Κάθε φορά που η παγκόσμια οικονομία παραπαίει και οι κυβερνήσεις αρχίζουν να υψώνουν εμπορικούς φραγμούς, ηχεί ένας τελετουργικός συναγερμός ότι οδεύουμε πίσω στον καταστροφικό προστατευτισμό της δεκαετίας του 1930.
Στην πραγματικότητα δεν ταξιδεύουμε στο χρόνο προς την Μεγάλη Ύφεση, όσο προς τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, οι οποίες ήταν πολύ λιγότερο καταστροφικές από οικονομικής άποψης (επίσης, είναι σίγουρα καλύτερα να έχουμε punk, disco και electropop παρά big band και swing).
Στη δεκαετία του 1970, οι ΗΠΑ άρχισαν να αντιμετωπίζουν αυτό που (μάλλον περίεργα τώρα) φαινόταν ως υπαρξιακή απειλή από την ανάδειξη της Ιαπωνίας σε σημαντικό εξαγωγέα. Η Ουάσινγκτον ανάγκασε το Τόκιο σε μια σειρά ασκήσεων «ελεγχόμενου εμπορίου», κυρίως για τα αυτοκίνητα και τους ημιαγωγούς.
Σε έναν απόηχο εκείνης της εποχής, ο Ντόναλντ Τραμπ (χονδροειδώς) και ο Τζο Μπάιντεν (με μεγαλύτερη ακρίβεια) χρησιμοποίησαν ποσοστώσεις και εμπορικούς φραγμούς για να προστατεύσουν την αμερικανική βιομηχανία χάλυβα και αλουμινίου.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν απειλεί επί του παρόντος την ΕΕ με την επαναφορά των δασμών - που έχουν ανασταλεί προσωρινά από το 2021 και έχουν αντικατασταθεί με ποσοστώσεις εισαγωγών - εκτός εάν οι Βρυξέλλες ενταχθούν σε ένα κλαμπ για να κρατήσουν μακριά τις εισαγωγές χάλυβα από την Κίνα.
Οι Βρυξέλλες είναι ορθώς απρόθυμες να το πράξουν. Σίγουρα στην αρχική του εκδοχή αποτελεί μια αρκετά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και θα υπονόμευε το σύστημα διασυνοριακής τιμολόγησης του άνθρακα που είναι κεντρικό στοιχείο της περιβαλλοντικής πολιτικής της.
Πώς θα πρέπει λοιπόν να αντιδράσουν η ίδια και άλλοι εμπορικοί εταίροι και ποια είναι τα διδάγματα που μπορούν να αντληθούν από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980; Κάποιες από τις αντισταθμιστικές δυνάμεις που υπήρχαν τότε δεν υπάρχουν τώρα, αλλά υπάρχουν ακόμη κάποια γενικά διδάγματα σχετικά με το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε την κατάσταση, προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγουμε μόνιμες ζημιές.
Η κυβέρνηση Ρίγκαν που υποτίθεται πως ήταν υπέρ της ελεύθερης αγοράς, πίεσε την Ιαπωνία για έναν εθελοντικό περιορισμό εξαγωγών (VER -voluntary export restraint) στην αυτοκινητοβιομηχανία το 1981, θέτοντας ετήσια ανώτατα όρια για τις ιαπωνικές εξαγωγές αυτοκινήτων στις ΗΠΑ και εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη πρόσβαση των ΗΠΑ στην ιαπωνική αγορά. Το Τόκιο, που ανησυχούσε για έναν εκτεταμένο εμπορικό πόλεμο, συμμορφώθηκε - και μάλιστα συνέχισε να περιορίζει τις εξαγωγές για σχεδόν μια δεκαετία μετά την άρση των απαιτήσεων VER από τον Ρίγκαν το 1985.
Τελικά ο VER έληξε για δύο λόγους. Πρώτον, ο πολυμερής «γύρος της Ουρουγουάης» των εμπορικών συνομιλιών στο πλαίσιο του προκατόχου του ΠΟΕ, της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (Gatt), ολοκληρώθηκε το 1994 και απαγόρευσε τέτοιου είδους ελεγχόμενες εμπορικές ρυθμίσεις. Δεύτερον, οι Ιάπωνες κατασκευαστές εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ για να εξυπηρετήσουν την αμερικανική αγορά.
Κανένα από αυτά, δυστυχώς, δεν αποτελεί μοντέλο για την ΕΕ σήμερα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ελάχιστα ενδιαφέρεται για το δίκαιο του ΠΟΕ, και οι ΗΠΑ θέλουν να προστατεύσουν τους υπάρχοντες παραγωγούς χάλυβα στις πολιτείες που επηρεάζουν τις εκλογές, το Οχάιο και την Πενσυλβάνια, και όχι να προσκαλέσουν νέους.
Όσον αφορά τους ημιαγωγούς, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία το 1986 συμφώνησαν κανόνες για να αποτρέψουν τις εξαγωγές ιαπωνικών τσιπ σε χαμηλές τιμές από το να κατακλύσουν τις ΗΠΑ και την παγκόσμια αγορά - και περισσότερη πρόσβαση των Αμερικανών παραγωγών στην Ιαπωνία. Οι εμπορικοί περιορισμοί καταργήθηκαν το 1991, αφού οι ΗΠΑ έχασαν την υπόθεση Gatt το 1988 και οι αμερικανοί κατασκευαστές ηλεκτρονικών υπολογιστών αντιδρούσαν όλο και περισσότερο στην αύξηση των τιμών των τσιπ.
Καθώς η ισχύς του δικαίου του ΠΟΕ μειώνεται, οι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ καταφεύγουν σήμερα σε σκοπιμότητες και καιροσκοπικές προσεγγίσεις. Η Ιαπωνία, για παράδειγμα, κατάφερε να αποτρέψει τις απειλές του Τραμπ για δασμούς στα αυτοκίνητα το 2019, υποσχόμενη νέες ποσοστώσεις εισαγωγών για τα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα.
Η ΕΕ καυτηρίασε αυτή τη στροφή προς το ελεγχόμενο εμπόριο. Αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ήδη κάνει τη δική της (κάπως πιο πονηρή) παραχώρηση το προηγούμενο έτος, εξαπατώντας τον Τραμπ με υποσχέσεις για εισαγωγές περισσότερης αμερικανικής σόγιας και υγροποιημένου φυσικού αερίου που δεν υπήρχε η δυνατότητα να γίνουν. Το 2020, η Κίνα κατέληξε σε συμφωνία με τις ΗΠΑ, υποσχόμενη μαζική αύξηση των εισαγωγών από την Αμερική, η οποία στην πραγματικότητα δεν απέφερε σχεδόν τίποτα.
Κατά την αντιμετώπιση της πρότασης του Μπάιντεν για τον χάλυβα στην Κίνα, η ΕΕ είναι καλύτερο να ελαχιστοποιήσει την πολιτική σύγκρουση και το βραχυπρόθεσμο οικονομικό πλήγμα χωρίς να αναλάβει επιζήμιες μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις.
Η ΕΕ φαίνεται να επιμένει να καταργηθούν οριστικά οι ανασταλμένοι δασμοί το συντομότερο δυνατό, ακόμη και πριν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις. Σίγουρα το προσωρινό σύστημα ποσοστώσεων είναι ακατάστατο και μη ικανοποιητικό, αλλά δεν είναι καταστροφικό για τη χαλυβουργία της ΕΕ ή τους παγκόσμιους εμπορικούς κανόνες. Η παραμονή του σε ισχύ όσο συνεχίζονται οι παρατεταμένες διατλαντικές διαπραγματεύσεις είναι πιθανώς η λιγότερο κακή επιλογή.
Τουλάχιστον, η ΕΕ θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη να βοηθήσει πολιτικά τον Μπάιντεν διατηρώντας τη ρύθμιση σε ισχύ μέχρι τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους, αντί να εξοργίζει τα κράτη που παράγουν χάλυβα απαιτώντας μεγαλόφωνα την άρση των ποσοστώσεων και των δασμών. Το ελεγχόμενο εμπόριο του Μπάιντεν είναι μια κακή ιδέα, αλλά είναι πολύ καλύτερη από τέσσερα χρόνια οικονομικού μηδενισμού του Τραμπ.
Σε έναν κόσμο με αδύναμους πολυμερείς εμπορικούς κανόνες, είναι σημαντικό να διαλέγεις τις μάχες σου. Μια πλήρης εμπορική σύγκρουση ΕΕ-ΗΠΑ για τον χάλυβα και το αλουμίνιο δεν είναι σοφή για καμία πλευρά.
Τα διδάγματα του ελεγχόμενου εμπορίου στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 είναι να ταλαντεύεσαι με τον άνεμο χωρίς να αφήνεις τον εαυτό σου να ξεριζωθεί. Τότε, οι ιαπωνικές βιομηχανίες αυτοκινήτων και ημιαγωγών συνέχισαν την πορεία τους προς την ανάδειξη σε παγκόσμιους παίκτες παρά τις μηχανορραφίες των ΗΠΑ. Σήμερα, η ΕΕ μπορεί να διατηρήσει την οικονομία της και τις περιβαλλοντικές της δεσμεύσεις υποχωρώντας εκεί που είναι απαραίτητο και μένοντας σταθερή εκεί που είναι ζωτικής σημασίας.