Ο Βλαντίμιρ Πούτιν ήταν στην Ανατολική Γερμανία, εργαζόμενος για την KGB, όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου.
Στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Σε πρώτο πρόσωπο», που εκδόθηκαν το 2000, ο Πούτιν θυμάται πως ρώτησε μια μονάδα του Κόκκινου Στρατού, που βρισκόταν εκεί κοντά για να προστατεύει το αρχηγείο της KGB στη Δρέσδη. Η απάντηση που έλαβε τον σόκαρε: «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα χωρίς εντολές από τη Μόσχα. Και η Μόσχα σιωπά». Ο Πούτιν είπε αργότερα: «αισθάνθηκα τότε πως η χώρα δεν υπάρχει πια. Πως είχε εξαφανιστεί».
Τέτοιες συγκλονιστικές εμπειρίες είναι διαπλάθουν χαρακτήρα. Το μάθημα που φαίνεται να πήρε ο Πούτιν από το 1989 είναι πως οι μεγάλες αυτοκρατορίες μπορούν να καταρρεύσουν λόγω εσωτερικής πολιτικής αποδιοργάνωσης. Έχοντας δει την Μόσχα να σιωπά, ο Πούτιν μπορεί τώρα να ελπίζει πως θα δει και την Ουάσινγκτον να σιωπά και στη συνέχεια την «Αμερικανική αυτοκρατορία» να καταρρέει.
Από την οπτική της Μόσχας, οι πιθανότητες πρέπει να φαίνονται δελεαστικές. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ για μια δεύτερη θητεία ως πρόεδρος των ΗΠΑ θα έβαζε υπό πρωτοφανή πίεση τη δυτική συμμαχία. Οι αλλαγές πολιτικής που θα μπορούσε να ξεκινήσει ο Τραμπ -όπως μια ολοκληρωτική απόσυρση της υποστήριξης της Ουκρανίας ή μια απόσυρση της Αμερικής από το NATO- είναι ένας μόνο από τους δυνητικούς τρόπους που υπάρχουν για να επιτευχθούν οι στόχοι της Ρωσίας.
Ένας δεύτερος δρόμος, που συζητείται λιγότερο, δεν εξαρτάται από τις συνειδητές αλλαγές στην πολιτική από τον Λευκό Οίκο. Σε αυτό το σενάριο, ο απόηχος μιας εκλογής του Τραμπ θα έβλεπε την αμερικανική κυβέρνηση και την κοινωνία να βρίσκονται σε αποδιοργάνωση. Όντας απασχολημένη με τις δικές τις εσωτερικές συγκρούσεις, η αμερικανική ελίτ θα έχανε τη βούληση ή την ικανότητα να προβάλει ισχύ στον υπόλοιπο κόσμο.
Αυτή η περίοδος αποδιοργάνωσης μπορεί να μην χρειάζεται να διαρκέσει πολύ για να έχει επιπτώσεις που θα ταρακουνήσουν τον κόσμο. Όπως θυμήθηκε αργότερα ο Πούτιν, «χάσαμε τη σιγουριά μας για μια μόνο στιγμή. Αλλά ήταν αρκετή για να διαταράξει την ισορροπία δυνάμεων στον κόσμο».
Μια περίοδος «χαμένης εμπιστοσύνης» που θα έχει προκληθεί από μια μετεκλογική αναταραχή στις ΗΠΑ φαίνεται πολύ αληθοφανής. Αν κερδίσει ο Τραμπ, έχει καταστήσει σαφές πως σκοπεύει να εκδικηθεί τους πολιτικούς του εχθρούς. Έχει ενθαρρύνει συζητήσεις για παραπομπή σε δίκη για προδοσία ή διαφθορά, επιφανών Δημοκρατικών και ακόμα και πρώην στελεχών της δικής της κυβέρνησης. Οι στόχοι συμπεριλαμβάνουν τον Τζο Μπάιντεν, την Χίλαρι Κλίντον, τον Μαρκ Μάϊλι, που ήταν ο ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος της Αμερικής επί κυβέρνησης Τραμπ.
Στα φιλοτραμπικά think tanks καταρτίζονται σχέδια για διώξεις στις ανώτατες βαθμίδες της αμερικανικής κυβέρνησης. Αξιωματούχοι στο Πεντάγωνο ανησυχούν πως ο Τραμπ θεωρεί τα κορυφαία επίπεδα του αμερικανικού στρατού ως άπιστα επειδή αντιστάθηκαν στις απαιτήσεις του να αναπτυχθεί στρατός στους δρόμους της Αμερικής. Φοβούνται πως ο Τραμπ θα διορίσει πραγματικά αυταρχικά στελέχη στις κορυφαίες θέσεις στις υπηρεσίες πληροφοριών και στον στρατό -και μπορεί ακόμα να επιδιώξει να στρέψει τις χαμηλότερες βαθμίδες του στρατού που υποστηρίζουν το «Make America Great Again», εναντίον των υψηλόβαθμων αξιωματικών.
Ακόμα και αν ο Τραμπ χάσει από τον Μπάιντεν, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πολιτικής αναταραχής στις ΗΠΑ. Ποιος μπορεί να πιστέψει πως ο Τραμπ ή οι υποστηρικτές του θα δεχθούν την ήττα; Μια επανάληψη της εξέγερσης της 6ης Ιανουαρίου 2021 -μόνο που αυτή τη φορά θα έχει την επιπρόσθετη υποστήριξη πολιτικών και δικαστηρίων σε πολιτειακό επίπεδο- φαίνεται αρκετά πιθανή.
Όλα αυτά θα ήταν μια συνταγή για αναταραχή στις ΗΠΑ και για αυτό που ο Πούτιν αποκάλεσε -στο σοβιετικό πλαίσιο- «παράλυση εξουσίας». Μια παράλυτη Ουάσιγκτον θα σήμαινε ευκαιρία για τη Μόσχα και το Πεκίνο.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων ποια μορφή θα έχει αυτή η ευκαιρία. Η κατάρρευση της Σοβιετικής αυτοκρατορίας το 1989 χαρακτηρίστηκε σε μεγάλο βαθμό από απρόβλεπτα γεγονότα και αυτοσχεδιασμούς. Αλλά για τον Πούτιν η προοπτική αντιστροφής της ταπείνωσης του 1989 και της επανεδραίωσης κάποιου είδους ρωσικής σφαίρας επιρροής στην Ευρώπη πρέπει να μοιάζει πως βρίσκεται δελεαστικά κοντά.
Ωστόσο, η άποψη του Πούτιν για το τι συνέβη το 1989 –και ως εκ τούτου οι φιλοδοξίες του για το 2025- έχουν ένα σημαντικό «τυφλό» σημείο. Οι αιτίες της κατάρρευσης της Σοβιετικής αυτοκρατορίας δεν ήταν απλώς η σύγχυση και η αποτυχία της βούλησης στη Μόσχα. Ο πιο βαθύς λόγος ήταν πως η σοβιετική διακυβέρνηση έγινε μισητή στην ανατολική Ευρώπη. Η ΕΣΣΔ είχε στείλει τανκς στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968 για να καταστείλει τους διαφωνούντες. Η απόφαση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να μην συντρίψει για τρίτη φορά τις ανατολικοευρωπαϊκές φιλοδοξίες ήταν μια επιλογή ηθικής -όχι μια στιγμή αδυναμίας όπως τη θεωρεί ο Πούτιν.
Αυτό το παλιό ωμό σοβιετικό μοντέλο κυριαρχίας ήταν που έψαχνε ο Πούτιν το 2022, όταν εξαπέλυσε την ολοκληρωτική του εισβολή στην Ουκρανία. Αλλά ο κόσμος είχε αλλάξει με τρόπους που δεν κατανοούσε. Οι Ουκρανοί αντιστάθηκαν και η Δύση τους προμήθευσε με όπλα – σε αντίθεση με το 1956 και το 1968, όταν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους κάθισαν στο περιθώριο και απέτυχαν να αντιταχθούν στην παρέμβαση της Μόσχας.
Το συμμαχικό σύστημα της Αμερικής στην Ευρώπη -σε αντίθεση με το σοβιετικό μπλοκ το 1989- έγκειται στη συγκατάθεση. Είναι μια «αυτοκρατορία κατόπιν προσκλήσεως», για να χρησιμοποιήσουμε την φράση του πολιτικού επιστήμονα Γκιερ Λούντεσταντ. Ενώ οι Πολωνοί και οι Τσέχοι αδημονούσαν να αποσυρθούν τα σοβιετικά στρατεύματα το 1989, τα κράτη της ΕΕ θα συγκλονίζονταν αν οι Αμερικάνοι στρατιώτες αποσύρονταν σήμερα.
Πολλά έχουν αλλάξει από το 1989, στη Μόσχα, στην Ουάσιγκτον, στο Βερολίνο και στη Βαρσοβία. Αλλά αυτό που παραμένει είναι η αποφασιστικότητα των Ευρωπαίων να αντισταθούν στη ρωσική κυριαρχία. Τα κράτη της ΕΕ γνωρίζουν, δυστυχώς, το πόσο εξαρτώνται από την αμερικανική στρατιωτική δύναμη. Αλλά είναι αποφασισμένα να κάνουν κάτι γι’ αυτό.
Είναι πιθανό η Ουάσινγκτον να σιωπήσει το επόμενο έτος. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η Μόσχα θα μπορέσει να γυρίσει το ρολόι της Ευρώπης πίσω στο 1988.