Ένα από τα πιο διάσημα σχόλια του Ντόναλντ Τραμπ έγινε το 2016: «Θα μπορούσα να σταθώ στη μέση της Πέμπτης Λεωφόρου και να πυροβολήσω κάποιον, και δεν θα έχανα κανέναν ψηφοφόρο».
Αυτό το αστείο πάντα περιείχε ένα ψήγμα αλήθειας. Οι βασικοί υποστηρικτές του Τραμπ είναι απίστευτα πιστοί, εμμένοντας στον ήρωά τους παρά το ότι του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες για 91 ποινικά αδικήματα και παρά τις πολυάριθμες βίαιες ή χυδαίες δηλώσεις που έχει κάνει, οι οποίες θα είχαν βάλει τέλος στην καριέρα πιο συμβατικών πολιτικών.
Όπως, παρ’ ότι αν «πυροβολήσει» κάποιον μπορεί να μην χάσει ψηφοφόρους ο Τραμπ, ωστόσο ήδη υπάρχουν εικασίες πως το ότι πυροβολήθηκε, και τραυματίστηκε ελαφρά, μπορεί να γύρει την πλάστιγγα αποφασιστικά υπέρ του στις προεδρικές εκλογές. Στον απόηχο της απόπειρας δολοφονίας το περασμένο Σαββατοκύριακο, οι αγορές στοιχημάτων κινήθηκαν υπέρ του Τραμπ. Ο Νέιτ Σίλβερ, «πρύτανης» των αναλυτών δημοσκοπήσεων, πιστεύει πως «το λιγότερο καθιστά τον Τραμπ πιο συμπαθητικό». Πιστεύει πως ο μεγάλος αριθμός των Αμερικάνων που αντιπαθούν και τους δυο υποψήφιους «μπορεί να το βρει πιο εύκολο τώρα να ψηφίσει τον Τραμπ».
Ένας κανονικός πολιτικός μπορεί πράγματι να περιμένει να κερδίσει σημαντική ψήφο συμπάθειας έχοντας επιβιώσει από μια απόπειρα δολοφονίας. Αλλά ο Τραμπ είναι μια εξαιρετικά πολωτική μορφή. Εκατομμύρια ψηφοφόρων που λένε πως δεν θα ψηφίσουν ποτέ τον Τραμπ είναι απίθανο να πουν «ναι» στον Τραμπ, όσο συγκλονισμένοι και αν είναι από την χυδαία απόπειρα δολοφονίας. Άρα ο φόβος που εκφράζουν ορισμένοι Δημοκρατικοί κατ’ ιδίαν, πως οι εκλογές έχουν «λήξει», είναι πολύ μοιρολατρικός.
H ομάδα των αναποφάσιστων ψηφοφόρων στις ΗΠΑ είναι μικρή. Ορισμένοι μπορεί να εμπνευστούν από την παλικαριά με την οποία ο Τραμπ ξεπέρασε την απόπειρα δολοφονίας του. Αλλά άλλοι θα μπορούσαν να ανησυχήσουν αν υπάρξει υπερβολική οργή στο συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων στο Μιλγουίκι αυτή την εβδομάδα, όπου ο Τραμπ αναμένεται να δεχθεί το χρίσμα του κόμματός του.
Πολλά θα εξαρτηθούν από το πώς θα το παίξει ο ίδιος ο Τραμπ στην ομιλία αποδοχής του. Η πρώτη του αντίδραση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν να ζητήσει ψυχραιμία και εθνική ενότητα. Το να εμείνει σε αυτό το μήνυμα θα ήταν μια σοφή κίνηση για την προεκλογική του εκστρατεία και για τη χώρα. Αν ο Τραμπ ενδώσει στην αγάπη του για την διχαστική ρητορική για εκδίκηση, θα εξεγείρει τα πάθη και ίσως τρομάξει ορισμένους αναποφάσιστους ψηφοφόρους.
Η εκστρατεία του Τραμπ οπωσδήποτε θα χρησιμοποιήσει την απόπειρα δολοφονίας για να προωθήσει δυο βασικά θέματα της εκστρατείας: τη δύναμη και τη θυματοποίηση. Ωστόσο, η εκδίκηση είναι επίσης ένα αγαπημένο θέμα του Τραμπ, ένα θέμα στο οποίο δύσκολα μπορεί να αντισταθεί. Πέρυσι σε πολιτική συγκέντρωση δήλωσε πως «είμαι ο πολεμιστής σας. Είμαι η δικαιοσύνη σας. Και για αυτούς που έχουν αδικηθεί και προδοθεί, είμαι η εκδίκηση σας».
Οι υποστηρικτές του Τραμπ ήδη κατηγορούν τους Δημοκρατικούς για την απόπειρα δολοφονίας του. Ο γερουσιαστής Τζέι Ντι Βανς από το Οχάιο, ο οποίος προτάθηκε ευρέως ως πιθανός υποψήφιος του Τραμπ (σ.τ.μ.: ο Βανς ορίστηκε επίσημα υποψήφιος αντιπρόεδρος), κατηγόρησε την εκστρατεία του Μπάιντεν ότι δημιούργησε ένα τοξικό πολιτικό κλίμα που «οδήγησε άμεσα στην απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Τραμπ».
Η αίσθηση θυματοποίησης μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων είναι πιθανώς ειλικρινής από ορισμένες απόψεις. Πρώην βοηθοί του Τραμπ, όπως ο Στιβ Μπάνον και ο Πίτερ Ναβάρο, εκτίουν ποινές φυλάκισης επειδή αρνήθηκαν να καταθέσουν στο Κογκρέσο. Ο Τραμπ εξακολουθεί να περιμένει την καταδίκη του για την καταβολή χρημάτων για εξαγορά της σιωπής μιας πορνοστάρ.
Αλλά ο ισχυρισμός των Ρεπουμπλικανών ότι οι Δημοκρατικοί έχουν ενθαρρύνει την πολιτική βία είναι επίσης μια υπολογισμένη προσπάθεια να κλείσει το κύριο θέμα της εκστρατείας του Μπάιντεν - ότι ο Τραμπ είναι ένας επίδοξος δικτάτορας και μια συνεχής απειλή για την αμερικανική δημοκρατία.
Αυτή η τακτική μπορεί να βάλει τους Δημοκρατικούς σε θέση άμυνας για λίγο. Η ομάδα του Μπάιντεν απέσυρε τις διαφημίσεις της εκστρατείας της αμέσως μετά τους πυροβολισμούς. Ωστόσο, θα ήταν μη ρεαλιστικό να περιμένουμε από τους Δημοκρατικούς να εγκαταλείψουν το κεντρικό τους επιχείρημα για το υπόλοιπο της προεκλογικής εκστρατείας. Το γεγονός ότι κάποιος προσπάθησε να σκοτώσει τον Τραμπ δεν σημαίνει ότι η απόπειρα υπονόμευσης των προεδρικών εκλογών του 2020 δεν συνέβη ποτέ ή ότι θα ήταν πλέον άδικο να αναφερθεί η έφοδος στο Καπιτώλιο από υποστηρικτές του Τραμπ στις 6 Ιανουαρίου 2021.
Μάλιστα, είναι κρίσιμης σημασίας να καταλάβουμε τις διαφορές μεταξύ των γεγονότων της 6ης Ιανουαρίου και της απόπειρας δολοφονίας του Τραμπ το περασμένο Σαββατοκύριακο. Και στις δυο περιπτώσεις σκοτώθηκαν αθώοι άνθρωποι. Αλλά στις 6 Ιανουαρίου ο όχλος που επιτέθηκε στο Καπιτώλιο ενθαρρύνθηκε από τον ίδιον τον Τραμπ. Αντιθέτως, ο Μπάιντεν και η ομάδα του ποτέ δεν υποκίνησαν τη βία ή αρνήθηκαν να αποδεχθούν το αποτέλεσμα εκλογών.
Οι περισσότεροι Αμερικάνοι έχουν ήδη αποφασίσει για την εισβολή στο Καπιτόλιο και για τον Τραμπ. Η απόπειρα δολοφονίας το Σαββατοκύριακο είναι απίθανο να αλλάξει αυτές τις κρίσεις.
Αντιθέτως, η τηλεοπτική αναμέτρηση τον περασμένο μήνα μεταξύ του Τραμπ και του Μπάιντεν πράγματι έδωσε πληροφορίες που ήταν νέες για εκατομμύρια ψηφοφόρους. Η ανεκδιήγητη επίδοση του Μπάιντεν υπογράμμισε τα ερωτήματα αναφορικά με την ικανότητά του να βρίσκεται για άλλα τέσσερα χρόνια στην προεδρία της χώρας. Ο Μπάιντεν, ενθαρρυμένος από την οικογένεια και τον στενό του κύκλο, αντιστέκεται στις φωνές που του ζητούν να αποχωρήσει για να έρθει ένας νεότερος και πιο οξυδερκής υποψήφιος. Αυτές οι φωνές αυξάνονταν σε ένταση πριν την απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ.
Η ώθηση να αντικατασταθεί ο Μπάιντεν ως υποψήφιος των Δημοκρατικών μπορεί τώρα να χάσει τη δυναμική της καθώς ο πρόεδρος και οι πιστοί του υποστηρίζουν πως τώρα δεν είναι ώρα να προκληθεί ένα επιπλέον σοκ στο αμερικανικό σύστημα. Αλλά ο χρόνος τελειώνει για τους Δημοκρατικούς και δεν τους συμφέρει να το παρατήσουν το θέμα. Έχουν μόλις πέντε εβδομάδες για το δικό τους συνέδριο στο Σικάγο.
Η αδυναμία του Μπάιντεν και όχι η απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ είναι αυτή που εξακολουθεί να φαίνεται πως είναι το πιθανότερο game-changer στις εκλογές του 2024.