Αν και πολλές ενδιαφέρουσες εργασίες συζητώνται κάθε χρόνο στο συνέδριο των κεντρικών τραπεζιτών στο Jackson Hole, η ομιλία του προέδρου της Federal Reserve την Παρασκευή το πρωί είναι αυτή που έχει συγκεντρώσει τη μερίδα του λέοντος της προσοχής των media όλα αυτά τα χρόνια.
Αναγνωρίζοντας το επίπεδο του ενδιαφέροντος, ο πρόεδρος της Fed Τζέι Πάουελ και οι προκάτοχοί του έχουν υιοθετήσει μία από τις τρεις βασικές προσεγγίσεις αναλόγως των συνθηκών: δίνουν σήμα για άμεσα μέτρα νομισματικής πολιτικής, εμβαθύνουν σε μακροπρόθεσμα ζητήματα νομισματικής πολιτικής ή περιορίζονται σε ένα στενό οικονομικό ζήτημα χωρίς άμεσες επιπτώσεις στην πολιτική.
Ο Πάουελ διαθέτει ένα ιδιαίτερα πλούσιο σε στόχους περιβάλλον για όποια στρατηγική και αν επιλέξει φέτος. Είναι στιγμή μεγάλης οικονομικής ρευστότητας, με συναρπαστικές πολιτικές προκλήσεις και συμβιβασμούς, τόσο τακτικής όσο και στρατηγικής. Πράγματι, δεν θα με εξέπληττε αν δεν είναι η διαθεσιμότητα των θεμάτων που θα καθορίσει τι θα επιλέξει να πει στις 25 Αυγούστου, αλλά ένας προσωπικός υπολογισμός που καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από τις εκτιμήσεις κινδύνου.
Πριν από ένα χρόνο, ο Πάουελ επέλεξε την πρώτη στρατηγική, εκφωνώντας μια συγκλονιστικά σύντομη (κάτω από εννέα λεπτά) ομιλία με επίκεντρο την άποψη ότι «ενώ τα υψηλότερα επιτόκια, η βραδύτερη ανάπτυξη και οι ηπιότερες συνθήκες στην αγορά εργασίας θα μειώσουν τον πληθωρισμό, θα προκαλέσουν επίσης κάποιο πόνο στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις». Συνέχισε λέγοντας ότι «αυτό είναι το ατυχές κόστος της μείωσης του πληθωρισμού. Αλλά μια αποτυχία αποκατάστασης της σταθερότητας των τιμών θα σήμαινε πολύ μεγαλύτερο πόνο».
Αυτή η πλαισίωση όχι μόνο ταρακούνησε τις αγορές και προκάλεσε μεγάλες πωλήσεις μετοχών και ομολόγων, αλλά προπαγάνδιζε ένα «αφήγημα πόνου» που πολλά μέσα ενημέρωσης χρησιμοποίησαν ως σημείο αναφοράς. Όμως, με την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ και την ανεργία να απέχει οριακά από το ιστορικό της χαμηλό, αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη ήταν κάτι σαν ένα σενάριο «περιμένοντας τον Γκοντό» -μια προσδοκία πόνου που αναφέρθηκε επανειλημμένα, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε σε συνολικό επίπεδο.
Αυτή η πρώτη προσέγγιση είναι δελεαστική, δεδομένων των πολλών ερωτημάτων που στροβιλίζονται σχετικά με τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της νομισματικής πολιτικής. Αυτά περιλαμβάνουν το κατά πόσον η Fed είναι έτοιμη να κηρύξει το τέλος του πιο συγκεντρωτικού κύκλου αύξησης των επιτοκίων εδώ και δεκαετίες· το χρονοδιάγραμμα των επόμενων μειώσεων των επιτοκίων· και, σε περίπτωση που ο πληθωρισμός συμπεριφερθεί άσχημα, την υπομονή που είναι διατεθειμένη να επιδείξει η κεντρική τράπεζα για να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο οικονομικής ύφεσης στο «τελευταίο μίλι» της καταπολέμησης του απρόβλεπτα υψηλού πληθωρισμού.
Ωστόσο, όσο δελεαστικό και αν είναι, ο Πάουελ μπορεί να εξετάσει μια άλλη προσέγγιση μετά τον αρχικό, λανθασμένο χαρακτηρισμό του πληθωρισμού ως «μεταβατικού», που κόστισε ακριβά, την καθυστερημένη αντίδραση της πολιτικής και τα όσα συνέβησαν από την τελευταία του ομιλία στο Jackson Hole. Μπορεί να του φαίνεται καλύτερο να παρακάμψει τη βραχυπρόθεσμη και να ακολουθήσει μια πιο μακροπρόθεσμη προοπτική της νομισματικής πολιτικής.
Η Fed λειτουργεί με ένα «νέο νομισματικό πλαίσιο» που εισήχθη πριν από τρία χρόνια και το οποίο είναι καταλληλότερο για την προηγούμενη δεκαετία παρά για την τρέχουσα. Μια συζήτηση ετοιμάζεται σχετικά με την καταλληλότητα του στόχου του 2% για τον πληθωρισμό υπό το πρίσμα της πρόσφατης εμπειρίας στις ΗΠΑ και αλλού με το χαμηλότερο μηδενικό όριο. Η ανάγκη να ληφθούν υπόψη σημαντικές χρόνιες μεταβολές της προσφοράς αποτελεί επίσης μεγάλη ανησυχία.
Υπάρχουν επίσης ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσον, στο πλαίσιο της αυξημένης χρήσης της βιομηχανικής πολιτικής, υπάρχει ανάγκη να επανεξεταστεί η κοινή λογική αναφορικά με το δημοσιονομικό-νομισματικό σύμφωνο. Τέλος, υπάρχει περίπτωση η Fed να ακολουθήσει την καλοδεχούμενη απόφαση της Τράπεζας της Αγγλίας να θεσπίσει μια εξωτερική αξιολόγηση των σφαλμάτων πρόβλεψής της -ένα σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση της διάβρωσης τόσο της αξιοπιστίας της κεντρικής τράπεζας όσο και της αποτελεσματικότητας της μελλοντικής καθοδήγησης της πολιτικής της, καθώς και για τον μετριασμό της πιθανής βλάβης στην πολιτική ανεξαρτησία.
Η τρίτη στρατηγική συνεπάγεται τον παραγκωνισμό τόσο των άμεσων όσο και των μακροπρόθεσμων ζητημάτων πολιτικής, εστιάζοντας αντιθέτως σε ένα συγκεκριμένο οικονομικό ερώτημα με λίγες άμεσες επιπτώσεις. Αν και δεν είναι μια προφανής προσέγγιση για έναν πρόεδρο της Fed που δεν είναι ειδικευμένος οικονομολόγος, μπορεί να είναι η πιο προσεκτική πορεία για κάποιον που είχε επικοινωνιακές προκλήσεις.
Ευθυγραμμίζεται επίσης με την εκτεταμένη σειρά θεμάτων που προσελκύουν τους ερευνητές εντός και εκτός του οικονομικού επαγγέλματος. Εξάλλου, τόσο η εγχώρια όσο και η παγκόσμια οικονομία παραμένουν εξαιρετικά ρευστές και υπόκεινται σε βαθιές μεταμορφώσεις· η πράσινη μετάβαση, η αναδιαμόρφωση των διασυνοριακών αλυσίδων εφοδιασμού, τα συντριπτικά θεσμικά πλαίσια, οι διαρθρωτικά σφιχτές αγορές εργασίας και ούτω καθεξής παίζουν ρόλο.
Μια τέτοια αφθονία θεμάτων που είναι ώριμα για συζήτηση στο πλαίσιο και των τριών προσεγγίσεων αποτελεί καλό οιωνό για τον Πάουελ καθώς προετοιμάζει την πολυαναμενόμενη ομιλία του. Αυτό που είναι λιγότερο σαφές, ωστόσο, είναι το τι θα επιλέξει. Αν τον συμβούλευα, θα πρότεινα την τρίτη στρατηγική σε αυτή την οικονομική, πολιτική και θεσμική συγκυρία.