Το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας έχει επανειλημμένα αποδείξει την ετοιμότητά του να είναι μπελάς για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής που θέλουν να τελειώνουν μια δουλειά.
Εδώ και πολύ καιρό χρησιμοποιείται ως όπλο από τους αντιπάλους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: το 2020, σφετερίστηκε, κατά περιβόητο τρόπο, την εξουσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου να ερμηνεύει το ευρωπαϊκό δίκαιο, σχετικά με την ποσοτική χαλάρωση.
Την περασμένη Τετάρτη, το κορυφαίο δικαστήριο της χώρας τορπίλισε την εγχώρια οικονομική πολιτική. Οι δικαστές στην Καρλσρούη απαγόρευσαν μια δημοσιονομική κίνηση ύψους 60 δισ. ευρώ που έγινε τις πρώτες ημέρες της κυβέρνησης συνασπισμού των σοσιαλδημοκρατών, των φιλελευθέρων και των Πρασίνων.
Λόγω της πανδημίας, οι αυστηροί κανόνες του «φρένου χρέους» που περιορίζουν τον δημόσιο δανεισμό παρέμεναν σε αναστολή και το 2021. Όταν η κυβέρνηση ανέλαβε τα καθήκοντά της στα τέλη του ίδιου έτους, χρησιμοποίησε έναν συμπληρωματικό προϋπολογισμό -για το 2021, ακόμη και αν είχε ψηφιστεί το 2022- για να μεταφέρει την αχρησιμοποίητη άδεια δανεισμού από τον κύριο προϋπολογισμό σε ένα ξεχωριστό πολυετές ταμείο εκτός προϋπολογισμού για πράσινες επενδύσεις. Το δικαστήριο έκρινε τώρα ότι αυτό παραβίαζε τους αυστηρούς κανόνες του Συντάγματος κατά της χρηματοδότησης του ελλείμματος.
Η ακύρωση αυτού του δημοσιονομικού ελιγμού αποτελεί άμεση οικονομική πρόκληση. Ακόμη και η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης δεν μπορεί να βγάλει αβίαστα άλλα 60 δισ. ευρώ (περισσότερο από 1,5% της ετήσιας οικονομικής παραγωγής) από το μανίκι της. Αν το κράτος έχει ήδη δεσμεύσει κάποιο ποσό από τα χρήματα αυτά, τότε ατύχησε: το δικαστήριο λέει ότι «πρέπει να το αντισταθμίσει με άλλα μέσα».
Αυτό δεν είναι ανυπέρβλητο: τα 60 δισ. ευρώ επρόκειτο να δαπανηθούν σε διάστημα πολλών ετών. Οι υπολογισμοί μπορούν να τροποποιηθούν, να γίνουν τεχνικές προσαρμογές, να εξαντληθούν τα περιθώρια ασφαλείας και τα αποθεματικά για να βρεθούν περισσότερα χρήματα. Ενάντια σε αυτό, η απόφαση απειλεί και άλλα εκτός προϋπολογισμού κονδύλια, τόσο σε ομοσπονδιακό, όσο και σε κρατικό επίπεδο.
Η εναλλακτική λύση της μη υλοποίησης των δαπανών για το κλίμα θα ήταν καταστροφική μετά από δύο δεκαετίες υποεπένδυσης σε μια οικονομία που πρέπει επειγόντως να εξοπλιστεί για το net zero και για έναν γεωπολιτικά επισφαλή κόσμο. Το Βερολίνο θα πρέπει αναμφίβολα να εξετάσει προσεκτικά την αύξηση των φόρων.
Οι πολιτικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι μεγαλύτερες από τις οικονομικές συνέπειες. Ο αρχικός ελιγμός έπαιξε βασικό ρόλο για να καταστεί εφικτός ο συνασπισμός: θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες των Πρασίνων για το κλίμα, ενώ παράλληλα θα διαβεβαίωνε τους δημοσιονομικά συντηρητικούς ψηφοφόρους των Φιλελευθέρων ότι η γερμανική δημοσιονομική εντιμότητα τηρείται.
Αλλά τώρα το δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι δεν μπορείς να τα έχεις και τα δύο. Τα σκληρά νομικά όρια για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος, τα οποία το Βερολίνο εισήγαγε κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και τα οποία επέβαλε σκληρά στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την άσκηση της οικονομικής πολιτικής που οι περισσότεροι τώρα θεωρούν απαραίτητη τόσο για τη βιομηχανική αναζωογόνηση όσο και για την επιβίωση του πλανήτη. Η Γερμανία έχει πιαστεί στο δικό της ορντοφιλελεύθερο δόκανο.
Αυτό θα έχει σημασία και στην πολιτική της ΕΕ. Οι υπουργοί Οικονομικών προσπαθούν να συμφωνήσουν, έως το τέλος του έτους, σε μια αντικατάσταση των δημοσιονομικών κανόνων του μπλοκ - η κύρια συμβολή των οποίων πρέπει να είναι να καταστήσουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα συμβατή με περισσότερες επενδύσεις. Σε ένα προχωρημένο στάδιο των συνομιλιών, ο Κρίστιαν Λίντνερ, υπουργός Οικονομικών των Φιλελευθέρων, απαίτησε αυστηρότερα ετήσια όρια ελλείμματος, τα οποία δεν ζήτησαν ούτε οι πιο στενοί φίλοι της Γερμανίας.
Δεν είναι καλή εικόνα να κάνεις κήρυγμα στους άλλους για τη δημοσιονομική πειθαρχία και την ανάγκη αυστηρότερων κανόνων, ενώ το ανώτατο δικαστήριό σου σε χαστουκίζει για λογιστικά τεχνάσματα που έχουν στόχο να παρακάμψεις τους δικούς σου. Εάν το Βερολίνο καταφύγει σε νέους δημοσιονομικούς ελιγμούς αντί για σκληρές οικονομικές επιλογές, δεν θα βοηθήσει τον Λίντνερ με τους ομολόγους του στην ΕΕ.
Αντίθετα, αν η γερμανική κυβέρνηση απαντήσει με σοβαρές αυξήσεις φόρων ή περικοπές δαπανών για να στηρίξει τις πλήρεις επενδυτικές φιλοδοξίες της, θα μπορεί να πει ότι κάνει πράξη αυτό που κηρύττει. Αλλά μην περιμένετε πολλά από αυτό: εκείνοι που αντιδρούν πιο δυνατά στον δημόσιο δανεισμό είναι συνήθως και οι ισχυρότεροι πολέμιοι της αύξησης των φόρων, ενώ λίγοι πολιτικοί αρέσκονται να μειώνουν τις δαπάνες. Όπως και να έχει, οι επόμενες ημέρες των συνομιλιών για τον προϋπολογισμό στο Βερολίνο θα έχουν σημασία για εκείνους στις Βρυξέλλες.
Κάτι καλό θα μπορούσε να προκύψει από αυτό, αν η απόφαση της Καρλσρούης πυροδοτήσει μια σοβαρή συζήτηση στη Γερμανία σχετικά με το πώς να ασκείται καλύτερα η οικονομική πολιτική - και τα πολιτικά της οικονομίας. Διότι η πίστη στους αυστηρούς κανόνες αντανακλά την επιθυμία να αφαιρεθεί η πολιτική από την οικονομική διαχείριση. Αυτό προδίδει την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτικών μεταξύ τους - αλλά, κυρίως, στην ορθότητά τους.
Αυτή είναι η ρίζα της ορντοφιλελεύθερης οικονομικής φιλοσοφίας της Γερμανίας, για ιστορικούς λόγους, αλλά μπορεί να βρεθεί σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Πρόκειται, ωστόσο, για μια ψευδαίσθηση. Η οικονομική πολιτική είναι αναπόφευκτα πολιτική- το ερώτημα είναι πώς θα την κάνουμε υπεύθυνα πολιτική. Αν αυτό το νομικό «φάλτσο» προκαλέσει απαντήσεις σε αυτό, στη Γερμανία και στην ΕΕ, θα αξίζει τον κόπο.