Η Ουκρανία μόλις σημείωσε έναν διπλωματικό θρίαμβο. Τώρα η χώρα δέχεται πιέσεις για να ακολουθήσει ένας στρατιωτικός θρίαμβος.
Μετά τις «επισημότητες» της συνόδου κορυφής της G7 στη Χιροσίμα, η προσοχή θα στραφεί ξανά στην ωμή πραγματικότητα του πολέμου στην ανατολική Ουκρανία. Η διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη που προσφέρθηκε στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι στη σύνοδο των G7 ήταν μια μεγάλη ώθηση για τον Ουκρανό πρόεδρο. Αλλά ο κίνδυνος είναι ότι θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία ως η κορύφωση της διεθνούς υποστήριξης για την Ουκρανία.
Οι Ουκρανοί γνωρίζουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να διατηρήσουν τη δυτική υποστήριξη είναι να σημειώσουν δραματική πρόοδο στο πεδίο της μάχης. Όμως οι ρωσικοί ισχυρισμοί ότι τελικά πήραν τον έλεγχο της, σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένης, πόλης Μπαχμούτ, όπου σημειώνονται σκληρές μάχες, υπογραμμίζουν πόσο δύσκολο μπορεί να είναι αυτό.
Στο ανακοινωθέν που εξέδωσε η G7 δεν υπήρξε καμία ένδειξη αυτής της διεθνούς πίεσης προς τον Ζελένσκι. Η ομάδα χρησιμοποίησε τη γνωστή φόρμουλα ότι θα στηρίξει την Ουκρανία για «όσο χρειαστεί». Αλλά το ανεπίσημο μήνυμα είναι λίγο πιο περίπλοκο: «Όσο χρειαστεί. Αλλά θα ήταν καλύτερα να μην πάρει πολύ καιρό».
Αυτή η αίσθηση του επείγοντος δεν αντικατοπτρίζει έλλειψη συμπάθειας για την Ουκρανία από τις βασικές δυτικές κυβερνήσεις. Αντίθετα, υπάρχει η ανησυχία ότι αν η πολυαναμενόμενη αντεπίθεση του Κιέβου αποτύχει να αντιστρέψει την κατάσταση στο πεδίο της μάχης, θα είναι δύσκολο για τους υποστηρικτές της χώρας να διατηρήσουν το σημερινό επίπεδο πολιτικής, οικονομικής και υλικοτεχνικής υποστήριξης.
Η αυξανόμενη πίεση στην Ουκρανία συνδέεται στενά με τις προεδρικές εκλογές του 2024 στις ΗΠΑ. Η ανάδειξη του Ντόναλντ Τραμπ ως επικρατέστερου Ρεπουμπλικάνου αυξάνει τον φόβο ότι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ θα αλλάξει ριζικά την πολιτική του απέναντι στην Ουκρανία. Ο Τραμπ έχει καυχηθεί ότι θα μπορούσε να τερματίσει τον πόλεμο σε μία μέρα, ένα μάλλον διαφορετικό μήνυμα από το «όσο χρειαστεί».
Ακόμη και μια προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές, στην οποία θα κυριαρχούσε ο Τραμπ, είναι πιθανό να υπονομεύσει ορατά τη διακομματική συναίνεση της Αμερικής για την Ουκρανία. Όλα τα είδη των επιχειρημάτων κατά της υποστήριξης του Κιέβου -από το κόστος του πολέμου έως τους κινδύνους κλιμάκωσης- θα λάβουν προβολή. Οι δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ δείχνουν ήδη κάποια μείωση της υποστήριξης προς την Ουκρανία.
Όλα αυτά δίνουν στον Βλαντιμίρ Πούτιν λόγο να ελπίζει ότι αν καταφέρει να συνεχίσει να πολεμά η Ρωσία για άλλους 18 μήνες, το «ιππικό» του Τραμπ μπορεί να εμφανιστεί στον ορίζοντα. Το Κρεμλίνο φλερτάρει ήδη έντονα με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ και τους υποστηρικτές του. Ο τελευταίος κατάλογος της Ρωσίας με τους Αμερικανούς στους οποίους έχουν επιβληθεί κυρώσεις περιλαμβάνει ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση με την Ουκρανία, αλλά βρίσκονται στην ανεπίσημη λίστα εσωτερικών εχθρών του Τραμπ -όπως ο Μπραντ Ράφενσπεργκερ, ο αξιωματούχος που αντιστάθηκε στις παρακλήσεις του Τραμπ να του «βρει» μερικές ακόμα ψήφους στη Γεωργία.
Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ παρέχουν το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής υποστήριξης στην Ουκρανία, η στάση της Ουάσιγκτον είναι κρίσιμη. Μια αλλαγή στην πολιτική ατμόσφαιρα στις ΗΠΑ θα διαρρεύσει αναπόφευκτα και στην Ευρώπη. Οι διαταραχές στην αγορά ενέργειας που προκάλεσε ο πόλεμος έχουν ήδη οδηγήσει τις ευρωπαϊκές χώρες να δαπανήσουν περίπου 800 δισ. ευρώ για ενεργειακές επιδοτήσεις. Η οικονομική δυσαρέσκεια θα μπορούσε να μεταφραστεί σε αυξανόμενη υποστήριξη λαϊκιστικών κομμάτων της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς που είναι φιλικά προσκείμενα προς τη Ρωσία.
Στη συνέχεια, υπάρχει το ζήτημα της προμήθειας όπλων. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρώπη έχουν σχεδόν αδειάσει τα αποθέματά τους σε κρίσιμα πυρομαχικά, όπως βλήματα πυροβολικού, στην προσπάθειά τους να στηρίξουν την Ουκρανία. Χωρίς να στραφούν σε μια πολεμική οικονομία, τα δυτικά εργοστάσια όπλων δεν μπορούν να συμβαδίσουν με τον ρυθμό της μάχης. Οι μάχες είναι τόσο έντονες που, όπως το θέτει ένας δυτικός πολιτικός, «οι Ουκρανοί καταναλώνουν σε ώρες ό,τι παράγουμε εμείς σε εβδομάδες». Οι δυτικοί αξιωματούχοι εθνικής ασφάλειας αναγκάστηκαν να κάνουν μαύρη εργασία ως έμποροι όπλων -γυρνώντας γύρω στις παγκόσμιες πρωτεύουσες, από τη Σεούλ έως το Ισλαμαμπάντ- για να αποσπάσουν νέες προμήθειες πυραύλων και άλλων όπλων που θα σταλούν στο μέτωπο.
Οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι οι προσπάθειές τους απέδωσαν και ότι η Ουκρανία διαθέτει πλέον αρκετό οπλισμό για να εξαπολύσει μια σοβαρή επίθεση. Αλλά το οπλοστάσιο της Δύσης φαίνεται τώρα αρκετά άδειο. Δεν θα αναπληρωθεί πλήρως μέχρι το 2024 -αν και μέχρι τότε οι Ουκρανοί θα μπορούν να αναπτύξουν τα μαχητικά αεροσκάφη που τους υποσχέθηκαν την περασμένη εβδομάδα.
Η τρέχουσα αντεπίθεση της Ουκρανίας είναι πιθανό να ξεκινήσει αθόρυβα, με μια σειρά αναγνωριστικών αποστολών που θα αναζητήσουν αδυναμίες στη ρωσική γραμμή. Αλλά η έκταση αυτών των ρωσικών αδυναμιών παραμένει ο μεγάλος «γνωστός άγνωστος» του πολέμου.
Ορισμένοι δυτικοί αξιωματούχοι, οι οποίοι έχουν συνεργαστεί στενά με το Κίεβο, πιστεύουν ότι οι Ουκρανοί έχουν πολλές πιθανότητες να διασπάσουν τις ρωσικές γραμμές και να απειλήσουν την Κριμαία. Άλλοι προειδοποιούν ότι οι Ρώσοι έχουν οχυρωθεί -και ότι τα χωρίς πείρα ουκρανικά στρατεύματα μπορεί να δυσκολευτούν να κερδίσουν έδαφος.
Οι απαισιόδοξοι φοβούνται ότι αν ο πόλεμος παραμείνει αδιέξοδος το επόμενο έτος, ο Πούτιν μπορεί να καταφέρει να κινητοποιήσει εκατοντάδες χιλιάδες νέους στρατιώτες για την επόμενη φάση της σύγκρουσης. Αν και οι Ουκρανοί έχουν υψηλότερο ηθικό και καλύτερη τακτική, η Ρωσία διαθέτει μεγαλύτερη δεξαμενή δυνητικών στρατιωτών.
Αλλά ακόμη και αν η Ουκρανία δεν καταφέρει να σημειώσει σημαντική πρόοδο και η δυτική υποστήριξη προς το Κίεβο αρχίσει να παραπαίει, αυτό δεν θα είναι το τέλος του ζητήματος. Ουκρανοί αξιωματούχοι επισημαίνουν ότι, σε αντίθεση με τους δυτικούς υποστηρικτές τους, δεν θα έχουν ποτέ την πολυτέλεια να αποχωρήσουν από τη σύγκρουση.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας Ντμίτρο Κουλεμπα αρέσκεται να παραθέτει ένα ρητό που αποδίδεται στον Τζον Λένον: «Όλα θα πάνε καλά στο τέλος. Αν δεν είναι καλά, δεν είναι το τέλος».