Οι mega-φάρμες ανατρέπουν το τοπίο στην αγορά ελαιολάδου

Μεγάλα αγροκτήματα «εισβάλλουν» στην αγορά που έως τώρα κυριαρχούσαν μικροκαλλιεργητές. Το δέλεαρ της τιμής και το όπλο της ύδρευσης και των μηχανημάτων. Στην ποιότητα εστιάζουν οι μικροί καλλιεργητές.

Δημοσιεύθηκε: 17 Οκτωβρίου 2024 - 07:31

Load more

Η «κοιτίδα» της παγκόσμιας παραγωγής ελαιόλαδου είναι μια ηλιόλουστη χαμηλή οροσειρά στη νότια Ισπανία, όπου κάθε αγροτεμάχιο είναι γεμάτο με καρποφόρα δέντρα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Είναι επίσης το σκηνικό μιας εμπορικής μάχης για το μέλλον της ύψους 14 δισ. ευρώ βιομηχανίας ελαιόλαδου.

Ο Manuel Adamuz Comino, αγρότης στο Μοντεφρίο, βαδίζει κατά μήκος μιας χαλικώδους πλαγιάς επιθεωρώντας τις ελιές του για ζάρες. Όταν ζαρώνουν, σημαίνει ότι τα ελαιόδεντρα -από τους πιο ανθεκτικούς  οργανισμούς που έχουν επιβιώσει στη φύση- έχουν ξεραθεί και παροχετεύουν το νερό στον πυρήνα τους, εξηγεί. Η τρομακτική ξηρασία πέρυσι είχε ως αποτέλεσμα νεκρές ελιές και μια πενιχρή συγκομιδή.

«Όλα εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες», είπε, παίζοντας στα δάχτυλά του μια άγουρη πράσινη ελιά, μήκους 15 χιλιοστών και ζαρωμένη. «Αν βρέξει, τότε σε δύο μήνες από τώρα αυτή μπορεί να είναι τριπλάσια σε μέγεθος. Αν δεν βρέξει, δεν υπάρχει απόδοση. Αυτό θα γίνει φλούδα και πέτρα».

Καθώς όμως η κλιματική αλλαγή καθιστά όλο και πιο πιθανές τις ξηρασίες σε ολόκληρη τη νότια Ευρώπη, ο Adamuz Comino και χιλιάδες μικροκαλλιεργητές σαν αυτόν στην Ανδαλουσία αντιμετωπίζουν επίσης μια απειλή από μια νέα και ταχέως αναπτυσσόμενη πηγή: ένα κύμα ανταγωνιστών από mega αγροκτήματα.

Οι «υπερεντατικής εκμετάλλευσης» επιχειρήσεις προσπαθούν να επωφεληθούν από τις τιμές του ελαιόλαδου, που παραμένουν κοντά στα επίπεδα-ρεκόρ που σημειώθηκαν νωρίτερα φέτος. Διαθέτουν σειρές δέντρων σε πυκνά φυτεμένες, στοιχισμένες γραμμές σε επίπεδες εκτάσεις κοντά σε ποτάμια ή ταμιευτήρες νερού. Αυτό επιτρέπει την άρδευση -κρίσιμη κατά τη διάρκεια της ξηρασίας και κάτι που οι περισσότεροι μικροκαλλιεργητές μπορούν μόνο να ονειρευτούν- και τη συγκομιδή με μηχανήματα. Αυτό σημαίνει χαμηλότερο κόστος, υψηλότερη παραγωγικότητα και μεγαλύτερα κέρδη.

Η έκταση της γης που αφιερώνεται σε υπερεντατικές ελαιοκαλλιέργειες αυξάνεται. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν επεκταθεί από το πουθενά και πλέον τους αναλογεί το 7% του εδάφους της Ισπανίας για ελιές και το 11% της παραγωγής, σύμφωνα με στοιχεία του κλάδου. Εξαπλώνονται επίσης βόρεια πέρα από την Ανδαλουσία και προσελκύουν κεφάλαια από μεγάλους ομίλους ελαιόλαδου όπως η Innoliva και η De Prado.

Τέτοιου είδους μεγαλοκαλλιέργειες τα πήγαν καλύτερα από τους παραδοσιακούς ελαιώνες κατά τη διάρκεια της ξηρασίας, καθώς υπέστησαν λιγότερο δραστικές μειώσεις στην παραγωγή. Αν και οι αρχές που ρυθμίζουν την άρδευση μείωσαν τις ποσοστώσεις νερού, δεν τις έκοψαν εντελώς.

«Η οικονομική απόδοση του ελαιόλαδου των ορεινών ελαιώνων μειώνεται επειδή η παραγωγικότητα μειώνεται, κυρίως λόγω του προβλήματος του νερού», δήλωσε ο Ignacio Silva, πρόεδρος της Deoleo, η οποία αγοράζει από μικρούς και μεγάλους αγρότες ως ο μεγαλύτερος έμπορος ελαιόλαδου στον κόσμο.

Οι mega ελαιοκαλλιέργειες έχουν επίσης πολλαπλασιαστεί, καθώς οι γαιοκτήμονες, που ανησυχούν για την κλιματική αλλαγή, αλλάζουν καλλιέργειες από τα εσπεριδοειδή, τα δημητριακά και τα ριζώδη λαχανικά σε ελιές, οι οποίες μπορούν να αντιμετωπίσουν τη λειψυδρία καλύτερα από τις περισσότερες άλλες καλλιέργειες.

Ο «πυρετός» για την ενασχόληση με την ελαιοκαλλιέργεια επιταχύνθηκε από τις υψηλές τιμές και την προοπτική νέων αγορών. Τα στελέχη της ελαιο-βιομηχανίας «φλερτάρουν» με εκατομμύρια δυνητικούς νέους καταναλωτές εκτός Ισπανίας και Ιταλίας, κυρίως στις ΗΠΑ και τη βόρεια Ευρώπη, όπου πολλά νοικοκυριά εξακολουθούν να βασίζονται σε άλλα μαγειρικά λίπη.

Οι ελαιουργικές εκμεταλλεύσεις υψηλής πυκνότητας είναι επίσης ελκυστικές για τους επενδυτές στην Ιταλία, τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό ελαιόλαδου στον κόσμο μετά την Ισπανία. Κεφάλαια εισρέουν από εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων, όπως η DeA Capital με έδρα το Μιλάνο, ιστορικές οικογένειες οινοποιών και εταιρείες εμφιάλωσης.

Η έκταση που αφιερώνεται στην ελαιοκαλλιέργεια «υψηλής τεχνολογίας» στην Ιταλία είναι ακόμη μικρή, καθώς αντιπροσωπεύει μόλις 15.000 από το 1 εκατομμύριο εκτάρια ελαιόδεντρων. Όμως ο Michele Buccelletti, γόνος οικογένειας που καλλιεργεί ελιές στην Τοσκάνη από τον 17ο αιώνα, προβλέπει ότι η Ιταλία θα ακολουθήσει το μονοπάτι των «σούπερ αγροκτημάτων» που χάραξε η Ισπανία.

«Αργά ή γρήγορα, θα έρθει η σούπερ υψηλή πυκνότητα», δήλωσε ο Buccelletti, τώρα διευθύνων σύμβουλος της Atena, μιας επιχείρησης ελαιοκαλλιέργειας που υποστηρίζεται από την DeA Capital. «Δεν υπάρχει πλέον κέρδος από την καλλιέργεια ελιών με τον παραδοσιακό τρόπο».

Το εργατικό δυναμικό ήταν «το νούμερο ένα πρόβλημα», πρόσθεσε. «Μπορείτε να έχετε όσες ελιές θέλετε στα δέντρα σας, αλλά αν δεν υπάρχει κάποιος να τις μαζέψει, θα παραμείνουν εκεί».

Οι σούπερ φάρμες προσφέρουν πολύ ανώτερες αποδόσεις. Ενώ οι παραδοσιακοί ελαιοπαραγωγοί στην Ισπανία έχουν κατά μέσο όρο 80 έως 120 δέντρα ανά εκτάριο, τα mega αγροκτήματα έχουν οπουδήποτε από 800 έως 2.000 μικρότερα δέντρα. Οι παραδοσιακές φάρμες παράγουν κατά μέσο όρο 500 έως 850 κιλά ελαιόλαδο ανά εκτάριο, σε σύγκριση με την απόδοση των 1.200 κιλών στις μεγαλύτερες αρδευόμενες επιχειρήσεις, σύμφωνα με στοιχεία του κλάδου.

Οι σούπερ φάρμες χρησιμοποιούν ελαιοσυλλέκτες που μοιάζουν με τρακτέρ ύψους 4 μέτρων. Στους λόφους, ωστόσο, το απόκρημνο έδαφος καθιστά αδύνατη τη χρήση τους. Το πιο κοντινό, που έχουν οι παραδοσιακοί αγρότες, στη μηχανοποίηση είναι οι χειροκίνητες ράβδοι δόνησης που τινάζουν τις ελιές από τα κλαδιά.

Κατά συνέπεια, το κόστος παραγωγής για έναν τυπικό παραδοσιακό αγρότη ανέρχεται σε 3,80 ευρώ ανά κιλό ελαιόλαδου, ενώ το κόστος σε μια τυπική σούπερ φάρμα είναι το μισό.

Ο Rafael Rioboo Cabello de Alba, ένας μεγαλοκαλλιεργητής κοντά στην Κόρδοβα, ετοιμάζεται να ξεκινήσει τη συγκομιδή στα 100 εκτάρια αγροτεμαχίων του στα τέλη Οκτωβρίου. «Με πέντε μηχανήματα μπορώ να κάνω όλο το κτήμα σε πέντε ημέρες», δήλωσε. Για τη συγκομιδή της ίδιας έκτασης ορεινών ελιών, μια ομάδα 10 ατόμων θα μπορούσε να χρειαστεί 70 έως 100 ημέρες.

Η ταχύτητα φέρνει ένα άλλο πλεονέκτημα. Ο καρπός για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο πρέπει να προέρχεται από την πρώτη συγκομιδή της χρονιάς, αλλά αν μείνει στο δέντρο για πολύ καιρό αλλοιώνεται. Σε ένα mega αγρόκτημα «μπορείς να επιλέξεις την ακριβή στιγμή της συγκομιδής», δήλωσε ο Rioboo Cabello de Alba. Αλλά ένας αγρότης του βουνού, πρόσθεσε, δεν μπορεί να συλλέξει τα πάντα τη στιγμή της βέλτιστης ωρίμανσης.

Παρ’ όλο που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν την ταχύτητα ή τις αποδόσεις, μικροκαλλιεργητές όπως ο Adamuz Comino υποστηρίζουν ότι προσφέρουν ανώτερο προϊόν. «Είχαμε τέτοια εμμονή με το ‘mucho, mucho, mucho’ (σ.τ.μ. πολύ, πολύ, πολύ) που παράγουν, που παραβλέψαμε το γεγονός ότι είναι χαμηλότερης ποιότητας», είπε.

Οι συνεταιρισμοί μικροκαλλιεργητών και τα συμβούλια που πιστοποιούν τις περιφερειακές ονομασίες του λαδιού αντιστέκονται με πρωτοβουλίες όπως η υποστήριξη πανεπιστημιακών μελετών για την ποιότητα του λαδιού και η πιο ξεκάθαρη εστίαση στην υγεία σε ό,τι αφορά το μάρκετινγκ.

«Ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός είναι η ποιότητα και η διαφοροποίηση», δήλωσε ο José Juan Jiménez López από το συμβούλιο για το Poniente de Granada, μια ονομασία (σ.σ. ΠΟΠ) από το Μοντεφρίο, του δήμου Adamuz Comino.

Στηρίζουν τις ελπίδες τους στην πολύπλοκη σχέση της ελιάς με το νερό. Η υπερβολική ενυδάτωση δεν είναι καλή για τον καρπό. Μια κορυφαία ελιά πρέπει να υποφέρει, διότι η δίψα την κάνει να παράγει φυσικά συντηρητικά που ονομάζονται πολυφαινόλες, τα οποία οι ορεινές ελιές διαθέτουν σε αφθονία.

Οι πολυφαινόλες προσδίδουν στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο την πικάντικη γεύση και την πικράδα που εκτιμάται στη Μεσόγειο. Παρέχουν επίσης, μαζί με το ελαϊκό οξύ, τα αντιοξειδωτικά και αντιφλεγμονώδη οφέλη που έχουν δείξει πολλές επιστημονικές μελέτες. «Ο κόσμος πρέπει να γνωρίζει ότι μια κουταλιά από το ελαιόλαδό μας μπορεί να  απαλλάξει από τον πονοκέφαλο ή τον πόνο στις αρθρώσεις», δήλωσε ο Jiménez López.

Οι φάρμες υψηλής πυκνότητας, εν τω μεταξύ, χρησιμοποιούν λίγες μόνο ποικιλίες ελιάς που τείνουν να παράγουν λιγότερες πολυφαινόλες. «Τότε οι αρδευόμενες ελιές χάνουν την ένταση της γεύσης τους, επειδή το νερό λειτουργεί ως μαλακτικό», δήλωσε ο Manuel Parras Rosa, καθηγητής μάρκετινγκ στο Πανεπιστήμιο του Jaén.

Για ορισμένες νέες αγορές, ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί απαραίτητα πρόβλημα. Η Deoleo διαπίστωσε ότι στους Αμερικανούς καταναλωτές, για παράδειγμα, δεν αρέσει η ελαφριά αίσθηση καψίματος που θα περίμενε ένας νοτιοευρωπαίος από ένα εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο κορυφαίας ποιότητας.

Παρ' όλα αυτά, οι παραδοσιακοί αγρότες θα μπορούσαν να κερδίσουν έδαφος στο εξωτερικό, προωθώντας το λάδι τους ως ένα προϊόν που δεν καταναλώνει πολύτιμα επιφανειακά ύδατα, προστατεύει τη βιοποικιλότητα και «δένει» τους ανθρώπους με τις αγροτικές κοινότητες που ερημώνουν, δήλωσε ο Parras Rosa.

Προς το παρόν, πολλοί τέτοιοι μικροκαλλιεργητές επιβιώνουν χάρη στις επιδοτήσεις από την Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ, αν και οι περισσότεροι εξακολουθούν να εξαρτώνται από το κλίμα.

Ο Adamuz Comino δήλωσε ότι η δική του γη ήταν «αρκετά κερδοφόρα για να ζήσω, αν και όχι για να κάνω μια περιουσία», αλλά υπό έναν κρίσιμο όρο: «Αν έχουμε 18 μήνες με λογικό καιρό».

Load more

Δείτε επίσης

Load more

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.



Πολιτική Cookies
& Προστασία Προσωπικών Δεδομένων