Η βιομηχανική πολιτική επανέρχεται ως ισχυρό κίνητρο για κυβερνητική παρέμβαση. Αυτό ισχύει σε πολλά μέρη του κόσμου. Φαίνεται να ισχύει περισσότερο για την Κίνα του Σι Τζινπίνγκ απ' ό,τι επί Ντενγκ Σιαοπίνγκ, ειδικά τώρα που επιθυμεί να αντικαταστήσει τις επενδύσεις σε ακίνητα ως μηχανισμό οικονομικής ανάπτυξης.
Αλλά η πιο εντυπωσιακή μετατόπιση είναι στις ΗΠΑ. Ο Ρόναλντ Ρήγκαν δήλωσε ότι «οι εννέα (σ.σ. δέκα στην ελληνική μετάφραση) πιο τρομακτικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα είναι: Είμαι από την κυβέρνηση και είμαι εδώ για να βοηθήσω». Σήμερα, η κυβέρνηση Μπάιντεν «βοηθά» με ενθουσιασμό. Ο Ντόναλντ Τραμπ, επίσης, είναι παρεμβατικός, με τη διαφορά ότι ο δικός του τρόπος βοήθειας είναι η αύξηση των δασμών. Δεδομένου του ιστορικού ρόλου των ΗΠΑ ως υποστηρικτή της ανοικτής παγκόσμιας οικονομίας, αυτή η στροφή έχει σημασία.
Οι ενδείξεις ότι η εθνική βιομηχανική πολιτική είναι πλέον διαδεδομένη τόσο ως ιδέα, όσο και ως πρακτική είναι ξεκάθαρες. Η έκθεση που εξέδωσε τον περασμένο Ιανουάριο το ΔΝΤ με τίτλο «Η Επιστροφή της Βιομηχανικής Πολιτικής με στοιχεία» (The Return of Industrial Policy in Data), δείχνει μια σημαντική αύξηση των αναφορών της βιομηχανικής πολιτικής στον επιχειρηματικό Τύπο κατά την τελευταία δεκαετία.
Ένα έγγραφο με τίτλο «Τα νέα οικονομικά της βιομηχανικής πολιτικής», που δημοσιεύθηκε από το Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών και το οποίο συνυπογράφουν οι Réka Juhász, Nathan Lane και Dani Rodrik, δείχνει μια απότομη αύξηση των παρεμβάσεων βιομηχανικής πολιτικής παγκοσμίως, από 228 το 2017 σε 1.568 το 2022 - κυρίως σε χώρες υψηλού εισοδήματος (πιθανότατα επειδή έχουν περισσότερο δημοσιονομικό περιθώριο). Αυτό επιτρέπει επίσης στον υπόλοιπο κόσμο να τους κατηγορήσει για υποκρισία (βλ. διαγράμματα).
Οι οικονομολόγοι αναγνωρίζουν τρία βάσιμα επιχειρήματα για τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Το πρώτο αφορά τις «εξωτερικότητες», ή τα μη αντισταθμισμένα οφέλη που παρέχει μια επιχείρηση. Τα πιο προφανή προέρχονται από το τι μαθαίνουν οι εργαζόμενοι και οι άλλες επιχειρήσεις από αυτές. Υπάρχουν επίσης η εθνική ασφάλεια και άλλες κοινωνικές εξωτερικότητες. Το δεύτερο επιχείρημα αφορά τις αποτυχίες συντονισμού και συγκέντρωσης: έτσι, ένας αριθμός επιχειρήσεων μπορεί να είναι βιώσιμος αν ξεκινήσουν μαζί, αλλά καμία δεν μπορεί να είναι βιώσιμη αν ξεκινήσει μόνη της.
Το τελευταίο επιχείρημα αφορά την προσφορά δημόσιων αγαθών, ιδίως δημόσιων αγαθών που αφορούν την τοποθεσία, όπως οι υποδομές. Σηµειώστε, κυρίως, ότι κανένα από αυτά δεν αποτελεί επιχείρηµα υπέρ της προστασίας. Όπως σημείωσα την προηγούμενη εβδομάδα, ο προστατευτισμός είναι ένας κακός τρόπος για την επίτευξη τέτοιων ευρύτερων κοινωνικών στόχων.
Η βιομηχανική πολιτική είναι αποτελεσματική αν αλλάζει τη δομή της οικονομίας προς μια ευεργετική κατεύθυνση. Δυστυχώς, υπάρχουν γνωστοί λόγοι για τους οποίους η προσπάθεια μπορεί να αποτύχει. Η έλλειψη πληροφόρησης είναι ένας από αυτούς. Η «αιχμαλωσία» από μια σειρά ειδικών συμφερόντων είναι ένας άλλος. Έτσι, οι κυβερνήσεις μπορεί να αποτύχουν να επιλέξουν τους νικητές, ενώ οι ηττημένοι μπορεί να καταφέρουν να επιλέξουν τις κυβερνήσεις. Όσο περισσότερα χρήματα βρίσκονται στο τραπέζι, τόσο πιο πιθανό είναι να ισχύει το τελευταίο.
Ωστόσο, οι βιομηχανικές πολιτικές μπορούν να λειτουργήσουν. Σε μια δημοσίευση του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Peterson το 2021, οι Gary Hufbauer και Euijin Jung υποστήριξαν ότι «μια εξαιρετική επιτυχία είναι η Darpa», ο αμερικανικός οργανισμός χρηματοδότησης της τεχνολογίας. Επομένως, μια επιτυχημένη πολιτική καινοτομίας είναι δυνατή. Οι περιφερειακές πολιτικές με βάση τον τόπο επίσης έχουν μερικές φορές αποδώσει.
Ωστόσο, η αποτυχία δεν είναι ο μόνος κίνδυνος. Το ίδιο ισχύει και για την επιτυχία. Οι βιομηχανικές πολιτικές κινδυνεύουν να προκαλέσουν διεθνή αντίποινα. Η Νότια Κορέα χρησιμοποίησε την προστασία των εγχώριων αγορών ως έμμεσο τρόπο επιδότησης των εξαγωγών, δημιουργώντας έτσι επιτυχημένες νέες βιομηχανίες. Αλλά ήταν μια μικρή χώρα, υπό την προστασία των ΗΠΑ. Για τις μεγαλύτερες χώρες, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διεθνείς επιπτώσεις. Αυτό είναι κάτι που έμαθε πρόσφατα η Κίνα, με τον αγώνα της να κυριαρχήσει στις νέες «καθαρές» τεχνολογίες. Αυτό κινητοποίησε αντίποινα από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, επιδεινώνοντας περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ των οικονομικών υπερδυνάμεων.
Σήμερα, η πιο εντυπωσιακή νέα βιομηχανική πολιτική είναι αυτή της κυβέρνησης Μπάιντεν. Ένας ριζοσπάστης οικονομολόγος, ο James K Galbraith του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Όστιν, αναφέρει στην ανάλυσή του ότι «για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν μια εύλογη προσομοίωση βιομηχανικής πολιτικής». Αλλά δεν είναι πραγματική: έτσι, «το αμερικανικό κράτος έχει χάσει την ικανότητα για συγκεντρωμένη και αποφασιστική προσπάθεια στην αιχμή της τεχνολογίας και της συναφούς επιστήμης».
Ο νόμος του Τζο Μπάιντεν για τη μείωση του πληθωρισμού έχει πολλαπλούς στόχους, από την προώθηση της τοπικής μεταποίησης, έως τη μείωση των εκπομπών ρύπων. Αυτό είναι προβληματικό. Ο Galbraith θα ήθελε οι ΗΠΑ να γίνουν πιο ριζοσπαστικά παρεμβατικές, και έτσι να μοιάζουν περισσότερο με την Κίνα. Εάν οι ΗΠΑ πρόκειται να είναι παρεμβατικές, πρέπει να είναι πιο στρατηγικές. Μπορούν πραγματικά να είναι;
Πώς πρέπει λοιπόν να αξιολογήσουμε αυτή τη στροφή της αμερικανικής πολιτικής προς τις βιομηχανικές πολιτικές, που συνδυάζεται, από τη δεξιά πλευρά του Τραμπ, με την επιθυμία επιστροφής στους υψηλούς δασμούς του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα;
Η απάντηση είναι ότι υπάρχουν πλέον τουλάχιστον τρεις διακομματικές θέσεις: νοσταλγία για την παραγωγή, εχθρότητα προς την Κίνα και αδιαφορία για τους διεθνείς κανόνες που οι ίδιες οι ΗΠΑ δημιούργησαν. Αυτός, λοιπόν, είναι ένας νέος κόσμος, ένας κόσμος στον οποίο η διεθνής εμπορική τάξη θα μπορούσε να φτάσει σε σημείο ρήξης αρκετά γρήγορα.
Ο σοφότερος τρόπος άσκησης βιομηχανικών πολιτικών είναι να στοχεύσουμε το εντοπισμένο πρόβλημα με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τις επιζήμιες παρενέργειες στη διεθνή συνεργασία, το ανοικτό εμπόριο και τις εγχώριες οικονομικές επιδόσεις. Αυτό, δυστυχώς, είναι απίθανο να είναι ο τρόπος με τον οποίο θα τελειώσει, όπως και στη δεκαετία του 1930. Όπως έχει συμβεί τόσο συχνά στο παρελθόν, μια θεμελιώδης μετατόπιση της ιδεολογίας προς εθνικιστικές και παρεμβατικές προσεγγίσεις είναι πραγματικά δύσκολο να αναχαιτιστεί.
Ήδη, με τον θάνατο της «υπερπαγκοσμιοποίησης», έχει τελειώσει μια εποχή σύγκλισης των μέσων πραγματικών εισοδημάτων μεταξύ των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων χωρών και των οικονομιών υψηλού εισοδήματος, σημειώνουν οι Dev Patel, Justin Sandefur και Arvind Subramanian στο Foreign Affairs. Πόσα ακόμη θα χάσουμε αν η νέα εποχή της καχυποψίας, του προστατευτισμού και του παρεμβατισμού ξεσπάσει σε όλο τον κόσμο;
Τουλάχιστον, οι ισχυροί φορείς χάραξης πολιτικής πρέπει να προσεγγίσουν τις αποφάσεις που λαμβάνουν με όσο το δυνατόν πιο ορθολογικό και προσεκτικό τρόπο. Πολλά διακυβεύονται.