Το πλεόνασμα εργαζομένων μετά την πανδημία και οι ισχυροί κανόνες προστασίας τους συγκαλύπτουν ανησυχητικές αλλαγές στην αγορά εργασίας της Γερμανίας, όσον αφορά υψηλά αμειβόμενες θέσεις στη βιομηχανία.
Αφού έπεσε στο ιστορικό χαμηλό του 4,9% την άνοιξη του 2019, το ποσοστό ανεργίας στη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης έχει αυξηθεί στο 6%, σύμφωνα με στοιχεία του Ομοσπονδιακού Γραφείου Εργασίας.
Αν και παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, πιο χαμηλά και από το ήμισυ των ποσοστών που παρατηρήθηκαν στην αρχή του 21ου αιώνα, εντούτοις οικονομολόγοι και νομικοί πιστεύουν ότι η κατάσταση της αγοράς εργασίας είναι χειρότερη απ' ό,τι υποδηλώνουν οι αριθμοί.
Όπως προειδοποιούν, τα στοιχεία συσκοτίζουν τη μείωση της υψηλά ειδικευμένης και καλά αμειβόμενης εργασίας στη μεταποίηση, με περισσότερα προβλήματα ενόψει, καθώς οι βιομηχανικοί γίγαντες παλεύουν να αντιμετωπίσουν τις υψηλές τιμές ενέργειας, τις χαμηλές εξαγωγές και την τεχνολογική αλλαγή.
Την άλλοτε ανθηρή αγορά εργασίας της χώρας πνίγεται από τον «θάνατο χιλιάδων θέσεων εργασίας», δήλωσε ο Carsten Brzeski, επικεφαλής οικονομολόγος στην ολλανδική τράπεζα ING.
Ενώ η Γερμανία εξακολουθεί να προσθέτει πολλές χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, η ζωτικής σημασίας εγχώρια αυτοκινητοβιομηχανία των 564 δισ. ευρώ συναντά εμπόδια στη μετάβαση σε οχήματα με μπαταρία, τα οποία δεν απαιτούν τόσο πολύπλοκη μηχανική —ή εργασία— όσο αυτά που κινούνται με κινητήρα εσωτερικής καύσης.
Την περασμένη Δευτέρα, ο διευθύνων σύμβουλος της VW Ολιβερ Μπλουμ ανακοίνωσε ότι η εταιρεία δεν θα τηρήσει την υπόσχεση της να μην κόψει δουλειές μέχρι το 2029. Εξετάζεται επίσης το κλείσιμο εργοστασίων στη Γερμανία, κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί στην 87χρονη ιστορία της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Η απασχόληση στον κλάδο έπιασε υψηλό το 2018, ενώ μειώθηκε κατά 6,5%, σε 780.000 εργαζόμενους, πέρυσι. Είναι πιθανό να μειωθεί περαιτέρω, καθώς ο ανταγωνισμός από ξένες μάρκες ηλεκτρικών οχημάτων προκαλεί τη Volkswagen, τη Mercedes-Benz και την BMW.
Το εγχώριο δίκτυο προμηθευτών της αυτοκινητοβιομηχανίας έχει πληγεί σκληρά. Μια έρευνα της συμβουλευτικής Horváth σε 50 απ' αυτούς τον Αύγουστο αποκάλυψε ότι το 60% σχεδιάζει να μειώσει το εργατικό δυναμικό στη Γερμανία τα επόμενα πέντε χρόνια.
Η Continental, ο τρίτος μεγαλύτερος προμηθευτής στη Γερμανία, με ετήσια έσοδα 41,4 δισ. ευρώ, αποφάσισε να εγκαταλείψει τον κλάδο των ανταλλακτικών και να επικεντρωθεί στα ελαστικά. Καταργεί χιλιάδες θέσεις εργασίας, καθώς θα διαχωρίσει τη μονάδα αισθητήρων και συστημάτων πέδησης.
Σε άλλους τομείς, μεγάλες εταιρείες όπως η SAP, η Miele και η Bayer έχουν ανακοινώσει πάνω από 55.000 περικοπές θέσεων εργασίας μέχρι στιγμής φέτος, σύμφωνα με υπολογισμό των Financial Times — αν και ορισμένες απ' αυτές βρίσκονται εκτός Γερμανίας. Άλλοι βιομηχανικοί κολοσσοί όπως η Thyssenkrupp και η BASF, διαπραγματεύονται με τα συνδικάτα ενόψει απολύσεων - άγνωστο πόσων.
Ο Bernd Fitzenberger, διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών για την Απασχόληση IAB, περιέγραψε την κατάσταση στην αγορά εργασίας της Γερμανίας ως «ιδιαίτερα ανησυχητική».
Ο Ulrich Sittard, συνεργάτης στη δικηγορική εταιρεία Freshfields Bruckhaus Deringer που συμβουλεύει μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας για μειώσεις προσωπικού, είπε ότι οι δουλειές του που αφορούν απολύσεις έχουν διπλασιαστεί τα τελευταία δύο χρόνια. «Αντιλαμβάνομαι ότι η περικοπή θέσεων εργασίας στις γερμανικές blue-chips έχει ανέλθει στο υψηλότερο επίπεδο μετά την οικονομική κρίση».
Δεδομένου ότι η οικονομία συρρικνώνεται στα τρία από τα τελευταία έξι τρίμηνα, ορισμένοι πιστεύουν ότι οι εταιρείες κρατούν περισσότερους εργαζομένους απ' όσους χρειάζονται. Αντί να κόψουν δουλειές, κρατούν τον κόσμο λόγω φόβων ότι η ταχεία γήρανση της γερμανικής κοινωνίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ευρεία έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων.
«Πριν από είκοσι χρόνια, δύο χρόνια αναιμικής ανάπτυξης θα προκαλούσαν πολύ μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας», δήλωσε ο Holger Schäfer, ειδικός επί της αγοράς εργασίας στο Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο IW, δεξαμενή σκέψης που χρηματοδοτείται από εργοδότες.
Η αύξηση της ανεργίας μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από την εισροή 1 εκατομμυρίου προσφύγων από την Ουκρανία, εκ των οποίων τα τρία τέταρτα είναι σε παραγωγική ηλικία. Ωστόσο 200.000 έχουν βρει δουλειά, 210.000 λαμβάνουν επίδομα ανεργίας και άλλοι 300.000 βρίσκονται υπό κατάρτιση.
Καθώς οι εργαζόμενοι προστατεύονται από τους αυστηρούς γερμανικούς νόμους για την απασχόληση, εταιρείες προσπαθούν να αποφύγουν τις απολύσεις και αντί αυτών αναζητήσουν συναινέσεις με ενώσεις εργαζομένων για την παροχή γενναιόδωρων πακέτων εθελούσιας αποχώρησης.
Συμπεριλαμβανομένου του προγραμματισμού και της προετοιμασίας, οι διαπραγματεύσεις με τους εργαζόμενους «μπορούν να διαρκέσουν πάνω από έναν χρόνο», είπε ο Sittard, ενώ οι εργοδότες συνήθως αποζημιώνουν την απόλυση με μισό έως ολόκληρο μηνιαίο μισθό ανά έτος προϋπηρεσίας. «Σε ορισμένους τομείς, όπως στη χημική βιομηχανία, συχνά αυξάνεται σε 1,5 μισθούς», πρόσθεσε.
Η Continental συγκαταλέγεται στις εταιρείες που επιχειρούν να ακολουθήσουν διαφορετική προσέγγιση. Το 2019 άνοιξε ένα εκπαιδευτικό κέντρο επανακατάρτισης για να «χτίσει γέφυρες προς νέες θέσεις εργασίας», για τους προσεχώς πρώην υπαλλήλους. Εργαζόμενοι σε αυτοκίνητα μπορούν να αποκτήσουν νέες δεξιότητες σε τομείς όπως η ρομποτική, η εφοδιαστική αλυσίδα και η ηλεκτρολογία.
«Είχα την αίσθηση ότι τα πολύ καλά χρόνια της αυτοκινητοβιομηχανίας τέλειωσαν και ότι θα ερχόταν ύφεση», είπε στους FT η διευθύντρια εργασιακών σχέσεων της εταιρείας Ariane Reinhart. «Στο παρελθόν προσυνταξιοδοτούσαμε 57χρονους για να πετύχουμε τους στόχους μας. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονται στην αγορά εργασίας — είναι ειδικευμένοι, που πληρώνουν φόρους και μπορούν να αγοράσουν περισσότερα [αγαθά]».
Στη χημική βιομηχανία της Γερμανίας, η οποία απασχολεί 480.000 άτομα, «η αποβιομηχάνιση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη», προειδοποίησε τον Οκτώβριο του 2023 ο εμπορικός οργανισμός του κλάδου VCI, σε επιστολή του προς τους βουλευτές στο Βερολίνο. Ο τομέας, που αντιπροσωπεύει το 8% της συνολικής χρήσης ενέργειας στη χώρα, αγωνίζεται για να επιβιώσει μετά τη δραματική αύξηση του κόστους φυσικού αερίου εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Η BASF, ο μεγαλύτερος εργοδότης, μειώνει την παραγωγική ικανότητα στη Γερμανία και επεκτείνει την παραγωγή στην Ασία. Η μετεγκατάσταση της παραγωγής έχει ως αποτέλεσμα μόνιμη ζημιά στην οικονομική ικανότητα. «Ένα χημικό εργοστάσιο που έχει κλείσει στη Γερμανία δεν θα επιστρέψει», είπε ο Schäfer.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν έχουν διαδοθεί τέτοιες ανησυχίες είναι ότι η αγορά εργασίας της Γερμανίας συνολικά εξακολουθεί να προσθέτει θέσεις εργασίας. Οι υπολογισμοί της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας δείχνουν ότι ο συνολικός αριθμός των ατόμων που εργάζονται έχει αυξηθεί σε υψηλό ρεκόρ άνω των 46 εκατομμυρίων.
Η λεπτομέρεια που διαφεύγει είναι ότι οι εργαζόμενοι στη μεταποίηση, που γίνονται καπνός, αμείβονται καλύτερα σε σύγκριση με τις νέες θέσεις εργασίας στη φροντίδα των παιδιών, τα γηροκομεία, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση.
Αν και αυτές οι νέες δουλειές είναι ζωτικής σημασίας για την κοινωνία, ο φόβος είναι ωστόσο ότι η Γερμανία δημιουργεί μια αγορά εργασίας δύο ταχυτήτων, που φέρνει ισχνή αύξηση εισοδημάτων, αύξηση ανισοτήτων και υψηλότερες δημόσιες δαπάνες.
«Δεν μπορούμε να ζούμε απλώς φροντίζοντας ο ένας τα παιδιά του άλλου και διδάσκοντας τον εαυτό μας», είπε ο Schäfer.