«Μάλλον trade είναι και όχι επένδυση». Με αυτόν τον τρόπο περιέγραψε ένας διαχειριστής χαρτοφυλακίου την αγορά κινεζικών μετοχών σε πρόσφατη εκπομπή του Bloomberg. Αυτό συνάδει με μια αξιοσημείωτη στροφή στην πλειοψηφούσα γνώμη ως προς τις ξένες επενδύσεις στην Κίνα τα τελευταία χρόνια –από έναν προορισμό για μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μια περισσότερο βραχυπρόθεσμη κερδοσκοπική στάση.
Αυτό το πλαίσιο ευθυγραμμίζεται με μια ευρύτερη αλλαγή στην κινεζική οικονομία. Κάποτε την χαιρέτιζαν για τα επανειλημμένα οικονομικά θαύματά της που έβγαλαν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια, τώρα όμως αντιμετωπίζει μια αντίληψη πως στέκεται σε πιο σαθρό έδαφος και κινδυνεύει να υποκύψει στην τρομερή παγίδα του μεσαίου εισοδήματος –όπου οι χώρες αγωνίζονται να κάνουν τη μετάβαση από μια οικονομία όπου η ανάπτυξη συνήθως εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα χαμηλά κόστη και την ευμεγέθη παγκόσμια ζήτηση.
Ας αρχίσουμε με την επίδοση του χρηματιστηρίου της χώρας. Μετά από χρόνια μέτριας γενικής επίδοσης, οι κινεζικές μετοχές πρόσφατα έχουν δείξει σημάδια ανάκαμψης. Από την αρχή του Φεβρουαρίου, ο δείκτης CSI 300 έχει σημειώσει άνοδο περίπου 11%. Αυτό ήρθε μετά από μια μακρά πτώση 44% από τα υψηλά του 2021. Ωστόσο, παρά την πρόσφατη άνοδο των κινεζικών μετοχών, τα συμφέροντα των ξένων επενδυτών φαίνεται να είναι κυρίως τακτικής φύσεως, επικεντρωνόμενα περισσότερο σε γρήγορα κέρδη παρά σε μακροπρόθεσμες επενδυτικές ευκαιρίες.
Με μια πρώτη ματιά, αυτή η στροφή φαίνεται προτιμότερη για την Κίνα σε σύγκριση με τον προηγούμενο διαδεδομένο χαρακτηρισμό το 2022-23 πως οι αγορές της έχουν γίνει «μη επενδύσιμες». Αυτή η αντίληψη πηγάζει από τις ισχνές επιδόσεις της αγοράς, την απογοητευτική διαχείριση εκδόσεων χρέους και τις μεγάλες παρεμβάσεις των αρχών σε τμήματα της αγοράς, όπως ο τεχνολογικός κλάδος, που κάποιες φορές ήταν ακατανόητες.
Ωστόσο αυτή η αλλαγή κλίματος είναι πολύ μικρή για να βοηθήσει την Κίνα να μειώσει αυτό που έχει γίνει σαφής και υπάρχων κίνδυνος της «παγίδας του μεσαίου εισοδήματος». Αν αυτό συμβεί, η δυναμική της ανάπτυξης εξανεμίζεται, η ανταγωνιστικότητα διαβρώνεται, η χρηματοοικονομική ευρωστία αποδυναμώνεται, και οι μακροπρόθεσμες ξένες επενδύσεις γίνονται ακόμα πιο άπιαστες.
Ο βασικός λόγος για αυτή την κατάσταση είναι πως, τα τελευταία χρόνια πολλοί από τους εσωτερικούς και εξωτερικούς ούριους ανέμους της Κίνας μετατράπηκαν σε αντίθετους ανέμους. Η τρέχουσα μη ευνοϊκή ευθυγράμμιση συμπεριλαμβάνει τις ξένες άμεσες επενδύσεις σε χαμηλά πολλών δεκαετιών και τις επίμονες εκροές από χαρτοφυλάκια, τα αυξανόμενα προβλήματα με το εγχώριο χρέος, την αυξανόμενη οικονομική ανασφάλεια των νοικοκυριών, τους μεγαλύτερους περιορισμούς στην πρόσβαση κινεζικών εταιρειών σε ξένες αγορές και τεχνολογία, καθώς και τις ασταθείς αποτιμήσεις του real estate.
Αυτό αντανακλάται σε κινήσεις των επενδυτών και πέραν των ροών χρήματος. Στον βασικό δείκτη αναφοράς για τους επενδυτές αναδυόμενων αγορών – τον MSCI Emerging Markets- η Κίνα έχει μεγάλη βαρύτητα, κάτι που σημαίνει ότι κάθε δολάριο που τελεί υπό διαχείριση παθητικά θα έχει ένα σημαντικό μέρος του επενδυμένο στην Κίνα. Αλλά υπάρχει αυξημένη προσοχή των επενδυτών στον δείκτη Αναδυόμενων Αγορών του MSCI που δεν περιλαμβάνει την Κίνα, ο οποίος ξεκίνησε το 2017. Τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει το iShares MSCI Emerging Markets ex-China ETF έχουν αυξηθεί σε περισσότερα από 10 δισ. δολάρια από μόλις 120 εκατ. δολάρια στο τέλος του 2020. Ταυτόχρονα, τα διοικητικά συμβούλια ενός αυξανόμενου αριθμού «ενεργών» θεσμικών επενδυτών, συμπεριλαμβανομένων αμερικανικών συνταξιοδοτικών ταμείων, έχουν δώσει εντολή για προσεγγίσεις «εκτός Κίνας».
Όλες αυτές οι εξελίξεις μαζί υπονομεύουν σοβαρά τον αναπτυξιακό δυναμισμό και το χρηματοοικονομικό status της Κίνας. Αυξάνουν επίσης τα κόστη για να επιδιώξει το Πεκίνο τους δικούς του μη οικονομικούς στόχους, από την ενίσχυση του στρατού μέχρι την άσκηση μεγαλύτερης επιρροής σε αυτή που είναι γνωστή ως η ομάδα κρατών του «Παγκόσμιου Νότου».
Ανησυχητικό είναι επίσης για την Κίνα πως δεν χρειάζονται πολλά για να γίνει πραγματικότητα η απειλή να πέσει στην παγίδα του μεσαίου εισοδήματος. Παράγοντες που θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε αυτό είναι οι επιπλέον καθυστερήσεις σε θέματα εσωτερικής πολιτικής, η επιδείνωση της εμπιστοσύνης των νοικοκυριών, μια αυστηροποίηση των αμερικανικών εμπορικών και επενδυτικών περιορισμών, μια μειωμένη εμπλοκή πολυεθνικών που εξακολουθούν να έχουν μεγάλες επιχειρήσεις στη χώρα, και οι πιο αποφασιστικές προσπάθειες της Δύσης να αντισταθμίσουν τη διεθνή επιρροή της Κίνας.
Για την Κίνα, η πρόσφατη επίδοση του χρηματιστηρίου της δεν θα πρέπει να είναι μεγάλη παρηγοριά. Αυτές οι κερδοσκοπικές «τουριστικές ροές» δεν είναι δείκτης για πιο σταθερές, μακροπρόθεσμες «ροές διαμονής».
Για να προσελκύσει τις δεύτερες, η κυβέρνηση χρειάζεται τρία στοιχεία: αποφασιστικά μεταρρυθμιστικά μέτρα για να διευκολύνει τις απαραίτητες οικονομικές μεταβάσεις, μειωμένες εντάσεις με τις ΗΠΑ και μια στροφή από την ακριβή επέκταση της διεθνούς οικονομικής και χρηματοπιστωτικής επιρροής. Στο μεταξύ, οι ξένοι επενδυτές δικαιολογημένα θεωρούν τα εγχειρήματά τους στις κινεζικές μετοχές ως βραχυπρόθεσμα.