Τρία πρόσφατα άρθρα ρωτούσαν αν η ταχεία άνοδος της Κίνας στο σχετικό ΑΕΠ και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βαίνει προς το τέλος της, όπως πολλοί πιστεύουν (ή ελπίζουν).
Το πρώτο υποστήριζε πως η Κίνα έχει τη δυνατότητα για ταχεία ανάπτυξη επειδή εξακολουθεί να είναι τόσο φτωχή: σύμφωνα με το ΔΝΤ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας ήταν μόλις το 76ο στον κόσμο το 2022.
Το δεύτερο εξέταζε το μεγαλύτερο εγχώριο οικονομικό πρόβλημα –τις χρόνια υπερβάλουσες αποταμιεύσεις που απορροφούνται σε μια μη βιώσιμη εκτίναξη του real estate που τροφοδοτείται από το χρέος, που βαίνει προς το τέλος του.
Το τρίτο εξέταζε τους περιορισμούς που επιβάλλει η μείωση του πληθυσμού. Το συμπέρασμα ήταν πως αυτές είναι σοβαρές, αλλά διαχειρίσιμες δυσκολίες.
Αυτό μας αφήνει με τον μεγαλύτερο περιορισμό από όλους, που είναι η πολιτική. Στο εξωτερικό, η Κίνα πρέπει να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη εχθρότητα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Στο εσωτερικό, πρέπει να διαχειριστεί τη μετάβαση σε μια πιο ισορροπημένη οικονομία και να διατηρήσει τη σχέση μεταξύ του κομμουνιστικού κράτους και της καπιταλιστικής οικονομίας.
Αυτές οι προκλήσεις είναι οι πιο δύσκολες που αντιμετωπίζει ο ανερχόμενος γίγαντας. Αν δεν καταφέρει να τις διαχειριστεί, θα μπορούσε, στη χειρότερη περίπτωση, να καταλήξει σε σύγκρουση με τις δημοκρατίες υψηλού εισοδήματος και, στην καλύτερη περίπτωση, να είναι άλλη μια χώρα που θα εγκλωβιστεί στην «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος».
Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί πόσο σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη θα αποδειχθεί η επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε πόσο χειρότερο μπορεί να γίνει. Είναι επίσης επειδή ορισμένα από αυτά που μπορεί να συμβούν δεν είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών των ΗΠΑ ή άλλων κυβερνήσεων, αλλά μάλλον μιας γενικότερης ανησυχίας των ξένων επιχειρήσεων για τους διάφορους κινδύνους που μπορεί να συνεπάγεται η έκθεση στην Κίνα.
Οι δράσεις εμπορικής πολιτικής που εισήχθησαν υπό τον Ντόναλντ Τραμπ και συνεχίστηκαν υπό τον Τζο Μπάιντεν δεν είχαν σημαντική επίδραση στο συνολικό εμπόριο της Κίνας. Το 2022 είχε σημαντικά εμπορικά πλεονάσματα με κάθε μεγάλη οικονομική περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Αμερικής. Ο λόγος του εμπορίου της προς το ΑΕΠ έχει μειωθεί, αλλά εξακολουθεί να είναι υψηλός για μια τόσο μεγάλη οικονομία. Το μερίδιό της στις παγκόσμιες εξαγωγές σταμάτησε να αυξάνεται. Εξακολουθεί όμως να είναι πολύ υψηλότερο από εκείνο της ΕΕ (εξαιρουμένου του εσωτερικού εμπορίου) ή των ΗΠΑ. Η έλλειψη εσόδων από εξαγωγές δεν θα εμποδίσει την Κίνα να αγοράζει ό,τι χρειάζεται.
Οι περισσότεροι προμηθευτές θα είναι επίσης ευτυχείς να της πουλήσουν. Η προφανής εξαίρεση οφείλεται στους αμερικανικούς περιορισμούς στις εξαγωγές ημιαγωγών και στην ικανότητα παραγωγής τους. Σύμφωνα με την Τίλι Ζανγκ της Gavekal, «η βιομηχανία ημιαγωγών της Κίνας έρχεται να συμβιβαστεί με μια δυσάρεστη πραγματικότητα: σε αυτό το σημείο, οι συντονισμένες κυρώσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους έχουν ουσιαστικά μπλοκάρει την πορεία της προς την παραγωγή προηγμένων τσιπ».
Αλλά ευρύτερα, όπως προτείνει ο Τόμας Γκέιτλι, επίσης της Gavekal, «ο κύριος αντίκτυπος του εμπορικού και τεχνολογικού πολέμου και των συναφών δασμών και ελέγχων δεν ήταν να μειωθεί η εξάρτηση των ΗΠΑ από τα κινεζικά προϊόντα, αλλά να γίνουν οι αλυσίδες εφοδιασμού πιο περίπλοκες και αδιαφανείς».
Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν είναι αν οι περιορισμοί στην τεχνολογία θα αποδειχθούν δεσμευτικός περιορισμός για τις επιδόσεις της οικονομίας. Δεν ξέρω, αλλά είμαι επιφυλακτικός. Οι Κινέζοι είναι πολύ καινοτόμοι και έχουν επιχειρηματικό μυαλό. Το μεγάλο ζήτημα είναι αν θα επιτραπεί σε αυτές τις ιδιότητες να ανθίσουν. Είναι δυνατόν ο «καπιταλιστικός κομμουνισμός» να επιβιώσει πολιτικά και να ευδοκιμήσει οικονομικά, ή αυτό που οι μαρξιστές θα μπορούσαν να ονομάσουν «αντιφάσεις» του θα τον διαλύσει; Και ακόμα, τον διαλύουν τώρα, υπό την εξουσία του Σι Τζινπίνγκ;
Ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ ήταν μια πραγματιστική (και αδίστακτη) ιδιοφυΐα. Επέτρεψε στην κινεζική οικονομία να γίνει ανοικτή, δυναμική και εξαιρετικά ελεύθερη. Χωρίς να επιθυμεί τον καθημερινό έλεγχο, ήταν ευτυχής να αναθέτει την εξουσία σε ικανούς ανθρώπους. Αλλά, δεδομένου ότι δεν μπορούσαν να υπάρξουν περιορισμοί στις «διακριτικές ευχέρειες» του κομματικού κράτους, το να προχωρήσουν τα πράγματα εξαρτιόταν από τις συμφωνίες μεταξύ αξιωματούχων και επιχειρήσεων. Αυτό οδήγησε σε μεγάλη διαφθορά. Ο Σι μας το έχει πει. Οι δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν ότι είχε δίκιο. Η Κίνα είναι πράγματι διεφθαρμένη με βάση τα πρότυπα των δημοκρατιών υψηλού εισοδήματος.
Ο Σι επίσης δεν είναι ένας εκπρόσωπος. Αντίθετα, εδραιώνει την εξουσία του στο κόμμα και την εξουσία του κόμματος στη χώρα. Εν τω μεταξύ (και αναλόγως), οι στόχοι και οι περιορισμοί έχουν γίνει πιο πολύπλοκοι.
Είναι αδύνατο να επικεντρωθούμε μόνο στην ανάπτυξη. Η εθνική ασφάλεια, το περιβάλλον και η ανισότητα έχουν επίσης σημασία, για να αναφέρουμε μόνο μερικά ζητήματα. Όλα αυτά καθιστούν τη χάραξη πολιτικής πολύ πιο δύσκολη. Δεν είναι λιγότερο σημαντικό ότι υπάρχουν και ξαφνικά σοκ, κυρίως η Covid, όπου μια επιτυχημένη πολιτική καταστολής διήρκεσε υπερβολικά πολύ καιρό.
Αυτό το τελευταίο, όπως προτείνει ο Άνταμ Πόουζεν του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Peterson, έβαλε τέλος στο «no politics, no problem», σύμφωνα με το οποίο η οικονομία λειτουργούσε ελεύθερα εφόσον οι άνθρωποι έμεναν έξω από την πολιτική.
Σήμερα, ωστόσο, η πολιτική έχει γίνει λιγότερο προβλέψιμη και πιο παρεμβατική. Ωστόσο, αυτό δεν είναι μόνο προϊόν των ιδιοτροπιών του Σι. Το ζήτημα είναι πολύ βαθύτερο. Τελικά, ο «γάμος» του κόμματος με την οικονομία της αγοράς κινδυνεύει να υπονομεύσει τόσο τη νομιμοποίησή του, όσο και τον έλεγχό του.
Η επιθυμία του Σι να αποκαταστήσει και τα δύο υπονομεύει αναπόφευκτα το μεγάλο επίτευγμα του Ντενγκ, που είναι ο οικονομικός δυναμισμός της Κίνας. Όλα αυτά έχουν γίνει ακόμη πιο προβληματικά, τώρα που το εξωτερικό περιβάλλον είναι τόσο δύσκολο και η οικονομία χρειάζεται τόσο πολύ εξισορρόπηση και μεταρρύθμιση.
Τα μεγαλύτερα ερωτήματα σχετικά με το οικονομικό μέλλον της Κίνας είναι λοιπόν πολιτικά. Πώς θα εξελιχθεί η σχέση της με τις ΗΠΑ και η ίδια της η διακυβέρνηση; Ένα μεγάλο εσωτερικό ερώτημα είναι αν υπάρχει η βούληση και η ικανότητα να μετατοπιστεί η οικονομία από την εξάρτησή της σε υπερβολικές και σπάταλες επενδύσεις προς την υψηλότερη κατανάλωση και τις καλύτερες επενδύσεις.
Το ακόμη μεγαλύτερο ερώτημα είναι αν η Κίνα έχει ξεπεράσει το σημείο στο οποίο η σχέση μεταξύ του κομμουνιστικού κόμματος και του καπιταλισμού λειτουργεί. Αν όχι, ποιος θα καταλήξει στην κορυφή; Αν, όπως φαίνεται πιθανό, είναι το συγκεντρωτικό κόμμα υπό την καθοδήγηση ενός ανθρώπου, μπορεί να ευδοκιμήσει η οικονομία της αγοράς;