H αμερικανική και η κινεζική εξωτερική πολιτική δημιουργούν μερικές φορές την αίσθηση ότι η μία είναι αντικατοπτρισμός της άλλης. Οι Αμερικανοί έχουν εμμονή με τον περιορισμό της κινεζικής ισχύος. Οι Κινέζοι έχουν εμμονή με τον περιορισμό της αμερικανικής ισχύος.
Αλλά ο αντικατοπτρισμός σταματά στο πώς εφαρμόζεται η κάθε πολιτική. Η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο χρησιμοποιούν διαφορετικά πλεονεκτήματα στη μάχη για ισχύ και επιρροή. Ως απόρροια, ακολουθούν διαφορετικές στρατηγικές.
Το ένα και μοναδικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ είναι η στρατιωτική τους υπεροχή και η βούλησή τους να προσφέρουν εγγυήσεις ασφαλείας στους συμμάχους τους. Οι ΗΠΑ έχουν συμφωνίες συλλογικής άμυνας με 56 χώρες σε όλο τον κόσμο, στην Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική. Παρέχουν, επίσης, κρίσιμη στρατιωτική βοήθεια σε άλλες χώρες, όπως το Ισραήλ και η Ουκρανία, με τις οποίες δεν έχουν υπογράψει κάποια επίσημη αμυντική συμφωνία.
Η Κίνα, στον αντίποδα, έχει υπογράψει συμφωνία αμοιβαίας άμυνας με μία μόλις χώρα, τη Βόρεια Κορέα. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, έχει εδαφικές διαφωνίες με πολλούς από τους γείτονές της, γεγονός το οποίο τείνει να ωθεί τους τελευταίους προς την πλευρά των Αμερικανών.
Αλλά όσον αφορά τις οικονομικές σχέσεις, η Κίνα έχει το πλεονέκτημα.
Το Lowy Institute της Αυστραλίας υπολογίζει ότι 128 χώρες έχουν πλέον περισσότερες εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα παρά με τις ΗΠΑ. Την τελευταία δεκαετία, η Κίνα έχει ξοδέψει περισσότερα από 1 τρισ. δολάρια σε πάνω από 140 χώρες για επενδύσεις σε υποδομές, με αποτέλεσμα να γίνει στην πορεία ο μεγαλύτερος πιστωτής και η μεγαλύτερη εμπορική δύναμη στον κόσμο.
Τα αποτελέσματα είναι ορατά σε όλον τον κόσμο, με τη μορφή τρένων υψηλής ταχύτητας στην Ινδονησία, λιμανιών και γεφυρών στην Αφρική ή ενός διηπειρωτικού αυτοκινητόδρομου στην κεντρική Ασία.
Οι χώρες της Δύσης επισημαίνουν τα προβλήματα στην κινεζική πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος», ιδίως τα τεράστια χρέη προς κινεζικές τράπεζες που βαραίνουν χώρες όπως το Πακιστάν, η Σρι Λάνκα και η Ζάμπια. Αλλά για τις αναπτυσσόμενες χώρες που θέλουν να επιτύχουν άμεσα οικονομική πρόοδο, η προσφορά των Κινέζων παραμένει ελκυστική.
«Από την επιλογή των έργων μέχρι την υπογραφή των συμφωνιών, την εκκίνηση των εργασιών και την ολοκλήρωσή τους, η Κίνα είναι πολύ πιο γρήγορη και φθηνή από ό,τι οι ΗΠΑ σχεδόν σε κάθε στάδιο» δήλωσε στο Κογκρέσο φέτος ο Ντάνιελ Ρουντ, πρώην αξιωματούχος του USAID (Οργανισμός Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ).
Oι ΗΠΑ προσπαθούν να απαντήσουν. Την περασμένη χρονιά η αμερικανική Eximbank υπέγραψε συμφωνία για τη χρηματοδότηση έργων μεταφοράς και ενέργειας αξίας άνω του 1 δισ. δολαρίων στην Αγκόλα. Αλλά με το δημοσιονομικό έλλειμμα σε δυσθεώρητα επίπεδα και το ενδεχόμενο υπογραφής νέων εμπορικών συμφωνιών στο Κογκρέσο να βρίσκεται εκτός «ημερήσιας διάταξης», θα είναι μάλλον απίθανο για τις ΗΠΑ να ανταγωνιστούν σε αυτό το επίπεδο την Κίνα.
Αντίθετα, οι Αμερικανοί εμμένουν σε αυτό που μπορούν να κάνουν καλύτερα. Καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να περιορίσει την ισχύ της Κίνας στον Ινδοειρηνικό, οι ΗΠΑ έχουν ενισχύσει τις σχέσεις ασφαλείας με χώρες της περιοχής και «έχουν κερδίσει πολλούς πόντους», σύμφωνα με ανώτατο αξιωματούχο. Κατά τα χρόνια της προεδρίας Μπάιντεν, οι ΗΠΑ ενίσχυσαν την αμυντική συμφωνία με την Ιαπωνία, υπέγραψαν το σύμφωνο ασφαλείας Aukus με την Αυστραλία και τη Βρετανία, ενίσχυσαν τις αμυντικές σχέσεις με τις Φιλιππίνες και την Ινδία και έφεραν πιο κοντά μεταξύ τους δύο βασικούς τους συμμάχους, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα.
Ωστόσο, η στηριζόμενη στην άμυνα στρατηγική των ΗΠΑ μπορεί να φτάνει στα όρια της. Η Κίνα δοκιμάζει τη δύναμή της στη Νότια Σινική Θάλασσα. Βίαιες συγκρούσεις μεταξύ πλοίων της Κίνας και των Φιλιππίνων απειλούν να δοκιμάσουν το βάθος των δεσμεύσεων της Ουάσιγκτον στον αμυντικό τομέα.
Σε μια προσπάθεια να περιορίσει την αυξανόμενη κινεζική επιρροή στη Μέση Ανατολή και να διασφαλίσει μια τοπική ειρηνευτική συμφωνία, η κυβέρνηση Μπάιντεν εξετάζει σοβαρά και την παροχή αμυντικών εγγυήσεων στη Σαουδική Αραβία. Αλλά η απολυταρχική φύση του σαουδαραβικού καθεστώτος θα καθιστούσε μια τέτοια κίνηση από την πλευρά της Ουάσιγκτον εξαιρετικά αμφιλεγόμενη. Επίσης, θα επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες ήδη δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις αμυντικές τους δεσμεύσεις στην Ευρώπη και τον Ινδοειρηνικό.
Άλλα όπως οι ΗΠΑ φτάνουν στα όρια της στηριζόμενης στην Άμυνα διπλωματίας τους έτσι και η στηριζόμενη στο εμπόριο και τις επενδύσεις στρατηγική της Κίνας αντιμετωπίζει προβλήματα. Οι προσπάθειες του Σι να τονώσει την εγχώρια οικονομία της Κίνας μέσω μιας νέας εξαγωγικής ώθησης ανησυχεί πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες φοβούνται ότι υπονομεύονται οι εγχώριες βιομηχανίες τους. Η Ινδονησία, το Μεξικό, η Βραζιλία, η Ινδία και η Χιλή επέβαλαν όλες πρόσφατα δασμούς σε κινεζικά αγαθά, υπογραμμίζοντας αυτό που ο Τζέιμς Κράμπτρι αποκαλεί «ένα μεγάλο στρατηγικό δίλημμα για την Κίνα, καθώς πολιτικές που έχουν σχεδιαστεί για να τονώσουν την εγχώρια οικονομία της απειλούν να υπονομεύσουν τις σχέσεις της με τον Παγκόσμιο Νότο».
Είναι αλήθεια ότι η στήριξη στο Ισραήλ έχει πλήξει τις ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Νότο, ειδικά στις μουσουλμανικές χώρες. Αλλά η φήμη της Κίνας έχει δεχθεί ισχυρό χτύπημα στην Ευρώπη εξαιτίας της στήριξης που προσφέρει στη Ρωσία.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν είναι κακός για όλους. Χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η Νότια Αφρική, οι Φιλιππίνες και η Βραζιλία αισθάνονται ότι έχουν περισσότερη ελευθερία να αγνοήσουν την Ουάσιγκτον ή το Πεκίνο σε ένα διπολικό σύστημα.
Αλλά ακόμα και για όσους δεν ανήκουν σε κάποιο στρατόπεδο, η αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας ενέχει πολλά μειονεκτήματα.
Ο προστατευτισμός και η διχοτόμηση της παγκόσμιας οικονομίας θα έχουν στο τέλος αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη για όλους. Μια νέα κούρσα εξοπλισμών είναι σπατάλη πόρων και αυξάνει τον κίνδυνο καταστροφικού πολέμου. Και η αντιπαλότητα μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ μειώνει πολύ τις πιθανότητες να συνεργαστούν οι δύο χώρες στις παγκόσμιες προκλήσεις που μας απειλούν όλους – όπως η μη εποπτευόμενη Τεχνητή Νοημοσύνη και η ανεξέλεγκτη υπερθέρμανση του πλανήτη.
Η ευχαρίσηση ενός νέου ψυχρού πολέμου μπορεί να είναι εξαιρετικά υπερτιμημένη.