Ο διαγωνισμός για τη λέξη της χρονιάς έχει ήδη κριθεί. Στη γεωπολιτική, νικητής είναι η λέξη «ξε-ρισκάρω».
Η λέξη από ξ- (αγγ. de-risking, σημ. απομάκρυνση από τον κίνδυνο) έχει ανασυρθεί από την αφάνεια και σε λιγότερο από δύο μήνες δηλώνει πανταχού παρούσα. Ήταν κεντρική σε μια ομιλία για την Κίνα που εκφώνησε στα τέλη Μαρτίου η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Τότε προσεταιρίστηκε τη λέξη η κυβέρνηση Μπάιντεν. Και στη συνέχεια, την περασμένη εβδομάδα, εγκρίθηκε από τη σύνοδο κορυφής της G7.
Ένας λόγος για τον οποίο οι δυτικοί ηγέτες έχουν ενστερνιστεί με τόσο ζήλο το «ξε-ρισκάρισμα» είναι ότι τους σώζει από μια φραστική παγίδα. Ο προηγούμενος όρος περί «αποσύνδεσης» (decoupling) των δυτικών οικονομιών από την Κίνα συχνά κατηγορήθηκε ότι αναφέρεται σε κάτι αδύνατο και ακραίο. Η αποφυγή του κινδύνου ακούγεται ως κάτι πιο συνετό και εφικτό. Λέει στις δυτικές επιχειρήσεις ότι μπορούν ακόμα να συναλλάσσονται με την Κίνα — απλώς απαιτούνται κάποιες διασφαλίσεις.
Οι κίνδυνοι για τους οποίους ανησυχούν ΗΠΑ και ΕΕ μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τι παίρνει η Δύση από την Κίνα, και τι παίρνει η Κίνα από τη Δύση. Στην κορυφή της λίστας όσων «παίρνουν από μας» βρίσκεται η προηγμένη τεχνολογία με πιθανές στρατιωτικές χρήσεις. Οι περιορισμοί στις εξαγωγές ημιαγωγών που ανακοινώθηκαν από τις ΗΠΑ -την περασμένη εβδομάδα και από την Ιαπωνία- εμπίπτουν σ' αυτή την κατηγορία.
Την ίδια στιγμή που τα κράτη της G7 περιορίζουν την πρόσβαση της Κίνας σε κρίσιμες τεχνολογίες, προσπαθούν επίσης να απελευθερωθούν από όσα θεωρούν ως επικίνδυνες εξαρτήσεις από την Κίνα. Στην κορυφή αυτής της λίστας βρίσκονται οι σπάνιες γαίες και τα κρίσιμα ορυκτά ζωτικής σημασίας για την τεχνολογία μπαταριών και την πράσινη μετάβαση. Όπως σημείωσε η φον ντερ Λάιεν στην ομιλία της, η ΕΕ εισάγει το 97% του λιθίου της -κρίσιμου για την παραγωγή μπαταριών- από την Κίνα.
Μια άλλη εξάρτηση που πασχίζει να μειώσει η Δύση είναι το ότι πάνω από το 90% των προηγμένων ημιαγωγών της προέρχονται από την Ταϊβάν, το νησί που είναι ευάλωτο σε κινεζική εισβολή. Ο αμερικανικός νόμος του 2022 για τα μικροτσίπ παρείχε χρηματοδότηση 52 δισ. δολαρίων για την ενίσχυση της κατασκευή τους εντός ΗΠΑ.
Η θεωρία πίσω από το «ξε-ρισκάρισμα» είναι πλέον εύλογη και ξεκάθαρη. Η πρακτική, ωστόσο, είναι πολύ πιο θολή. Τρεις μεγάλες δυσκολίες αναδεικνύονται ήδη. Πρώτον, η σύγκρουση συμφερόντων εταιρειών και χωρών. Δεύτερον, η δυσκολία και το κόστος της μείωσης των εξαρτήσεων από την Κίνα. Τρίτον, μια επίμονη ασάφεια για τη φύση του ρίσκου: Ανησυχούμε για τον πολιτικό καταναγκασμό από την Κίνα ή ανησυχούμε πραγματικά για έναν πόλεμο;
Υπό κανονικές συνθήκες, η υποστήριξη εγχώριων εταιρειών που θέλουν να εξάγουν είναι βασικός στόχος των δυτικών κυβερνήσεων. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα στον κόσμο του «de-risking».
Την περασμένη εβδομάδα, ο Jensen Huang, διευθύνων σύμβουλος της Nvidia, ομίλου ημιαγωγών που εδρεύει στην Καλιφόρνια, προειδοποίησε για «τεράστια ζημιά» στις αμερικανικές εταιρείες εάν παρεμποδιστούν από το να πουλήσουν προηγμένα μικροτσίπ στην Κίνα. Αλλά οι Αμερικανοί αξιωματούχοι είναι αμετανόητοι. Επισημαίνουν ότι τα τσιπ της Nvidia είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης.
Λένε επίσης ότι η Κίνα θα μπορούσε εύκολα να χρησιμοποιήσει προηγμένη τεχνητή νοημοσύνη για κάθε είδους κακόβουλους στόχους, από την παραγωγή βιο-όπλων (ιδιαίτερο κινεζικό ενδιαφέρον, προφανώς) έως την πολιτική χειραγώγηση μέσω «βαθιά ψευδών» ειδήσεων. Η περαιτέρω αυστηροποίηση των περιορισμών στις εξερχόμενες επενδύσεις στην Κίνα, τόσο από την ΕΕ όσο και από τις ΗΠΑ, θα σημαίνει ότι περισσότερες δυτικές εταιρείες θα δοκιμάσουν στο μέλλον ελέγχους τύπου Nvidia.
Όμως ο περιορισμός των εξαγωγών και των κρίσιμων τεχνολογιών είναι προφανώς ένα παιχνίδι που παίζεται με δύο παίκτες. Έτσι, η Δύση προσπαθεί επίσης επειγόντως να μειώσει τις εξαρτήσεις της από την Κίνα σε κρίσιμους τομείς.
Οι απόψεις διίστανται για το πόσο εύκολο θα είναι αυτό. Η Liesje Schreinemacher, υπουργός Εμπορίου της Ολλανδίας, προειδοποίησε αυτή την εβδομάδα ότι η πράσινη μετάβαση της Ευρώπης θα είναι αδύνατη χωρίς την Κίνα, η οποία είναι μακράν ο μεγαλύτερος παγκόσμιος παραγωγός ηλιακών συλλεκτών, μπαταριών και των κρίσιμων ορυκτών που περιέχουν. Ένας αξιωματούχος των δυτικών μυστικών υπηρεσιών υποστηρίζει: «Χρειάστηκαν 30 χρόνια για να φτιαχτεί η εξάρτησή μας από την Κίνα για κρίσιμα ορυκτά και σπάνιες γαίες, ο ίδιος χρόνος θα χρειαστεί και για να απεξαρτηθούμε».
Αλλά ο Jason Matheny, πρόεδρος της Rand Corporation, ο οποίος εργάστηκε για την τεχνολογία και την εθνική ασφάλεια στον Λευκό Οίκο του Τζο Μπάιντεν, είναι πιο αισιόδοξος. Επισημαίνει ότι «οι σπάνιες γαίες στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο σπάνιες». Το πραγματικό κλειδί για την Κίνα είναι η επεξεργασία κρίσιμων ορυκτών, επιχείρηση συχνά πολύ βρόμικη. Ωστόσο, ορισμένες χώρες με σχετικά χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, όπως η Αυστραλία, φαίνονται έτοιμες να την αναλάβουν.
Η αναδυόμενη δυτική προσέγγιση για το «ξε-ρισκάρισμα» βασίζεται σε τρεις βασικούς πυλώνες: μείωση εξαρτήσεων από την Κίνα, περιορισμός της εξαγωγής τεχνολογιών, αλλά και συνέχιση της ενθάρρυνσης δυτικών εταιρειών να συναλλάσσονται με την τεράστια κινεζική αγορά. Πρόκειται για λίγο ή πολύ συνεκτική πολιτική, εφόσον ο κίνδυνος που αντισταθμίζεται είναι ο πολιτικός καταναγκασμός. Αλλά αρχίζει να καταρρέει εάν ο κίνδυνος είναι ένας πραγματικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ίσως για την Ταϊβάν. Ακρως ανησυχητικό ότι ορισμένοι Αμερικανοί αξιωματούχοι ανεβάζουν πια τις πιθανότητες στρατιωτικής σύγκρουσης στο 50% ή περισσότερο.
Εάν συμβεί αυτό, τότε οι δυτικές εταιρείες θα δεχτούν άμεση πίεση ώστε να αποχωρήσουν από την Κίνα. Για μια εταιρεία όπως η Apple, της οποίας τα προϊόντα παράγονται κυρίως στη νότια Κίνα, ή η Volkswagen, η οποία πραγματοποιεί τουλάχιστον τα μισά κέρδη της στην Κίνα, αυτό μπορεί να σημαίνει εταιρικό θάνατο.
Από την άλλη πλευρά, όπως λέει ένας δυτικός αξιωματούχος ασφαλείας: «Εάν γίνει πόλεμος με την Κίνα, ο αντίκτυπος στην παγκόσμια αγορά αυτοκινήτου θα είναι το μικρότερο από τα προβλήματά μας».