Η Ευρώπη βρίσκεται σε σημείο δημοσιονομικής καμπής. Πρέπει να μειώσουμε τα ελλείμματα και να ξαναχτίσουμε ένα ισχυρότερο δημοσιονομικό δίχτυ ασφαλείας, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζουμε πολλαπλές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες απαιτήσεις για δαπάνες και επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης, της άμυνας, της ασφάλειας και της γήρανσης. Για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να βρούμε τη λεπτή ισορροπία μεταξύ βιώσιμων δημόσιων οικονομικών, ισχυρών επενδύσεων και σταθερής οικονομικής ανάπτυξης. Εν ολίγοις, η ευημερία της Ευρώπης εξαρτάται από την επίλυση ενός δημοσιονομικού τριλήμματος.
Παρά ορισμένα απροσδόκητα εξωτερικά σοκ τα τελευταία χρόνια, η οικονομία της ευρωζώνης παρέμεινε εξαιρετικά ανθεκτική. Η καλύτερη μαρτυρία γι' αυτό είναι οι ισχυρές επιδόσεις της αγοράς εργασίας, με τους αριθμούς των ανέργων σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, το δημοσιονομικό περιβάλλον έχει γίνει πιο δύσκολο.
Σε ολόκληρη την ευρωζώνη, το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 300 μονάδες βάσης από το τέλος του 2021 και οι δημόσιες δαπάνες, ως ποσοστό της εθνικής οικονομικής παραγωγής, βρίσκονται πλέον σημαντικά πάνω από τα προ της πανδημίας επίπεδα. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα στην ευρωζώνη ήταν κατά μέσο όρο 3,6% του ΑΕΠ πέρυσι, με το δημόσιο χρέος να βρίσκεται λίγο κάτω από το 90%. Οι αριθμοί αυτοί είναι κάπως υψηλότεροι από τις εκτιμήσεις του περασμένου φθινοπώρου. Εν μέρει αυτό αντανακλά την απώλεια της αναπτυξιακής δυναμικής στο δεύτερο μέρος του 2023, αλλά και τα υψηλότερα επίπεδα δανεισμού σε ορισμένες μεγαλύτερες χώρες. Επτά χώρες προτάθηκαν πρόσφατα για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Ταυτόχρονα, η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα πολύ σημαντικό και αυξανόμενο επενδυτικό κενό, το οποίο συντηρητικά θα μπορούσε να ανέλθει σε 1 τρισ. ευρώ ετησίως, όταν προστεθούν οι ανάγκες για το κλίμα, την ψηφιακή τεχνολογία και την άμυνα. Αν σκεφτούμε πιο μπροστά, με τη γήρανση του πληθυσμού και τη διεύρυνση της ΕΕ, τα νούμερα αυτά θα γίνουν ακόμη μεγαλύτερα.
Η οικονομική πολιτική έχει εξομαλυνθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά πρέπει να βελτιώσουμε τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τα δημόσια οικονομικά μας. Ενώ τα ποσοστά πληθωρισμού έχουν μειωθεί σε ολόκληρη την ευρωζώνη, η πρόοδος στη μείωση και τον περιορισμό των επιπέδων δανεισμού διαρκεί περισσότερο.
Καθώς οι χώρες προετοιμάζουν τα δημοσιονομικά τους σχέδια για το 2025 και επιστρέφουμε στην κανονική δημοσιονομική εποπτεία, η επιδίωξη υγιών δημόσιων οικονομικών και η βιωσιμότητα του χρέους παραμένουν το κλειδί. Γι' αυτό είναι επιτακτική ανάγκη τα μεσοπρόθεσμα σχέδια των χωρών, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των νέων δημοσιονομικών μας κανόνων, να ξεκινούν σε ισχυρή και αξιόπιστη βάση. Η επιτυχία εξαρτάται από την ύπαρξη υψηλού επιπέδου πολιτικής αποδοχής εντός των χωρών, παράλληλα με ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες δημοσιονομικές πορείες.
Αλλά πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουμε τη βασική μας πρόκληση, η οποία αφορά τη βελτίωση της ανάπτυξης και την επίτευξη υψηλότερου βιοτικού επιπέδου για τους πολίτες μας. Η Ευρώπη υπολείπεται όσον αφορά την αναπτυξιακή της δυναμική. Είναι σαφές ότι πρέπει να συνεχίσουμε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να επεκτείνουμε τις επενδύσεις. Υπάρχουν σημαντικοί δημοσιονομικοί περιορισμοί, καθώς ακολουθούμε πολιτικές για να θέσουμε τα δημόσια οικονομικά μας σε πιο βιώσιμη βάση.
Ακριβώς για το λόγο αυτό, πρέπει να αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ευρωπαϊκά μέσα όπως το NextGenerationEU. Η NGEU ήταν μια πρωτοφανής κοινή ευρωπαϊκή απάντηση που αποσκοπούσε στη διατήρηση και αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, ώστε να θέσουμε τις οικονομίες μας σε μια ισχυρότερη, πιο βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς αναπτυξιακή πορεία. Βρισκόμαστε στα μισά του δρόμου της εφαρμογής και πρέπει να διασφαλίσουμε την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του εναπομείναντος χρόνου. Οποιαδήποτε συζήτηση για μελλοντικό κοινό δανεισμό μπορεί να είναι εύλογη μόνο εάν έχουμε καταστήσει την NGEU επιτυχημένη.
Παράλληλα, πρέπει να σημειώσουμε πρόοδο όσον αφορά την ένωση των κεφαλαιαγορών. Τα αποτελέσματα θα είναι απτά μόνο μεσοπρόθεσμα, αλλά αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για καθυστέρηση. Είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να καλύψουμε τις μακροπρόθεσμες επενδυτικές μας ανάγκες μόνο μέσω του δημόσιου κορβανά. Απαιτείται μια βαθύτερη και πιο ολοκληρωμένη κεφαλαιαγορά στην Ευρώπη. Διαθέτουμε τώρα ένα σημαντικό συστατικό για την πρόοδο που δεν είχαμε στο παρελθόν - την πολιτική βούληση. Πρέπει να την αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών έχουν δεσμευτεί να εργαστούν για την προώθηση αυτού του στόχου. Οι συζητήσεις σχετικά με το τι μπορεί να γίνει σε εθνικό επίπεδο επιταχύνονται σε διάφορες χώρες. Καθώς η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναλαμβάνει τα καθήκοντά της, προσβλέπουμε σε μια νέα ατζέντα που θα επικεντρώνεται στην υλοποίηση και την εφαρμογή.
Και ενώ μπορεί να φαίνεται ότι αντιμετωπίζουμε ένα είδος δημοσιονομικού τριλήμματος, παραμένω πεπεισμένος ότι υπάρχει δρόμος προς τα εμπρός. Η απτή και έγκαιρη πρόοδος στην ένωση των κεφαλαιαγορών είναι το κλειδί για την επίλυση του προβλήματος. Δεν θα διασφαλίσει μόνο ότι μπορούμε να διατηρήσουμε τον ρυθμό των επενδύσεων, αλλά θα διευκολύνει επίσης την επιστροφή σε χαμηλότερα επίπεδα δανεισμού. Μια πραγματική αλλαγή στα επίπεδα ανάπτυξης σε ολόκληρη την ΕΕ θα εξαρτηθεί από την πρόοδο σε αυτά τα μέτωπα.
Σε τελική ανάλυση, η υιοθέτηση τόσο της οικονομικής σύνεσης όσο και των επενδύσεων για το μέλλον δεν αποτελεί επιλογή μεταξύ προσοχής και φιλοδοξίας. Είναι μια στρατηγική για ανθεκτικότητα και ανάπτυξη σε έναν κόσμο που εξελίσσεται διαρκώς.
Ο συγγραφέας του άρθρου είναι πρόεδρος του Eurogroup