Ο αριθμός των εταιρειών που εισάγουν τις μετοχές τους στα χρηματιστήρια της Ευρώπης έχει κάνει «βουτιά» στο χαμηλότερο επίπεδο από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, τονίζοντας τη ζοφερή κατάσταση στην ευρωπαϊκή αγορά για αρχικές δημόσιες προσφορές, εν μέσω μιας οικονομικής επιβράδυνσης και της ελκυστικότητας της δημόσιας εγγραφής στις ΗΠΑ.
Μόλις 34 εταιρίες έκαναν δημόσια εγγραφή στην Ευρώπη το πρώτο εξάμηνο του έτους, ο χαμηλότερος αριθμός από το 2009 όταν ο απόηχος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης «πάγωσε» τις αγορές.
Η πτώση του αριθμού των αρχικών δημόσιων προσφορών έρχεται εν μέσω μιας περιόδου βαθιάς ανησυχίας για τις ευρωπαϊκές αγορές μετοχών, οι οποίες πασχίζουν να συγκρατήσουν εταιρείες υψηλής ανάπτυξης. Πολλές επιχειρήσεις επιλέγουν να κάνουν εισαγωγή στις ΗΠΑ, δελεασμένες από τη μεγαλύτερη δεξαμενή κεφαλαίων και τους επενδυτές που είναι πιο πρόθυμοι να αναλάβουν κινδύνους και να χρηματοδοτήσουν νέες επιχειρήσεις.
Το δέλεαρ της Νέας Υόρκης έγινε ακόμη πιο έντονο φέτος, με ομίλους όπως η βρετανική εταιρεία κατασκευής τσιπ Arm να επιλέγουν να εισαχθούν εκεί αντί για την εγχώρια αγορά. Επιχειρήσεις που ήδη διαπραγματεύονται σε ευρωπαϊκά χρηματιστήρια εξετάζουν επίσης το ενδεχόμενο να φύγουν για τις ακτές των ΗΠΑ. Η εταιρεία εξόρυξης χρυσού AngloGold Ashanti και η εταιρεία οικοδομικών υλικών CRH σχεδιάζουν να αλλάξουν τόπο εισαγωγής, ενώ οι ενεργειακοί όμιλοι Shell και Total εξέφρασαν ανησυχίες για τις ευρωπαϊκές τους εισηγμένες νωρίτερα φέτος.
«Η έλλειψη δραστηριότητας IPO είναι αρκετά έντονη», δήλωσε ο Richard Spilsbury, συνεργάτης της PwC στις κεφαλαιαγορές του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι εταιρείες άντλησαν μόλις 2,4 δισ. ευρώ στην Ευρώπη κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023 μέσω αρχικών δημόσιων προσφορών, το χαμηλότερο σύνολο των τελευταίων 14 ετών, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Χρηματοπιστωτικών Αγορών στην Ευρώπη (AFME). Τα κεφάλαια που αντλήθηκαν σηματοδοτούν πτώση 42% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι.
Οι ευρωπαϊκές αγορές μετοχών αγωνίζονται να προσελκύσουν εταιρείες για να εισαχθούν στο χρηματιστήριο φέτος, καθώς η αύξηση των επιτοκίων και ο πληθωρισμός σε επίπεδα ρεκόρ αναγκάζουν πολλές επιχειρήσεις να αναβάλουν τα σχέδια για δημόσια εγγραφή.
«Υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο θέμα ότι ορισμένες ευρωπαϊκές εταιρείες προτιμούν να εισαχθούν στο εξωτερικό, επειδή υπάρχει καλύτερη ρευστότητα στις ΗΠΑ», δήλωσε ο Julio Suarez, διευθυντής ερευνών της AFME. «Δομικά, οι αμερικανικές κεφαλαιαγορές είναι πιο ελκυστικές για τα κεφάλαια κινδύνου», είπε, προσθέτοντας ότι η Ευρώπη παλεύει με μια «δομική έλλειψη ανταγωνιστικότητας».
Η αμερικανική αγορά εισαγωγής μετοχών αντιμετώπισε φέτος πολύ ηπιότερη επιβράδυνση, με 75 εταιρείες να εισάγονται στο χρηματιστήριο το πρώτο εξάμηνο και να συγκεντρώνουν 11,5 δισ. δολάρια, τον χαμηλότερο όγκο και αξία από το 2015, σύμφωνα με τα στοιχεία της Dealogic.
Ο ρουμανικός παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας Hidroelectrica άντλησε 1,6 δισ. ευρώ στο χρηματιστήριο του Βουκουρεστίου τον Ιούλιο, στη μεγαλύτερη εισαγωγή σε χρηματιστήριο της Ευρώπης μέχρι στιγμής φέτος. Η μεγαλύτερη δημόσια εγγραφή στο Λονδίνο φέτος ήταν η εταιρεία fintech CAB Payments, η οποία άντλησε 300 εκατ. στερλίνες τον περασμένο μήνα.
Ο Spilsbury πρόσθεσε ότι η απόδοση των τιμών των μετοχών των εταιρειών που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στο χρηματιστήριο ήταν «αρκετά κακή γενικά», παράγοντας που έχει αποτρέψει ορισμένους διαχειριστές κεφαλαίων από το να εμπλακούν περαιτέρω σε νέες εκδόσεις. Οι μετοχές της εισηγμένης στο Λονδίνο CAB Payments υποχώρησαν κατά 10% την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσής τους.
«Υπάρχει ένας φόβος στην αγορά ότι θα μπουν σε κάτι που πέφτει αμέσως», πρόσθεσε.
Η θνησιγενής αγορά εισαγωγής μετοχών της Ευρώπης προκάλεσε την αντίδραση των φορέων χάραξης πολιτικής. Το Ηνωμένο Βασίλειο σχεδιάζει μια σειρά μεταρρυθμίσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται η πίεση προς τον κλάδο των συντάξεων να διοχετεύει κεφάλαια σε εταιρείες υψηλής ανάπτυξης, σε μια προσπάθεια να ανακόψει τη συρρίκνωση του αριθμού των εταιρειών που εισάγονται στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Οι αξιωματούχοι της ΕΕ προσπαθούν επίσης να απλοποιήσουν τη διαδικασία εισαγωγής στο μπλοκ, καθώς και να βελτιώσουν την επενδυτική έρευνα, ώστε οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να είναι πιο ορατές στους δυνητικούς επενδυτές.
«Νομίζω ότι φτάνουμε στο σημείο τώρα τόσο στην Ευρώπη, όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο (όπου) οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι είναι πιο επείγον απ' ό,τι ήταν, προκειμένου οι εν λόγω δικαιοδοσίες να συμβαδίσουν», δήλωσε ο Gary Simmons, διευθύνων σύμβουλος της AFME, προσθέτοντας ότι γίνεται «όλο και πιο σαφές» ότι οι ευρωπαϊκοί τόποι διαπραγμάτευσης χάνουν από τις ΗΠΑ.