου της ζωής τους», δήλωσε ο Ντούλιεν.