Τους τελευταίους μήνες, γίναμε μάρτυρες μιας σημαντικής μεταστροφής των προσδοκιών για τον οικονομικό κύκλο. Πριν από ένα χρόνο, πολλοί οικονομολόγοι και επενδυτές ανέμεναν ότι η παγκόσμια οικονομία θα εισερχόταν σε ύφεση λόγω των απότομων αυξήσεων των επιτοκίων για την καταπολέμηση της έξαρσης του παγκόσμιου πληθωρισμού. Αντίθετα, στις αρχές του τρέχοντος έτους, η μέση προσδοκία (consensus) είναι ότι ο πληθωρισμός επιβραδύνεται πλέον, ανοίγοντας τον δρόμο για μια σειρά μειώσεων των επιτοκίων και ήπια οικονομική προσγείωση.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές τείνουν να προβλέπουν τις αλλαγές στον κύκλο πριν αυτές υλοποιηθούν. Στο πρώτο μέρος του 2022, για παράδειγμα, η αύξηση των επιτοκίων και οι φόβοι για ύφεση ώθησαν τις παγκόσμιες τιμές των μετοχών προς τα κάτω. Αντίθετα, από τα τέλη Οκτωβρίου του 2023 οι τιμές των μετοχών σε παγκόσμια κλίμακα αυξήθηκαν κατά σχεδόν 20%, καθώς οι επενδυτές άρχισαν να αντανακλούν το βελτιωμένο μακροοικονομικό περιβάλλον. Υπό αυτή την έννοια, οι κύκλοι έχουν μεγάλη σημασία για τους επενδυτές.
Τούτου λεχθέντος, αν και πολλοί επενδυτές εστιάζουν στην πρόβλεψη αυτών των σημείων καμπής, οι περισσότεροι επικεντρώνονται στην επίτευξη αποδόσεων μακροπρόθεσμα. Οι βραχυπρόθεσμες βυθίσεις και άνοδοι θα πρέπει να έχουν σχετικά μικρή σημασία για αυτούς τους επενδυτές -η τάση είναι αυτή που έχει μεγαλύτερη σημασία.
Οι περισσότεροι κύκλοι υπάρχουν μέσα σε αυτές τις μακροχρόνιες τάσεις ή τους «υπερκύκλους», οι οποίοι μπορεί να είναι μακροχρόνιοι, αν και μπορεί να διαφέρουν σημαντικά. Από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, για παράδειγμα, υπήρξαν τρεις υπερκύκλοι που παρήγαγαν απότομα αυξανόμενες αποδόσεις για τους επενδυτές, αλλά υπήρξαν επίσης τρεις κατά τη διάρκεια των οποίων οι συνολικές αποδόσεις ήταν φτωχές.
Μεταξύ του 1949 και του 1968, οι τιμές των αμερικανικών μετοχών αυξήθηκαν κατά 14% σε ετησιοποιημένη βάση μετά τον πληθωρισμό και τα μερίσματα. Ο συνδυασμός της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, της εγκαθίδρυσης διεθνών θεσμών, της αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου και της έκρηξης γεννήσεων είχε ως αποτέλεσμα την υψηλή οικονομική ανάπτυξη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ωστόσο, ο πληθωρισμός είχε αρχίσει να αυξάνεται: μεταξύ του 1968 και του 1973, οι συνολικές πραγματικές αποδόσεις των αμερικανικών μετοχών μειώθηκαν κατά 4% σε ετησιοποιημένη βάση. Εν μέσω γεωπολιτικών εντάσεων, μια σειρά πετρελαϊκών σοκ, ο υψηλός πληθωρισμός και η άνοδος των επιτοκίων οδήγησαν σε ύφεση και επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου.
Ο πληθωρισμός και τα επιτόκια κορυφώθηκαν το 1982, προαναγγέλλοντας έναν από τους ισχυρότερους υπερκύκλους στην ιστορία, ο οποίος έληξε με τη φούσκα της τεχνολογίας στο γύρισμα της χιλιετίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ένας συνδυασμός σταθερά μειούμενων επιτοκίων, οικονομικών μεταρρυθμίσεων, χαμηλότερων φόρων και επιταχυνόμενης τεχνολογίας υποστήριξε την αύξηση της κερδοφορίας.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης μείωσε τους γεωπολιτικούς κινδύνους και καλλιέργησε μια περίοδο ταχείας παγκοσμιοποίησης και αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου. Αυτοί οι παράγοντες συνδυάστηκαν για να δημιουργήσουν συνολικές ετήσιες πραγματικές αποδόσεις 16% στις αμερικανικές μετοχές μεταξύ του 1982 και του 2000.
Ο επόμενος υπερκύκλος διήρκεσε από το σκάσιμο της τεχνολογικής φούσκας έως το τέλος της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2009. Οι οικονομίες και οι αγορές ταλανίστηκαν από μια σειρά σοκ που μείωσαν τις ετήσιες συνολικές πραγματικές αποδόσεις των μετοχών στο -9% και οδήγησαν σε μια σειρά από ανόδους και πτώσεις.
Τέλος, η περίοδος από το 2010 έως το 2020 δημιούργησε και πάλι υψηλές αποδόσεις μετοχών, της τάξης του 16% σε ετησιοποιημένη βάση μετά τον πληθωρισμό και τα μερίσματα, σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση των χαμηλών επιτοκίων ρεκόρ, της ποσοτικής χαλάρωσης για τη στήριξη των αγορών και των οικονομιών και της αυξανόμενης επιρροής των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών.
Ένα νέο σημείο καμπής αναδύεται, τόσο στον κύκλο όσο και στη διαχρονική τάση των αγορών. Από κυκλική άποψη, ο φόβος της αύξησης του πληθωρισμού και των επιτοκίων υποχωρεί. Ωστόσο, όπως γράφω στο βιβλίο μου, διάφορες εξελίξεις αναδιαμορφώνουν την τρέχουσα διαχρονική τάση σε αυτό που ονομάζω «μεταμοντέρνο κύκλο».
Ενώ οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες ενδέχεται να μειώσουν τα επιτόκια φέτος, αυτά δεν είναι πιθανό να υποχωρήσουν στα χαμηλά επίπεδα της εποχής μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση ή να παρουσιάσουν πτωτική τάση για αρκετά χρόνια. Εν τω μεταξύ, οι γεωπολιτικές εντάσεις αυξάνονται, η παγκοσμιοποίηση αμφισβητείται και αναδύεται ένα πιο περιφερειακό πρότυπο παραγωγής.
Οι σφιχτότερες αγορές εργασίας και ενέργειας ασκούν ανοδικές πιέσεις στο κόστος των εταιρειών, μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους. Αυτοί οι αντίξοοι άνεμοι συσσωρεύονται, καθώς αντιμετωπίζουμε τη διπλή επίδραση δύο ισχυρών πρόσθετων δυνάμεων: της Τεχνητής Νοημοσύνης και της απαλλαγής από τις εκπομπές άνθρακα.
Και οι δύο θα είναι εντάσεως κεφαλαίου και θα παρουσιάσουν προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες. Με την πάροδο του χρόνου, η τεχνητή νοημοσύνη θα αυξήσει πιθανώς την παραγωγικότητα, θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, προϊόντα και υπηρεσίες, ενώ μια οικονομία απαλλαγμένη από τις εκπομπές ρύπων προσφέρει την προοπτική ενός υγιέστερου και ασφαλέστερου κόσμου, όπου το οριακό κόστος της ενέργειας θα καταρρεύσει.
Οι επενδυτές θα πρέπει να είναι πιο υπομονετικοί καθώς και πιο πρόθυμοι να κάνουν σημαντικότερες, πιο δύσκολες επιλογές μεταξύ σχετικών νικητών και ηττημένων.
* Ο συγγραφέας του άρθρου είναι chief global equity strategist και επικεφαλής του τμήματος μακροοικονομικών ερευνών για την περιοχή της Ευρώπης της Goldman Sachs καθώς και συγγραφέας του «Any Happy Returns».