Η Τουρκία διενεργεί αύριο προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων θα καθορίσει τη μορφή της δημοκρατίας, της οικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Είναι μια ένδειξη της περιφερειακής δύναμης της Τουρκίας και του βάρους της στο ευρύτερο διεθνές σύστημα, πως οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις δυτικές πρωτεύουσες, στη Μόσχα, στη Μέση Ανατολή και αλλού παρακολουθούν με εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον.
Οι εκλογές πραγματοποιούνται σε μια χρονιά και μια ημέρα γεμάτα μνήμες για την σύγχρονη τουρκική ιστορία. Ήταν πριν από 100 χρόνια, τον Οκτώβριο του 1923, που δημιουργήθηκε η Τουρκική Δημοκρατία, βάζοντας τη χώρα σε έναν σε μεγάλο βαθμό κοσμικό πολιτικό δρόμο που έσπαγε τους δεσμούς με το οθωμανικό της παρελθόν. Αυτός ο δρόμος συνεχίστηκε μέχρι τη στροφή που πήρε υπό τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που βρίσκεται στην εξουσία από το 2003, προς ένα αυταρχικό, νεοϊσλαμιστικό στυλ εξουσίας που, για ορισμένους σχολιαστές, θυμίζει την περίοδο που κυριαρχούσαν οι σουλτάνοι.
Η 14η Μαΐου τυχαίνει να είναι η 73η επέτειος ενός άλλου μνημειώδους γεγονότος στην Τουρκία. Στις βουλευτικές εκλογές που διενεργήθηκαν εκείνη την ημέρα του 1950, το μετα-οθωμανικό πολιτικό κατεστημένο έχασε την εξουσία στις πιο ελεύθερες εκλογές που είχαν διενεργηθεί ως τότε στην ιστορία της χώρας. Την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Αντνάν Μεντερές, ηγέτης του αντιπολιτευτικού Δημοκρατικού κόμματος. Έμοιαζε με πρόοδο για την τουρκική δημοκρατία, αλλά δεν ήταν αποφασιστική: δέκα χρόνια αργότερα, έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Μεντερές, ο οποίος απαγχονίστηκε το 1961.
Αναμφίβολα η αντι-ερντογανική αντιπολίτευση ονειρεύεται μια νίκη όπως αυτή του 1950 το Σαββατοκύριακο. Αλλά πόσο πιθανό είναι αυτό, δεδομένης της κίνησης της Τουρκίας, υπό τον Ερντογάν, προς ένα αυταρχικό καθεστώς; Και ακόμα και αν η αντιπολίτευση κερδίσει, τι θα αλλάξει στην πράξη στην εσωτερική και διεθνή πολιτική της Τουρκίας;
Ψευδαίσθηση ίσων όρων ανταγωνισμού
Εκ πρώτης όψεως, θα είναι μια σκληρή εκλογική αναμέτρηση. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ηγέτης ενός εξακομματικού μπλοκ της αντιπολίτευσης, έχει πιθανότητες για μια οριακή νίκη στην προεδρική αναμέτρηση έναντι του Ερντογάν, ίσως σε έναν δεύτερο γύρο εκλογών στις 28 Μαΐου.
Στις βουλευτικές εκλογές, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν και οι εταίροι του φαίνεται να βρίσκονται σε μια παρόμοια αμφίρροπη αναμέτρηση, και είναι αβέβαιο αν αυτοί ή η αντιπολίτευση μπορούν να κερδίσουν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών.
Δυστυχώς, οι δημοσκοπήσεις λένε μόνο τη μισή ιστορία. Όπως γράφει η Νάταλι Τότσι, διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων της Ιταλίας, στην ιστοσελίδα Politico, «οι εκλογές στην Τουρκία θα διεξαχθούν σε ένα όλο και πιο αντιδημοκρατικό περιβάλλον».
Σε άρθρο του για το περιοδικό Foreign Policy, ο Στήβεν Κουκ υπερθεματίζει: «Από το 2003 ο Ερντογάν και το AKP έχουν υπονομεύσει, «λυγίσει» και διαμορφώσει τους πολιτικούς θεσμούς ώστε να διασφαλίσουν τη διατήρησή τους στην εξουσία… Η συντριπτική πλειοψηφία των κάποτε θορυβωδών, αν και όχι πάντα υπεύθυνων, μέσων ενημέρωσης μπορεί τώρα θα θεωρείται βέβαιο πως επαναλαμβάνουν την κυβερνητική γραμμή. Το δικαστικό σώμα που κάποτε ήταν το προπύργιο ενός κοσμικού εθνικιστικού κατεστημένου, τώρα αποτελεί προνόμιο των υποστηρικτών του AKP. «Οι εκκαθαρίσεις έχουν πλέον γίνει χαρακτηριστικό της τουρκικής πολιτικής».
Με άλλα λόγια, η ζυγαριά γέρνει από την αρχή κατά του Κιλιτσντάρογλου και της συμμαχίας της αντιπολίτευσης. Πράγματι, ένας υποψήφιος της αντιπολίτευσης ξεπέρασε την κυβερνητική πίεση και σημείωσε μια αξιοθαύμαστη νίκη στις εκλογές για τη δημαρχεία της Κωνσταντινούπολης το 2019. Αλλά το καίριο σημείο είναι πως αυτό το αποτέλεσμα, αν και υπενθυμίζει πως τα δημοκρατικά ένστικτα της τουρκικής κοινωνίας παραμένουν ζωντανά, δεν αμφισβήτησαν θεμελιωδώς την εξουσία του Ερντογάν σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, ο νικητής υποψήφιος, ο Εκρέμ Ιμάμογλου, καταδικάστηκε σε φυλάκιση τον Δεκέμβριο και ουσιαστικά αποκλείστηκε από την συμμετοχή στις φετινές προεδρικές εκλογές.
Άρα το ερώτημα είναι: αν έχανε τις προεδρικές εκλογές ο Ερντογάν, θα αποδέχονταν την ήττα; Ή θα έβρισκε κάποιον τρόπο για να ανατρέψει το αποτέλεσμα, μέσω δικαστικής παρέμβασης ή ανακαταμέτρησης ψήφων ή με κάποιον άλλον τρόπο;
Δεν είμαι καθόλου πεπεισμένος πως ο Ερντογάν είναι έτοιμος ή πρόθυμος να αποχωρήσει από ένα σύστημα τεράστιας προεδρικής εξουσίας το οποίο έχτισε για τον εαυτόν του.
Οι επιπτώσεις μιας νίκης Ερντογάν
Είναι δύσκολο να φανταστούμε οποιεσδήποτε συνθήκες υπό τις οποίες η επανεκλογή Ερντογάν θα είχε ως αποτέλεσμα μια πολιτική απελευθέρωση στο εσωτερικό της χώρας. Ένα περαιτέρω σφίξιμο των λουριών θα αύξανε τις εντάσεις μεταξύ της Τουρκίας και των δυτικών της συμμάχων, οι οποίες αυξάνονται σταθερά όσο περισσότερο βρίσκεται στην εξουσία.
Σε αυτή τη σύντομη επισκόπηση που έγινε για το think tank Centre for European Reform, ο Λουίτζι Σκατσιέρι συνοψίζει τις πιθανές επιπτώσεις μιας νίκης του Ερντογάν:
- Πιο δυνατές φωνές στην Ευρώπη για επίσημο τερματισμό της διαδικασίας ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, που βρίσκεται στη «βαθιά κατάψυξη» αλλά που και οι δυο πλευρές μέχρι στιγμής έχουν συμφέρον να υποκρίνονται πως συνεχίζεται.
- Μια αύξηση των εντάσεων μεταξύ της Άγκυρας, της Αθήνας και της Λευκωσίας, που μπορεί να οδηγήσει σε πίεση για περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομικές κυρώσεις στην Τουρκία, μετά από ένα πακέτο μάλλον περιορισμένων μέτρων που επιβλήθηκαν το 2020.
- Εντάσεις με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη για τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του πολέμου στην Ουκρανία.
- Ακόμα περισσότερες δυσκολίες με τη Δύση αν ο Ερντογάν διατηρήσει το βέτο επί της εισόδου της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Διαβάζοντας μια σειρά από σχολιασμούς για τις τουρκικές εκλογές, αισθάνομαι πως η ζοφερή πρόγνωση του Σκατσιέρι εκπροσωπεί την πλειοψηφούσα γνώμη. Υπάρχουν όμως και αυτοί που διαφωνούν, όπως ο Ιωάννης Αλέξιος Ζέπος, διακεκριμένος Έλληνας πρώην πρέσβης. Σε άρθρο του στην Athens Voice ο Ζέπος εκτιμά πως ο τρομερός σεισμός που έπληξε την Τουρκία τον Φεβρουάριο λειτούργησε ώστε να αμβλυνθούν οι εντάσεις μεταξύ της Άγκυρας και της Αθήνας, υπενθυμίζοντας και στις δυο πλευρές τις κοινές ανθρωπιστικές τους ανησυχίες.
Προσθέτει: «τολμώ να πω ότι ενδεχομένως η επανεκλογή του Προέδρου Ερντογάν και μία φιλική προς αυτόν τουρκική κυβέρνηση AKP θα δημιουργήσει ευνοϊκότερο κλίμα και σχετική ευχέρεια χειρισμών στην τουρκική πλευρά, σε αντίθεση με μία ολική αλλαγή στη γείτονα που θα φέρει στην εξουσία έναν νέο και φιλόδοξο Πρόεδρο και μία πολυκομματική ηγεσία που ενδεχομένως θα θέλει και θα πρέπει να αποδεικνύει σε κάθε βήμα της το πόσο αποφασιστική είναι στη διαχείριση των διαφόρων σοβαρών θεμάτων…».
Οι επιπτώσεις μιας νίκης της αντιπολίτευσης
Ο Ζέπος δεν είναι ο μόνος που αμφισβητεί το αν μια νίκη της αντιπολίτευσης θα μεταμορφώσει πραγματικά τις τουρκικές πολιτικές. Το θετικό είναι ότι σίγουρα θα υπήρχε ένα πιο δημοκρατικό πνεύμα στην εσωτερική πολιτική - αλλά αναρωτιέμαι αν, μόλις αναλάβει το αξίωμα, ο Κιλιτσντάρογλου θα υλοποιήσει πράγματι την υπόσχεσή του να καταργήσει την εκτελεστική προεδρία που εγκατέστησε ο Ερντογάν και να επιστρέψει την Τουρκία σε ένα πιο κοινοβουλευτικό σύστημα. Εξάλλου, θα χρειαστεί όλη τη δύναμη που μπορεί να συγκεντρώσει για να ξεπεράσει την αντίσταση των απομειναριών του ΑΚΡ στον κυβερνητικό μηχανισμό.
Ένας νέος πρόεδρος θα μπορούσε επίσης να υιοθετήσει πιο ορθολογικές οικονομικές πολιτικές, εγκαταλείποντας τις ιδιοσυγκρασιακές πρωτοβουλίες του Ερντογάν που εκτίναξαν τον πληθωρισμό και συμπίεσαν τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.
Όπως γράφουν στο Carnegie Europe οι Μαρκ Πιερίνι και Φραντσέσκο Σιτσάρντι, θα μπορούσε επίσης να καταλαγιάσουν οι εντάσεις μεταξύ της Τουρκίας και της Δύσης, αλλά όχι σε όλους τους τομείς.
Πάρτε για παράδειγμα την Κύπρο. Δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο πως οποιοσδήποτε νέος πρόεδρος ή κυβέρνηση στην Άγκυρα θα εγκατέλειπε την υποστήριξη της Τουρκίας προς το ψευδοκράτος, ή θα έκανε υποχώρηση ως προς την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στην ανατολική Μεσόγειο.
Ο Κιλιτσντάρογλου μπορεί να επιδιώξει μια συμφιλίωση με τον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ, γραμμή την οποία είχε ήδη υπονοήσει ο ίδιος ο Ερντογάν. Αυτό θα περιέπλεκε της σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ.
Όσον αφορά τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία, η σημερινή πολιτική «υπέρ του Κιέβου χωρίς να είναι ανοιχτά κατά της Μόσχας» μπορεί να παραμείνει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη. Οι αναπτυσσόμενοι οικονομικοί δεσμοί ωφελούν την Τουρκία: όχι μόνο απέφυγε να ενταχθεί στις δυτικές κυρώσεις κατά της Μόσχας, αλλά απολαμβάνει μια έκρηξη των εξαγωγών προς τη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Όλα αυτά αντανακλούν μια ευρέως διαδεδομένη άποψη μεταξύ των πολιτικών τάξεων της Τουρκίας ότι μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική -συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ, αλλά με άλλους τρόπους ισορροπημένης μεταξύ της Δύσης, της Ρωσίας, της Κίνας και άλλων δυνάμεων- εξυπηρετεί καλύτερα το εθνικό συμφέρον.
Η άποψη αυτή, με τη σειρά της, απορρέει από μακροχρόνιες αλλαγές στη στάση μεγάλου μέρους της τουρκικής κοινωνίας απέναντι στις ΗΠΑ, οι οποίες αντιμετωπίζονται πολύ λιγότερο ευνοϊκά από ό,τι πριν από μια γενιά, και στην ΕΕ, την οποία οι Τούρκοι θεωρούν τώρα ότι η χώρα τους έχει ελάχιστες πιθανότητες να ενταχθεί σύντομα.
Παρόλα αυτά, δεν θέλω να κλείσω το άρθρο αυτό δυσοίωνα. Όπως παρατηρούν οι Πιερίνι και Σιτσάρντι, ένα αδιαμφισβήτητα θετικό αποτέλεσμα μιας νέας τουρκικής κυβέρνησης θα ήταν σίγουρα ότι «θα αποκατασταθεί ένας επαγγελματικός και αξιοπρεπής διάλογος μεταξύ της Άγκυρας και των δυτικών πρωτευουσών. Αυτό θα αποτελούσε μεγάλη ανακούφιση για το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο, το Παρίσι και την Ουάσιγκτον».
Γενικά, μια εκλογική νίκη της αντιπολίτευσης, την οποία θα ακολουθούσε η αποχώρηση του Ερντογάν από την εξουσία, θα ήταν ένα πραγματικά εξαιρετικό γεγονός.
Θα συμβεί όμως;