Κάτι περίεργο συμβαίνει για άλλη μια φορά στη σχέση μεταξύ των χρηματοπιστωτικών αγορών και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ.
Έχει προκύψει μια διαφωνία σχετικά με τα επιτόκια που θα ορίσει η Fed το 2024. Όσο περισσότερο οι επενδυτές αγνοούν τα σήματα που εκπέμπει η πιο επιδραστική κεντρική τράπεζα του κόσμου, τόσο πιο πιθανό είναι να βρεθούν στην πλευρά των χαμένων σ’ αυτή τη διαμάχη. Και όσο περισσότερο διαρκεί αυτό το φαινόμενο, τόσο πιο ενδιαφέρουσες είναι οι σχετικές περιπλοκές.
Η κατάσταση αυτή έγινε έντονα εμφανής ενόψει της τρέχουσας «περιόδου σιγής» για τους αξιωματούχους σε ό,τι αφορά τα δημόσια σχόλια, η οποία προβλέπεται να λήξει στις 13 Δεκεμβρίου με την ολοκλήρωση της συνεδρίασης της Fed.
Σε αυτή την περίοδο που χαρακτηρίστηκε από τις ήπιες ερμηνείες -ή την επιλεκτική ακρόαση- από τις αγορές αρκετών ομιλιών της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, όλη η προσοχή επικεντρώθηκε στο κατά πόσον οι παρατηρήσεις του προέδρου Τζέι Πάουελ στο τέλος της εν λόγω εβδομάδας θα αντιστρατεύονταν την πλειοψηφούσα γνώμη της αγοράς, που προέβλεπε μειώσεις επιτοκίων από τις αρχές του 2024.
Ο Πάουελ προσπάθησε να το κάνει αυτό με δύο γραμμές επιχειρημάτων. Πρώτον, τόνισε ότι «ήταν πρόωρο να συμπεράνουμε με σιγουριά ότι έχουμε επιτύχει μια επαρκώς περιοριστική στάση ή να κάνουμε εικασίες για το πότε η πολιτική θα μπορούσε να χαλαρώσει». Δεύτερον, υπενθύμισε στις αγορές ότι ο ίδιος και οι συνάδελφοί του στην επιτροπή χάραξης πολιτικής της Fed «είναι έτοιμοι να αυστηροποιήσουν περαιτέρω την πολιτική, εάν αυτό καταστεί σκόπιμο». Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς, κρίνοντας από τις αντιδράσεις της αγοράς.
Θα περίμενε κανείς ότι αυτά τα μηνύματα θα ανέτρεπαν εν μέρει την εντυπωσιακή κίνηση των αποδόσεων που παρατηρήθηκε τον Νοέμβριο -πτώση άνω των 0,60 ποσοστιαίων μονάδων για το 10ετές κρατικό ομόλογο και άνω των 0,40 μονάδων για το ευαίσθητο στα επιτόκια διετές ομόλογο. Αντ' αυτού, οι αποδόσεις υποχώρησαν κατά άλλες 10 μονάδες βάσης την ημέρα των παρατηρήσεων του Πάουελ, με αποτέλεσμα οι αγορές να προεξοφλήσουν συνολικά έως το τέλος της εβδομάδας αυτής πέντε συνολικά μειώσεις το 2024, με αξιοσημείωτη πιθανότητα η πρώτη να έρθει ήδη από τον Μάρτιο.
Αυτό που κάνει εντονότερη αυτή την ιδιομορφία είναι πως δεν είναι η πρώτη φορά που οι αγορές αμφισβητούν την άποψη της Fed, υπό την ηγεσία του Πάουελ, για τις προοπτικές της νομισματικής πολιτικής. Μόλις πριν από ένα χρόνο, εκτυλίχθηκε ένα παρόμοιο σενάριο, με τις αγορές να προεξοφλούν μειώσεις για το 2023 που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Κατά συνέπεια, τα κρατικά ομόλογα είχαν μια ανώμαλη χρονιά και, μέχρι την ισχυρή άνοδο των αποδόσεων τον Νοέμβριο, αντιμετώπιζαν την προοπτική ενός τρίτου συνεχόμενου έτους αρνητικών αποδόσεων.
Υπάρχει και μια τρίτη ιδιαιτερότητα: όσο περισσότερο αποκλίνουν οι αγορές από τα μηνύματα της Fed, τόσο πιο πιθανό είναι να ωθήσουν την κεντρική τράπεζα να υιοθετήσει την οδό που είναι επιζήμια για αυτές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η προτίμηση των αγορών στις μειώσεις των επιτοκίων χαλαρώνει τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες και εντείνει τις ανησυχίες της Fed για τις πληθωριστικές πιέσεις, καθυστερώντας έτσι τις μειώσεις των επιτοκίων στις οποίες ποντάρουν οι αγορές. Πράγματι, σύμφωνα με έναν δείκτη της Goldman Sachs, τον Νοέμβριο σημειώθηκαν από τις μεγαλύτερες μηνιαίες χαλαρώσεις των χρηματοπιστωτικών συνθηκών που έχουν καταγραφεί ποτέ.
Όσον αφορά το γιατί, οι αγορές μπορεί να είναι πρόθυμες να διακινδυνεύσουν ένα ακόμη χτύπημα από τη Fed επειδή ανησυχούν περισσότερο για μια πιθανή ύφεση το 2024. Αυτό θα ευθυγραμμιζόταν με τις εξελίξεις στις τιμές του χρυσού και του πετρελαίου, αλλά δεν φαίνεται να συνάδει με την άνοδο των τιμών των μετοχών.
Εναλλακτικά, οι αγορές θα μπορούσαν να πιστεύουν ότι ενώ η Fed στοχεύει επίσημα σε ποσοστό πληθωρισμού 2%, θα μπορούσε να ανεχτεί ένα ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό (3%). Αυτό ευθυγραμμίζεται με την αντίληψη ότι έχοντας παλέψει με την ανεπαρκή συνολική ζήτηση την προηγούμενη δεκαετία, η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει σε μια πολυετή περίοδο λιγότερο ευέλικτης συνολικής προσφοράς.
Παράγοντες όπως η ενεργειακή μετάβαση, η κατακερματισμένη παγκοσμιοποίηση, η εταιρική έμφαση στις ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού και οι λιγότερο ευπροσάρμοστες αγορές εργασίας, συμβάλλουν σε μια τέτοια αλλαγή. Η επιδίωξη ενός πολύ χαμηλού στόχου για τον πληθωρισμό σε αυτό το περιβάλλον θα οδηγούσε σε περιττές θυσίες στην ανάπτυξη και στα μέσα διαβίωσης, καθώς και σε επιδείνωση της ανισότητας.
Η τρίτη εξήγηση επικεντρώνεται στην απώλεια αξιοπιστίας της Fed. Αυτό οφείλεται στον λανθασμένο χαρακτηρισμό του πληθωρισμού, στα καθυστερημένα μέτρα πολιτικής, στις εποπτικές παραλείψεις, στην κακή επικοινωνία, στα επανειλημμένα σφάλματα προβλέψεων, στα ερωτήματα σχετικά με τις συναλλαγές ορισμένων υπαλλήλων και στην αδύναμη λογοδοσία.
Με βάση τις προβλέψεις της ίδιας της αγοράς για την οικονομία και τα επίπεδα των αποτιμήσεων των μετοχών, τα επιτόκια θα μπορούσαν κάλλιστα να παραμείνουν αμετάβλητα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό που υποδηλώνει σήμερα η προθεσμιακή αγορά. Για να αποφύγουν ένα ακόμη πιθανό πισωγύρισμα, οι επενδυτές θα πρέπει είτε να προετοιμαστούν για το ενδεχόμενο υψηλότερων αποδόσεων το 2024, είτε να προσαρμόσουν ανάλογα τις αποτιμήσεις των μετοχών.
* O Μοχάμεντ Ελ Εριάν είναι πρόεδρος του Queens’ College στο Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ και σύμβουλος των Allianz και Gramercy.