Ενώ οι επενδυτές ανά τον κόσμο αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο πως η εποχή του εύκολου χρήματος έχει τελειώσει, υπάρχουν πολλοί ηγέτες που δεν το έχουν καταλάβει -και οι αγορές τούς τιμωρούν που ξοδεύουν αφειδώς στη νέα εποχή του περιορισμένου χρήματος.
Τη δεκαετία του 2010, όταν τα επιτόκια χτύπησαν ιστορικά χαμηλά, πολλοί λίγοι σπάταλοι τιμωρήθηκαν από τις αγορές -η Ελλάδα, η Τουρκία και η Αργεντινή κυρίως- για ακραία δημοσιονομική ή νομισματική ανευθυνότητα. Τώρα που ο πληθωρισμός επέστρεψε, τα επιτόκια αυξάνονται και τα επίπεδα χρέους έχουν αυξηθεί παγκοσμίως, οι επενδυτές βάζουν στο στόχαστρο μια επεκτεινόμενη λίστα χωρών.
Οι αγορές έχουν αναγκάσει σε αλλαγή πολιτικής, ή τουλάχιστον τόνου, φέτος χώρες από το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τη Βραζιλία, τη Χιλή, την Κολομβία, την Γκάνα, την Αίγυπτο, το Πακιστάν, ακόμα και την πεισματικά λαϊκιστική Ουγγαρία. Αυτό που είχαν κοινό οι χώρες αυτές ήταν το σχετικά υψηλό χρέος και τα διευρυνόμενα δίδυμα ελλείμματα -κρατικά και εξωτερικά- σε συνδυασμό με ανορθόδοξες πολιτικές που ήταν πιθανό να επιδεινώσουν ακόμα περισσότερο τα βάρη αυτά.
Αλλά το ακριβό χρήμα ήρθε για να μείνει. Η λίστα με τους στόχους θα συνεχίσει να αυξάνεται. Καμία χώρα πιθανότατα δεν θα είναι στο απυρόβλητο, ούτε καν οι ΗΠΑ, που είχαν από τα υψηλότερα δίδυμα ελλείμματα στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Η νέα διάθεση συχνά περιγράφεται ως η επιστροφή των «βιτζιλάντες των αγορών ομολόγων», λες και περιορίζεται στους επενδυτές ομολόγων και σε «φονταμενταλιστές της αγοράς». Αλλά το ακριβό χρήμα σφίγγει τον κλοιό του σε όλες τις αγορές ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών και του συναλλάγματος, τιμωρώντας τις κυβερνήσεις της δεξιάς και της αριστεράς και θέτοντας ένα πρακτικό ερώτημα αναφορικά με το αν οι χώρες μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους χωρίς εύκολο χρήμα.
Η συντηρητική πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Λιζ Τρας αναγκάστηκε να αποχωρήσει τον Οκτώβριο, αφού οι αγορές αντέδρασαν στις μη χρηματοδοτούμενες φορολογικές περικοπές της με πτώση της λίρας. Ο διάδοχός της ακύρωσε την ατζέντα της. Αμέσως μετά, τα σχέδια δαπανών του αριστερού δημεγέρτη Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, επερχόμενου προέδρου της Βραζιλίας, προκάλεσαν ξεπούλημα.
Όταν ο Λούλα απέδωσε την αντίδραση αυτή σε «κερδοσκόπους» και όχι σε «σοβαρούς ανθρώπους», οι αγορές ανέβασαν τα πραγματικά επιτόκια της Βραζιλίας, τα οποία ήταν ήδη μεταξύ των υψηλότερων στον κόσμο. Οι βοηθοί του Λούλα προσπάθησαν να αποδυναμώσουν τα σχόλιά του. Οι συνάδελφοί του σοσιαλιστές, που βρίσκονται σε άνοδο σε όλη τη Λατινική Αμερική, είναι επίσης στόχοι.
Ο πρώτος αριστερός πρόεδρος της Κολομβίας, ο Γκουστάβο Πέτρο, ήρθε υποσχόμενος δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση, μια θέση εργασίας στο δημόσιο για κάθε άνεργο και απεξάρτηση της οικονομίας από το πετρέλαιο. Τηρώντας επιφυλάξεις για το αν ο Πέτρο μπορεί να πληρώσει τις νέες παροχές με λιγότερα έσοδα από το πετρέλαιο, οι επενδυτές ξεφορτώθηκαν το πέσο, αναγκάζοντας τον υπουργό Οικονομικών του να διαβεβαιώσει την αγορά ότι «δεν θα κάνει τρελά πράγματα».
Ο Γκάμπριελ Μπόριτς έγινε πρόεδρος της Χιλής, προωθώντας ένα νέο σύνταγμα γεμάτο με υποσχέσεις που πολλοί θεώρησαν «ουτοπικές», όπως δωρεάν υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και στέγαση. Οι επενδυτές τράπηκαν σε φυγή και το πέσο έπεσε κατά 30% σε μόλις έξι εβδομάδες, φουντώνοντας την αντίθεση στο σύνταγμα, το οποίο οι ψηφοφόροι απέρριψαν με συντριπτική πλειοψηφία σε δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου. Ο Μπόριτς αναγκάστηκε να στρέψει το ριζοσπαστικό υπουργικό του συμβούλιο σκληρά προς το κέντρο.
Την τελευταία δεκαετία, τα χαμηλά επιτόκια έκαναν τον δανεισμό τόσο εύκολο και την κρατική χρεοκοπία τόσο σπάνια, ώστε πολλές κυβερνήσεις τόλμησαν να ζήσουν πέρα από τις δυνατότητές τους. Τώρα, καθώς το κόστος δανεισμού και τα ποσοστά αθέτησης αυξάνονται, τους επιβάλλεται αλλαγή, ξεκινώντας από τα λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη που είναι πιο ευάλωτα στους ξένους πιστωτές.
Μία από αυτές είναι η Αίγυπτος, που κυβερνάται από τον Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι. Καθώς οι αγορές πίεζαν την Αίγυπτο να υποτιμήσει το νόμισμά της και να μειώσει το δίδυμο έλλειμμά της για να εξασφαλίσει τη βοήθεια του ΔΝΤ, οι εθνικές αρχές αντιστάθηκαν επί μήνες. Όταν τελικά υποχώρησαν, η υποτίμηση ήταν μαζική -πάνω από 20%. Η Γκάνα, επίσης, αντιστάθηκε στη βοήθεια του ΔΝΤ και στους όρους του για οικονομική πειθαρχία ως προσβλητικούς για αυτό το «περήφανο έθνος». Αλλά καθώς οι αγορές έπλητταν το γκανέζικο σέντι, τροφοδοτώντας τις εκκλήσεις για παραίτηση του προέδρου άνα Ακούφο-Άντο, εκείνος υποχώρησε και ζήτησε τη βοήθεια του ΔΝΤ.
Από το Πακιστάν έως την Ουγγαρία, οι αγορές ανάγκασαν τις κεντρικές τράπεζες που πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ξεφύγουν με χαμηλά πραγματικά επιτόκια να επιστρέψουν στην οικονομική ορθοδοξία και να συνεχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια. Η Ουγγαρία επέβαλε έκτακτη αύξηση των επιτοκίων και οι βοηθοί του δεξιού πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν, ο οποίος έχτισε τη βάση του αψηφώντας την Ευρώπη, υποσχέθηκαν περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων για να τύχουν οικονομικής βοήθειας από την ΕΕ.
Οι αγορές θα ανταμείψουν την πειθαρχία. Μεταξύ εκείνων που τιμωρήθηκαν από αυτές τη δεκαετία του 2010, η Αργεντινή και η Τουρκία, επέμειναν σε ανορθόδοξες πολιτικές και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τιμωρητικά υψηλό κόστος δανεισμού. Η Ελλάδα ακολούθησε ορθόδοξες μεταρρυθμίσεις και είναι και πάλι δανειολήπτης με καλή παγκόσμια θέση.
Μόνο που τώρα, η πειθαρχία έχει πιο αυστηρή έννοια. Είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ που δημιουργούν υποχρεώσεις τρισεκατομμυρίων για το Medicare και την κοινωνική ασφάλιση είτε για την Ευρώπη που χορηγεί επιδοτήσεις για την ενέργεια, ακόμη και οι υπερδυνάμεις δεν είναι φρόνιμο να δανείζονται σαν τα χρήματα να είναι ακόμη δωρεάν. Στη νέα εποχή του ακριβού χρήματος, οι αγορές μπορούν να στραφούν γρήγορα εναντίον αυτών που ξοδεύουν αφειδώς, όσο πλούσιοι κι αν είναι.
* Ο συγγραφέας του άρθρου είναι πρόεδρος του Rockefeller International