Γιατί η ευρωπαϊκή οικονομία χάνει τη μάχη από τις ΗΠΑ

Η χρόνια υποαπόδοση ανησυχεί τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της ΕΕ. Οι συγκρίσεις με τις ΗΠΑ που προκαλούν σοκ και οι λύσεις που αναζητά η Γηραιά Ηπειρος.

Δημοσιεύθηκε: 25 Μαΐου 2024 - 08:12

Load more

Ο Κλάους Ρομανόφσκι θεωρεί πως αυτοί που ισχυρίζονται ότι η οικονομία της Ευρώπης υστερεί τεχνολογικά, δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα.

Το chatbot που ανέπτυξε η ομάδα του στην γερμανική μηχανολογική εταιρεία Siemens σύντομα θα επιτρέπει στους εργαζόμενους σε εργοστάσια οπουδήποτε, να μιλούν σε ρομπότ και μηχανές χωρίς να χρειάζεται να γνωρίζουν οποιονδήποτε κώδικα –κάτι που δυνητικά θα αποφέρει τεράστια κέρδη σε επίπεδο παραγωγικότητας.  

«Αν είσαι εργαζόμενος που έρχεσαι να ξεκινήσεις τη βάρδιά σου και κάποιο μηχάνημα δεν λειτουργεί, κανονικά πρέπει να περιμένεις ώρες, ή ακόμα και μέρες, για έναν προγραμματιστή», λέει το στέλεχος της Siemens. «Αλλά τώρα με αυτό το chatbot μπορείς απλά να ρωτήσεις τι συμβαίνει και να το φτιάξεις μόνος σου πολύ γρηγορότερα… Είναι τόσο εύκολο να δεις τις τεράστιες δυνατότητες αυτής της τεχνολογίας».

Αν περισσότερες ευρωπαϊκές εταιρείες αξιοποιούσαν την τεχνητή νοημοσύνη με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να βοηθούσε να αντιμετωπιστούν ορισμένα βαθιά ριζωμένα προβλήματα της οικονομίας της περιοχής, που υστερεί έναντι της εκρηκτικής ανάπτυξης των ΗΠΑ. Η Ευρώπη παραμένει πολύ πίσω στην καινοτομία και την υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης. Η Siemens, για παράδειγμα, χρειάστηκε να συνεργαστεί με τον αμερικανικό τεχνολογικό κολοσσό Microsoft για να αναπτύξει το chatbot της.

Η οικονομική υποαπόδοση της Ευρώπης από καιρό ανησυχεί τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Αλλά έχει ανέβει στην κορυφή της ατζέντας τώρα που το χάσμα με τις ΗΠΑ στην ανάπτυξη έχει γίνει ακόμα μεγαλύτερο μετά το διπλό σοκ της πανδημίας του κορονοϊού και του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν προειδοποίησε τον περασμένο μήνα ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια «θανάσιμη» απειλή από την οικονομική υποχώρηση, τον αυξανόμενο αντιφιλελευθερισμό και τον πόλεμο στα ανατολικά της σύνορα.

Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν των ΗΠΑ έχει αποδειχθεί πιο ανθεκτικό σ’ αυτά τα σοκ και ανέκαμψε ταχύτερα, σημειώνοντας άνοδο 8,7% πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα μέχρι το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Πρόκειται για υπερδιπλάσια άνοδο σε σχέση με το 3,4% που σημείωσε το ΑΕΠ της ευρωζώνης και ακόμα μεγαλύτερη από το 1,7% της ανόδου της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου την ίδια περίοδο.

Αυτή η διατλαντική απόκλιση έχει γίνει τόσο έντονη που δημιουργεί ρήγμα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης στο ζήτημα της νομισματικής πολιτικής. Με την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό να αναμένεται να παραμείνουν ισχυρότερα στις ΗΠΑ απ’ ότι στην Ευρώπη, οι επενδυτές αναμένουν πως η Federal Reserve θα μειώσει τα επιτόκια λιγότερες φορές φέτος απ’ ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή η Τράπεζα της Αγγλίας.

Ο συνδυασμός υψηλού ενεργειακού κόστους στην Ευρώπη, που πλέον είναι πολύ υψηλότερο από αυτό των ΗΠΑ, και των ελκυστικών επιδοτήσεων που προσφέρει η Ουάσινγκτον για τα projects πράσινης ενέργειας και ημιαγωγών που θα κατασκευαστούν στη χώρα, δελεάζει μεγάλους αριθμούς ευρωπαϊκών εταιρειών να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους εκεί.

Η ΕΕ έχει ζητήσει από τον Μάριο Ντράγκι, τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας και πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, να βρει τρόπους για να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα του μπλοκ. Αναμένεται να συστήσει βαθύτερη ενοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών και μεγαλύτερη κεντρική χρηματοδότηση από τις Βρυξέλλες για την άμυνα και άλλους τομείς, προειδοποιώντας πρόσφατα πως «χωρίς στρατηγικά σχεδιασμένες και συντονισμένες δράσεις πολιτικής, είναι λογικό πως κάποιες από τις βιομηχανίες μας θα μειώσουν την δυναμικότητά τους ή θα μετεγκατασταθούν εκτός ΕΕ».

Ακόμα και ο επικεφαλής του πετρελαϊκού ταμείου της Νορβηγίας, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές του κόσμου, λέει πως είναι «ανησυχητικό» το πόσο πιο σκληρά εργαζόμενες, φιλόδοξες και πιο ήπια ρυθμισμένες είναι οι αμερικανικές εταιρείες και οι Αμερικάνοι εργαζόμενοι σε σχέση με αυτούς στην Ευρώπη.

Έχοντας να αντιμετωπίσουν έναν γηράσκοντα πληθυσμό και έλλειψη ηγετικών εταιρειών στους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς της τεχνολογίας, οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ψάχνουν τρόπους να κάνουν τις οικονομίες τους πιο δυναμικές.

Ο Πάολο Τζεντιλόνι, ο Επίτροπος Οικονομίας της ΕΕ, λέει πως το ζήτημα τώρα είναι πώς να αντιμετωπιστεί η ανάγκη για κρίσιμες επενδύσεις σε τομείς όπως η πράσινη μετάβαση και η άμυνα, δεδομένου του υποτονικού περιβάλλοντος.

«Το σκάνδαλο για την Ευρώπη δεν είναι η χαμηλή ανάπτυξη, επειδή δυστυχώς έχουμε συνηθίσει σ’ αυτό», λέει. «Το πρόβλημα είναι τώρα πως να διατηρήσουμε ένα επαρκές επίπεδο επενδύσεων, προσελκύοντας ιδιωτικά κεφάλαια και υποστηρίζοντας με δημόσιες επενδύσεις τις αναγκαιότητες αυτών των νέων προκλήσεων».

Η οικονομία της Ευρώπης βρίσκονταν στα ύψη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, απολαμβάνοντας την ώθηση από την εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς της ΕΕ, προτού επεκταθεί προς τα ανατολικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Αλλά έκτοτε, οι συνδυασμένες οικονομίες των 27 χωρών που απαρτίζουν την ΕΕ έχουν χάσει σταθερά έδαφος έναντι των ΗΠΑ, καθώς επλήγησαν από μια σειρά αρνητικών εξελίξεων, ιδιαιτέρως την κρίση χρέους της ευρωζώνης πριν από μια δεκαετία. Πιο πρόσφατα η πανδημία της Covid-19 και ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν επιφέρει μεγαλύτερη οικονομική ζημιά στην Ευρώπη απ’ ότι στις ΗΠΑ.

Το επίπεδο του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης στην Ευρώπη έχει μειωθεί σε περίπου ένα τρίτο χαμηλότερα από αυτό των ΗΠΑ, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Επιπλέον, το κατά κεφαλήν εισόδημα στις ΗΠΑ έχει ξεπεράσει όλες τις μεγάλες αναπτυγμένες οικονομίες της ΕΕ και το Ταμείο προβλέπει πως το χάσμα αυτό θα διευρυνθεί ακόμα περισσότερο κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας.

Μέρος του προβλήματος για την Ευρώπη ήταν η έλλειψη ανάπτυξης της ζήτησης, οι αδύναμες επενδύσεις και η συσσώρευση εργατικού δυναμικού –όπου οι εταιρείες διατηρούν περισσότερους εργαζόμενους από αυτούς που χρειάζονται λόγω ανησυχιών πως θα δυσκολευθούν να τους επαναπροσλάβουν μόλις ανακάμψει η ζήτηση.

Μέρος αυτού πηγάζει από την έλλειψη καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ευρώπη. Οι τιμές κατοικιών έχουν μειωθεί σε πολλές χώρες και οι κυβερνήσεις περιορίζουν τις δαπάνες. Η ταχύτερη μισθολογική ανάπτυξη στις ΗΠΑ έχει βοηθήσει τους εργαζόμενους της χώρας να ανακτήσουν γρηγορότερα απ’ ότι οι Ευρωπαίοι την αγοραστική δύναμη που έχασαν λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Τα αμερικανικά νοικοκυριά έχουν επίσης επωφεληθεί από τις μεγαλύτερες επενδύσεις στις αγορές μετοχών, που έχουν αυξηθεί απότομα τα τελευταία χρόνια.

«Υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις στον πλούτο στην Ευρώπη» λέει η Ανα Μποάτα, οικονομολόγος στον γερμανικό ασφαλιστικό όμιλο Allianz Trade. «Αν δεν περιμένεις να βγάλεις περισσότερα από τα δημόσια συστήματα κοινωνικής πρόνοιας ή συντάξεων, είναι πιθανό να αποταμιεύσεις περισσότερα και να δαπανήσεις λιγότερα. Μετά προσθέτεις την αβεβαιότητα από τους πολέμους και έχεις καταστροφή».

Τα πλουσιότερα και μεγαλύτερης ηλικίας νοικοκυριά στις ΗΠΑ έχουν προστατευθεί από το υψηλότερο κόστος δανεισμού λόγω της προτίμησης της χώρας στα 30ετή ενυπόθηκα δάνεια, «κλειδώνοντας» επιτόκια στα εξαιρετικά χαμηλά, προ πανδημίας, επίπεδα. Τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά έχουν στεγαστικά δάνεια μικρότερης διάρκειας ή κυμαινόμενου επιτοκίου, τα οποία έχουν καταναλώσει μεγαλύτερο μέρος του μηνιαίου εισοδήματός τους από τότε που τα επιτόκια αυξήθηκαν πριν από δύο χρόνια.

Στην ευρωζώνη, ο κόσμος εξακολουθεί να αποταμιεύει πάνω από το 14% αυτού που βγάζει –πολύ υψηλότερα από τον ιστορικό μέσο όρο. Αλλά οι καταναλωτές στις ΗΠΑ έχουν δαπανήσει σχεδόν όλα τα επιπλέον χρήματα που είχαν βάλει στην άκρη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μειώνοντας τις αποταμιεύσεις τους σε λιγότερο από το 5% του εισοδήματός τους.

Επίσης, στην Ευρώπη ο κόσμος επιλέγει να εργαστεί λιγότερο –μια τάση που εντάθηκε από τότε που ξέσπασε η πανδημία -τάση που τονίστηκε από την επιτυχημένη κίνηση των εργαζόμενων στους γερμανικούς σιδηρόδρομους να μειώσουν την εργασιακή τους εβδομάδα από τις 38 στις 35 ώρες μέχρι το 2029 και από τους εργαζόμενους στον τομέα του χάλυβα που απαιτούν να πληρώνονται περισσότερο για να εργάζονται μόνο 32 ώρες την εβδομάδα.

Η ΕΚΤ εκτίμησε πως στο τέλος του περασμένου έτους ο μέσος εργαζόμενος της ευρωζώνης εργάστηκε πέντε ώρες λιγότερο απ’ όσο λίγο πριν την πανδημία το 2020 – εξισώνοντάς το με την απώλεια 2 εκατομμυρίων εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης ετησίως- ενώ ο μέσος όρος των ωρών των εργαζομένων στις ΗΠΑ έχει παραμείνει σταθερός.

«Υπάρχει διαφορά μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης σε ό,τι αφορά την ισορροπία εργασίας-προσωπικής ζωής» λέει ο Μάρκους Μπρουνερμάγιερ, Γερμανός καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Princeton. «Οι προτιμήσεις του κόσμου είναι πολύ διαφορετικές. Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού στην Ευρώπη επιδεινώνονται από αυτό και από τα δημογραφικά. Μπορεί να αντισταθμιστούν από τη μετανάστευση από την ανατολική Ευρώπη, αλλά οι νέοι άνθρωποι από αυτήν την περιοχή είτε επιστρέφουν στα σπίτια τους ή δεν μετακινούνται καθόλου».

Ένα επιπλέον βάρος για την ευρωπαϊκή οικονομία πηγάζει από τον γηράσκοντα πληθυσμό της και τον μειωμένο ρυθμό γεννήσεων, που ήδη δημιουργούν ευρείες ελλείψεις εργατικού δυναμικού, καθώς η γενιά των baby boomers συνταξιοδοτείται.

Αυτή τη στιγμή στην ΕΕ υπάρχουν τρία άτομα σε ηλικία εργασίας για κάθε άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω. Αλλά μέχρι το 2050 η αναλογία προβλέπεται να είναι λιγότερο από δυο άτομα σε ηλικία εργασίας για κάθε ηλικιωμένο. Ο πληθυσμός των ΗΠΑ θα γεράσει με πιο αμβλείες διαφορές, με την αναλογία ατόμων σε εργάσιμη ηλικία/ατόμων άνω των 64 ετών να διαμορφώνεται από κατά τι λιγότερο από 4/1 σήμερα σε κατά τι λιγότερο από 3/1 μέχρι το 2050, σύμφωνα με την υπηρεσία απογραφής.

Πολλές χώρες της ΕΕ επιδιώκουν να κρατήσουν τους μεγαλύτερους ηλικίας εργαζόμενους στο εργατικό δυναμικό για περισσότερο, ή να ενισχύσουν την συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Αλλά οι γηρασμένες κοινωνίες σημαίνουν πως οι δημογραφικές τάσεις πιθανόν θα έχουν μικρή συνεισφορά στην μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, αφήνοντας την Ευρώπη ακόμα πιο εξαρτημένη από βελτιώσεις στην παραγωγικότητα.

Και εδώ, η ιστορία είναι ανησυχητική. Οι ΗΠΑ θεωρούνται ως ένα πιο φιλικό προς τις επιχειρήσεις και δυναμικό επιχειρησιακά περιβάλλον, που συνεχώς αποδεικνύεται πιο ικανό να διοχετεύει τις επενδύσεις σε τομείς υψηλής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένου του IT.  

Η Ισαμπελ Σναμπελ, στέλεχος της ΕΚΤ, λέει πως η ευρωζώνη έχει χάσει περίπου 20% της παραγωγικότητάς της σε σχέση με τις ΗΠΑ από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αποδίδοντάς το στην «αποτυχία (της Ευρώπης) να αποκομίσει τα οφέλη των ψηφιακών τεχνολογικών εξελίξεων» όπως το cloud computing και οι εφαρμογές λογισμικού. «Δεν είναι ότι αυτή η τεχνολογική γνώση δεν κατανέμεται στις χώρες, αλλά ότι μόνο ένα πολύ μικρό μερίδιο εταιρειών εντός των χωρών την αξιοποιούν αποτελεσματικά», λέει.

Η Σνάμπελ προσθέτει πως πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες είναι πολύ μικρές και περιορίζονται από κανονισμούς και έτσι δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν πλήρως τη νέα τεχνολογία. Εταιρείες με περισσότερους από 250 εργαζόμενους αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 60% των θέσεων εργασίας του ιδιωτικού τομέα των ΗΠΑ, αλλά στην ΕΕ το ποσοστό αυτό πέφτει στο 12% στην Ελλάδα και φτάνει το 37% στη Γερμανία. «Οι μεγαλύτερες εταιρείες επενδύουν περισσότερα και είναι πιο παραγωγικές» λέει.

Η υστέρηση της παραγωγικότητας της Ευρώπης είναι μακροχρόνια και έχει τεράστιο κόστος σε όρους βιοτικού επιπέδου. Αν οι πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες –η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία- έφταναν την ανάπτυξη της αμερικανικής παραγωγικότητας μεταξύ του 1997 και του 2022, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους θα ήταν κατά μέσο όρο σχεδόν 13.000 δολάρια υψηλότερο σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, όπως δείχνουν οι εκτιμήσεις του McKinsey Global Institute.

«Σε όρους χάσματος παραγωγικότητας μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης, αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει αν μετρήσουμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια είναι ότι (οι ΗΠΑ) ήταν ελαφρώς απογοητευτικές και (η Ευρώπη) ήταν τρομερά απογοητευτική», λέει ο Τζέισον Φέρμαν, οικονομολόγος στο Χάρβαρντ. 

Μέρος του προβλήματος υπήρξε η ανάπτυξη των επενδύσεων που υστερεί στην Ευρώπη. Ο Έρικ Νίλσεν, οικονομικός σύμβουλος της ιταλικής τράπεζας UniCredit, λέει πως οι επενδύσεις στις ΗΠΑ είχαν αυξηθεί κατά περισσότερο από 8% από το τέλος του 2019 και εξακολουθούσαν να σημειώνουν ισχυρή ανάπτυξη στην αρχή του τρέχοντος έτους, ενώ παρέμεναν «τρομερά αδύναμες» στην ευρωζώνη στο 4% κάτω από τα προ-Covid επίπεδα.

Οι διαφορές είναι έντονες όταν εξεταστούν οι μεγαλύτερες εταιρείες. Οι μεγαλύτερες εισηγμένες ευρωπαϊκές εταιρείες με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω του ενός δισ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων των βρετανικών, νορβηγικών και ελβετικών, επένδυσαν 400 δισ. δολάρια λιγότερα από τις αντίστοιχες αμερικανικές εταιρείες το 2022, σύμφωνα με την McKinsey.

Η Volkswagen ήταν η μόνη ευρωπαϊκή εταιρεία που εμφανίστηκε στο top 10 σε πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εξέταζε τους κορυφαίους 2.500 επενδυτές Έρευνας και Ανάπτυξης παγκοσμίως το 2023. Έξι από τους δέκα κορυφαίους είχαν έδρα στις ΗΠΑ και κανένας στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ο Γιαν Μισκε, partner του McKinsey Global Institute, λέει πως το χάσμα στις επενδύσεις είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στο ΙΤ. Οι δαπάνες R&D των λεγόμενων εταιρειών «Magnificent Seven» -Alphabet, Amazon, Apple, Meta, Microsoft, Nvidia και Tesla- ξεπερνούσε τα 200 δισ. δολάρια πέρυσι, περίπου το ήμισυ των συνολικών ισοδύναμων δαπανών της Ευρώπης σε όλο το φάσμα του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.

Η Ευρώπη, λέει ο Μίσκε, χτίζει και τελειοποιεί ένα μοντέλο «βιομηχανικής αριστείας», αλλά ο κόσμος πλέον αλλάζει. «Συμβαίνει μια τεράστια τεχνολογική διαταραχή εκεί που η σταδιακή προσέγγιση δεν αρκεί.»

Η αναντιστοιχία στη χρηματοδότηση venture capital είναι έντονη. Πέρυσι οι επενδύσεις venture capital στις αμερικανικές εταιρείες ήταν σχεδόν τριπλάσιες από αυτές που διαχειρίστηκε η Ευρώπη, σύμφωνα με μελέτη της KPMG. Τα venture capital funds στις ΗΠΑ συγκέντρωσαν επίσης σχεδόν πέντε φορές αυτά που συγκέντρωσαν στην Ευρώπη τα τελευταία τρία χρόνια.

«Με όλη την απαισιοδοξία γύρω από την Ευρώπη, αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα που αιωρείται είναι το εξής: είναι πιθανό η υιοθέτηση της νέας τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης να είναι πιο αργή και λιγότερο επωφελής από ό,τι στις ΗΠΑ και την Κίνα;» λέει ο Άνταμ Πόουσεν, πρόεδρος του Ινστιτούτου Peterson για τα Διεθνή Οικονομικά. «Η Ευρώπη έχει μια κατανοητά επιφυλακτική προσέγγιση στη ρύθμιση της νέας τεχνολογίας, αλλά αυτό θα αποτελέσει μειονέκτημα εδώ».

Ενώ οι υπουργοί στην ΕΕ συμφωνούν πως η ανάπτυξη πρέπει να ενισχυθεί, ορισμένοι αμφισβητούν το πόσο βιώσιμη θα είναι η τωρινή τροχιά των ΗΠΑ.

«Δεν είναι ένα νέο ζήτημα για την Ευρώπη και δεν είναι ένα νέο ζήτημα για την Ολλανδία: η ανάπτυξη δεν ήταν εντυπωσιακή» λέει ο Ολλανδός υπουργός οικονομικών Στέφεν βαν Ουέιενμπεργκ. Αλλά βλέποντας τις πρόσφατες επιδόσεις, προσθέτει πως «μέρος αυτής της ιστορίας είναι η πολύ χαλαρή δημοσιονομική πολιτική στις ΗΠΑ που μπορεί να μην είναι βιώσιμη για δεκαετίες».

Οι περισσότερες οικονομίες της ΕΕ έχουν αρχίσει να συρρικνώνουν τα ελλείμματα του προϋπολογισμου τους εν όψει της επανεισαγωγής δεσμευτικών δημοσιονομικών κανόνων φέτος. Αλλά οι δαπάνες στις ΗΠΑ συνεχίστηκαν να αυξάνονται. Αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί, όποιος και αν είναι ο νικητής των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προβλέπει πως τα ελλείμματα θα παραμείνουν γύρω στο 6% για κάθε δημοσιονομικό έτος την επόμενη δεκαετία.

«Το ερώτημα είναι για πόσο ακόμη μπορούν οι ΗΠΑ να συνεχίσουν να κινούνται μπροστά, όταν πέρυσι οδηγήθηκαν κυρίως από μια μεγάλη δημοσιονομική τόνωση και μεγάλη αύξηση της μετανάστευσης», λέει ο Κάσπαρ Χενς, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην επενδυτική εταιρεία RBC Bluebay Asset Management. «Αλλά μια προεδρία Τραμπ θα μπορούσε να φέρει περισσότερη δημοσιονομική γενναιοδωρία και δεν πιστεύουμε ότι ο Μπάιντεν θα ήταν πολύ διαφορετικός».

Η παραγωγικότητα των ΗΠΑ ενισχύθηκε από την προσωρινή αύξηση της ανεργίας μετά το πλήγμα της πανδημίας το 2020, η οποία αναδιοργάνωσε τους ανθρώπους σε νέους και πιο παραγωγικούς ρόλους μόλις η δραστηριότητα ανέκαμψε. Η Ευρώπη, αντίθετα, επέλεξε να προστατεύσει τις θέσεις εργασίας με μαζικά προγράμματα διαθεσιμότητας. «Παγώσαμε την αγορά εργασίας μας», λέει η Μποάτα της Allianz, προσθέτοντας ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα «θέσεις εργασίας-ζόμπι».

Ωστόσο, αυτό το μοτίβο θα μπορούσε να αντιστραφεί καθώς η ώθηση των ΗΠΑ εξασθενεί και εάν οι ευρωπαϊκές εταιρείες σταματήσουν να συσσωρεύουν εργατικό δυναμικό. Οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ έγραψαν σε ένα blog την περασμένη εβδομάδα ότι υπάρχουν ήδη ενδείξεις για «ασθενέστερους ούριους ανέμους» στις αγορές εργασίας της Ευρωζώνης, «οι οποίοι με τη σειρά τους θα στηρίξουν την αύξηση της παραγωγικότητας», καθώς τα επίπεδα των κενών θέσεων εργασίας μειώνονται, οι μισθοί συνεχίζουν να αυξάνονται και οι ώρες εργασίας αυξάνονται.

Τα πιθανά κέρδη από την τεχνητή νοημοσύνη - όπως αυτό που κάνει η Siemens με το chatbot της - αποτελούν «ουσιαστικό βασικό μοχλό και ευκαιρία για την Ευρώπη ... να έχει την οικονομική δύναμη να αντιμετωπίσει μερικά από τα πιο δύσκολα προβλήματά της», λέει ο Ράλφ Χάουπτερ, επικεφαλής της Microsoft για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Ο ίδιος εκτιμά ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να αυξήσει την παραγωγικότητα των προγραμματιστών κατά 40-45% και των υπαλλήλων γραφείου κατά 20-25%.

Η οικονομία της ευρωζώνης έδειξε δειλά σημάδια ανάκαμψης από την πρόσφατη στασιμότητα με τριμηνιαία ανάπτυξη 0,3% στην αρχή του τρέχοντος έτους. Η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου αναπτύχθηκε με ακόμα ταχύτερο τριμηνιαίο ρυθμό 0,6%, ξεπερνώντας την ανάπτυξη 0,4% των ΗΠΑ κατά την περίοδο αυτή.

Ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πιστεύουν πως πολλά από τα προβλήματα της περιοχής θα μπορούσαν να διορθωθούν εάν υπήρχε λιγότερη αρνητική διάθεση για το μέλλον.

«Υπάρχει ο κίνδυνος η καταστροφολογία να γίνει αυτοεκπληρούμενη» λέει η Σνάμπελ. «Δεδομένων των τεράστιων σοκ που είχαμε στην Ευρώπη, η οικονομική επίδοση δεν ήταν τόσο κακή όσο πολλοί φοβούνταν, άρα πρέπει να σταματήσουμε να ρίχνουμε τον εαυτόν μας».

Load more

Δείτε επίσης

Load more

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.



Πολιτική Cookies
& Προστασία Προσωπικών Δεδομένων