Η ομιλία του Τζέι Πάουελ, προέδρου της FED στο Jackson Hole, το οικονομικό συμπόσιο που έγινε τον περασμένο μήνα, ήταν τόσο κοντά σε ένα παιάνα νίκης, όσο μπορεί να είναι ο λόγος ενός νηφάλιου κεντρικού τραπεζίτη
«Ο πληθωρισμός έχει μειωθεί σημαντικά», σημείωσε. « Η αγορά εργασίας δεν υπερθερμαίνεται πλέον και οι συνθήκες είναι τώρα λιγότερο σφιχτές από αυτές που επικρατούσαν πριν την πανδημία. Οι περιορισμοί στην προσφορά έχουν ομαλοποιηθεί». Προσέθεσε ότι «με την κατάλλη μείωση της περιοριστικής πολιτικής, υπάρχει καλός λόγος να πιστεύουμε ότι η οικονομία θα επιστρέψει σε πληθωρισμό 2% ενώ διατηρείται ισχυρή η αγορά εργασίας».
Καλές στιγμές λοιπόν!
Το αποτέλεσμα όντως είναι καλύτερο από αυτό που περιμέναμε εγώ και πολλοί άλλοι πριν από δύο χρόνια. Πράγματι, η επιτυχία στη μείωση του πληθωρισμού, με μόνο μια μέτρια αποδυνάμωση της πραγματικής οικονομίας είναι μια ευπρόσδεκτη έκπληξη. Η ανεργία, επεσήμανε ο Πάουελ, είναι 4,3%, ποσοστό χαμηλό με βάση τα ιστορικά στάνταρντ.
Στην ευρωζώνη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι προοπτικές είναι λιγότερο ρόδινες. Αλλά και εκεί, οι προοπτικές δείχνουν χαμηλότερα επιτόκια και ισχυρότερη ζήτηση.
Όπως σημείωσε ένας από τους λόγους αυτής της επιτυχίας ήταν η σταθερότητα ως προς τις προσδοκίες για τον μακροπρόθεσμο στόχο σε ότι αφορά τον πληθωρισμό. Αυτό είναι που το «καθεστώς» του «ευέλικτου μέσου πληθωρισμού-στόχου» υποτίθεται ότι έπρεπε να επιτευχθεί. Αξίζει, όμως, επίσης να προσθέσουμε ότι υπήρχε και κάποια τύχη, ιδίως όσον αφορά την προσφορά εργασίας.
Παρά αυτά τα αποτελέσματα, πρέπει να αντληθούν μαθήματα, επειδή μερικές από τις απόψεις που διατυπώνονται για το επεισόδιο δεν είναι σωστές. Λάθη έγιναν στην κατανόηση των «οικονομικών» της Covid. Έγιναν επίσης λάθη στην απόδοση του ράλι των τιμών μόνο σε μη αναμενόμενα σοκ στην προσφορά.
Έπαιξε ρόλο και η ζήτηση. Πιθανότατα, στο μέλλον, θα ξανασυμβούν μεγάλα σοκ μόνο στην προσφορά, όπως θα υπάρξουν επίσης και άλλες χρηματοοικονομικές κρίσεις. Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να διδαχθούν από αυτές τις εμπειρίες, ακόμη κι αν πιστεύουν ότι αυτό το πληθωριστικό επεισόδιο τελείωσε όχι και πολύ άσχημα.
Ένα πολύ σημαντικό σημείο είναι πως είναι πιο χρήσιμο να δούμε τι συνέβη ως σοκ στα συνολικά επίπεδα τιμών αντί ως άλμα στα ποσοστά του πληθωρισμού. Μεταξύ Δεκεμβρίου 2020 και του 2023, ο βασικός δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά σχεδόν 18% στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη και 21% στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Αυτό απέχει πολύ από το σχεδόν 6% που ήταν ο στόχος για αυτά τα τρία χρόνια. Δεν είναι περίεργο που τόσοι πολλοί αναγνωρίζουν ότι υπάρχει «κρίση κόστους διαβίωσης». Επιπλέον, αυτό είναι ένα μόνιμο άλμα. Στο πλαίσιο της στόχευσης για το ποσοστό του πληθωρισμού αυτά είναι σοκ που ξεπεράστηκαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι σύντομα θα ξεχαστούν.
Σε αυτήν την περίπτωση η δημοσιονομική και η νομισματική απάντηση στο σοκ της Covid ήταν έντονα επεκτατικές. Πράγματι, η πανδημία αντιμετωπίστηκε σχεδόν σαν να επρόκειτο για άλλη μια μεγάλη οικονομική ύφεση. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η ζήτηση εκτινάχθηκε στα ύψη μόλις τελείωσε. Αυτή η πολιτική αποτέλεσε τη βάση της αύξησης των τιμών σε κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών που ήταν σε έλλειψη. Αναμφισβήτητα ήταν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ο οδηγός για αυτές τις αυξήσεις.
Ο Βρετανός μονεταριστής, Tim Congdon, προειδοποίησε για αυτό, που σημείωσα τον Μάιο του 2020. Αναλογιστείτε την περίφημη «εξίσωσης ανταλλαγής» του Αμερικανού οικονομολόγου Ίρβινγκ Φίσερ:
MV=PT (όπου M είναι χρήμα, V η ταχύτητα κυκλοφορίας του, P το επίπεδο τιμής και T ο όγκος συναλλαγών).
Μεταξύ του τέταρτου τριμήνου του 2019 και του 2020, η αναλογία του M3 ( σ.μτφ. Το Μ3 είναι ένα ευρύ νομισματικό μέγεθος που περιλαμβάνει το σύνολο του φυσικού νομίσματος που κυκλοφορεί στην οικονομία -χαρτονομίσματα και κέρματα-, τις λειτουργικές καταθέσεις στην κεντρική τράπεζα, τα χρήματα σε λογαριασμούς όψεως, ταμιευτηρίου, καταθέσεις χρηματαγοράς, πιστοποιητικά καταθέσεων, όλες τις υπόλοιπες καταθέσεις και συμφωνίες επαναγοράς) προς το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες στην Ευρωζώνη, 17 ποσοστιαίες μονάδες στις ΗΠΑ, 20 ποσοστιαίες μονάδες στην Ιαπωνία και 23 ποσοστιαίες μονάδες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό ήταν μια παγκόσμια νομισματική υπερβολή.
Τίποτα δεν ήταν πιο βέβαιο από το ό,τι οι ελλείψεις στον εφοδιασμό θα εκτόξευαν τις τιμές -θα είχε πει ο Μίλτον Φρίντμαν. Η δημοσιονομική πολιτική τροφοδότησε τις «φλόγες». Ναι, δεν μπορεί κανείς να «ρίχνει» στην οικονομία χρήμα σε κανονικές εποχές. Αλλά ένα έγγραφο από το Bruegel υποδηλώνει ότι στις ασταθείς συνθήκες έχει σημασία το χρήμα για τον πληθωρισμό. Και η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών έχει υποστηρίξει κάτι παρόμοιο. Βεβαίως μεγάλες νομισματικές επεκτάσεις (και συστολές) δεν πρέπει να αγνοούνται…
Αυτή η νομισματική επέκταση ήταν εφάπαξ: Από το 2020, και μετά οι δείκτες επέτρεψαν να υποχωρήσει στα προηγούμενα επίπεδα, καθώς το ονομαστικό ΑΕΠ εκτοξεύτηκε στα ύψη. Οι μονεταριστές θα προέβλεπαν ότι ο πληθωρισμός επρόκειτο να σταθεροποιηθεί, όπως και έγινε. Σε αυτό το αποτέλεσμα βοήθησε η σταθερή στόχευση για τον πληθωρισμό και, σε ορισμένα μέρη, και η μετανάστευση.
Το γεγονός ότι το μεγάλο άλμα στα επίπεδα τιμών οφειλόταν στην αλληλεπίδραση μεταξύ της μετα-Covid εποχής και της εισβολής στην Ουκρανία και στις διαταραχές της προσφοράς, αλλά και στην εκδήλωση ισχυρής ζήτησης δεν σημαίνει ότι εφαρμόστηκαν λάθος πολιτικές εν σχέσει με κάποιες εναλλακτικές. Αλλά πρέπει να αναλυθούν εντατικά οι εναλλακτικές λύσεις, επειδή είναι πιθανό στο μέλλον να επαναληφθούν τέτοια μεγάλα σοκ.
Το παρελθόν, όμως, «έχει συμβεί». Τώρα τι γίνεται; Το μεγάλο ερώτημα είναι αν ο πληθωρισμός έχει πραγματικά σταθεροποιηθεί. Ένα άλλο ερώτημα είναι αν το άλμα στα επιτόκια θα αντιστραφεί. Είμαστε σε έναν κόσμο όπου τα επιτόκια θα είναι μόνιμα υψηλότερα; Εάν ναι, ο φόβος για το κατώτερο όριο των επιτοκίων έχει πλέον εξαλειφθεί;
Το γεγονός ότι οι οικονομίες είναι κατά κύριο λόγο εύρωστες, παρά την περιοριστική νομισματική πολιτική (σύσφιξη), υποδηλώνει ότι αυτό μπορεί να είναι αλήθεια. Αλλά αυτό δημιουργεί απειλή για τη μελλοντική χρηματοοικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα: Τα νέα χρέη θα είναι πολύ πιο ακριβά από τα παλιά.
Είναι εύλογο ότι η γήρανση, τα χαμηλότερα ποσοστά αποταμίευσης, δημοσιονομικές πιέσεις και μεγάλες επενδυτικές ανάγκες, ιδίως για το κλίμα, θα συνδυαστούν για να κάνουν το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος σταθερά πιο ακριβό.
Αν ναι, αυτό το πιθανό πρόβλημα θα μπορούσε να αποδειχθεί εφιάλτης.