Το βράδυ της Τρίτης θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερο για τον Τζο Μπάιντεν. Οι προβλέψεις έλεγαν ότι οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ θα προκαλέσουν κόκκινο κύμα, ακόμη και «τσουνάμι». Και τελικά ήταν ένα κυματάκι μέτριο, στα ίδια κυβικά με περασμένες ενδιάμεσες εκλογές.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι Δημοκρατικοί είχαν περισσότερες από ποτέ πιθανότητες να επικρατήσουν στη Γερουσία και κάπως λιγότερες να διατηρήσουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Όποιο κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα, που θα μπορούσε να πάρει μέρες για να διαμορφωθεί, ο Μπάιντεν έχει αποφύγει το Βατερλό που βίωσε τόσο ο Μπαράκ Ομπάμα όσο και ο Μπιλ Κλίντον, οι Δημοκρατικοί προκάτοχοί του. Στη σημερινή θλιβερά πολωμένη Αμερική, αυτό μετριέται για νίκη.
Θα υπάρξει άπλετος χρόνος για να διερευνήσουμε αυτή τη -για ακόμη μια φορά- μέτρια επίδοση της αμερικανικής βιομηχανίας δημοσκοπήσεων. Ήταν πλήγμα και για τη φήμη κορυφαίων ιστοτόπων συγκέντρωσης και ανάλυσης δεδομένων, όπως το FiveThirtyEight του Nate Silver. Τα μοντέλα τους παρασύρθηκαν από μια πλημμύρα δεξιόστροφων κομματικών δημοσκοπήσεων.
Τα «σπασικλάκια» φαίνεται πως χάνουν τη φόρμα τους. Όποια κι αν είναι η τελική κατανομή της λείας στο Κογκρέσο, αλλά και εκατοντάδων πολιτειακών αξιωμάτων σε ολόκληρη την Αμερική, μπορούν να εξαχθούν τρία συμπεράσματα.
Το πρώτο είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πιο αδύναμος απ' ό,τι υποδηλώνουν οι δημοσκοπήσεις. Λίγο πριν κλείσουν τα εκλογικά τμήματα, είπε: «Λοιπόν, αν κερδίσουν [οι Ρεπουμπλικάνοι], όλα τα μπράβο θα είναι δικά μου. Αν χάσουν, δεν θα φταίω σε τίποτα». Είναι αλήθεια ότι οι πιο ακραίοι υποψήφιοι που υποστήριξε ο Τραμπ τα πήγαν χειρότερα από τον μέσο Ρεπουμπλικανό. Αυτό αφορά και τον Νταγκ Μαστριάνο, τον εκλεκτό του για κυβερνήτη της Πενσιλβάνια που δεν αναγνωρίζει τις εκλογές του 2020, και τον Ντάνιελ Κοξ που προόριζε για κυβερνήτη του Μέριλαντ και τον Ντον Μπόλντουκ για έδρα στη Γερουσία του Νιου Χαμσάιρ.
Από τους υποψήφιους που υποστηρίχθηκαν από τον Τραμπ και κέρδισαν, συμπεριλαμβανομένου του Τζ. Ντι Βάνσε για τη Γερουσία του Οχάιο, οι περισσότεροι απομακρύνθηκαν από τις πιο ακραίες θέσεις του Τραμπ μόλις κέρδισαν το χρίσμα του κόμματός τους. Το ίδιο ισχύει και για τον Μπλέικ Μάστερς, ο οποίος φαινόταν έτοιμος να χάσει την αναμέτρηση για την έδρα στη Γερουσία της Αριζόνας.
Το πιο δυσοίωνο για τον Τραμπ, ωστόσο, ήταν η πανηγυρική επανεκλογή του Ρον Ντε Σάντις ως κυβερνήτη της Φλόριντας. Ο Ντε Σάντις, τον οποίο ο Τραμπ έχει αποκαλέσει με το παρατσούκλι «ΝτεΣανκτιμόνιους» [DeSanctimonious, ενν. δαιμόνιος, θεομπαίχτης], είναι ο πιο δυνατός αντίπαλος του Τραμπ για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών το 2024. Αν και δεν έχει δοκιμαστεί έξω από τη Φλόριντα, ο Ντε Σάντις έχει γίνει κυρίαρχος της συντηρητικής πολιτικής «anti-woke» [δηλ. κόντρα στην υπερβολική ή επιτηδευμένη πολιτική ορθότητα] μέσω επιθέσεών του σε φιλελεύθερες ενώσεις εκπαιδευτικών και της περιφρόνησής του για τους ομοσπονδιακούς κανονισμούς για τον Covid-19.
Ίσως ο ισχυρότερος δείκτης της δυναμικής του Ντε Σάντις στους Συντηρητικούς είναι ο χαρακτηριστικός απειλητικός τρόπος με τον οποίο μιλά πια γι' αυτόν ο Τραμπ: «Θα σας έλεγα πράγματα γι' αυτόν [τον Ντε Σάντις] που δεν είναι πολύ κολακευτικά», είπε ο Τραμπ τη Δευτέρα. «Ξέρω περισσότερα γι' αυτόν από οποιονδήποτε -εκτός ίσως από τη γυναίκα του».
Ο Μπάιντεν μπορεί να προσδοκά κάποια παράπλευρα κέρδη από την πολιτική αδελφοκτονία που πιθανώς θα διαπραχθεί μεταξύ του δημιουργού του κινήματος Maga [Make America Great Again] και του ολοένα και πιο ανυπόμονου διαδόχου του.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ο Μπάιντεν συνεχίζει να υπερβαίνει τις χαμηλές προσδοκίες. Η πρόσφατη αίσθηση είναι ότι εξασθενεί ως πρόεδρος και ξεθωριάζει ως υποψήφιος. Το πρώτο είναι δύσκολο να στοιχειοθετηθεί, καθώς οι νομοθετικές του επιδόσεις σε δύο χρόνια είναι αρκετά καλύτερες από την οκταετία Κλίντον, αλλά και από τη θητεία Ομπάμα.
Η παρουσία του Μπάιντεν στις προεκλογικές συγκεντρώσεις - και η σχετική σπανιότητα με την οποία προχώρησε την εκστρατεία από τον Σεπτέμβριο - είναι κάτι που θέλει ψάξιμο. Αλλά αυτό ισχύει για το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής σταδιοδρομίας του. Η κάστα των ειδικών αναλυτών στην Αμερική συχνά υπερεκτιμά την αξία της ρητορικής δεινότητας. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι με ποσοστό αποδοχής λίγο πάνω από το 40%, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Gallup, δεν υπήρξε μεγαλύτερη ζημιά στην προσέλευση των ψηφοφόρων του κόμματός του.
Τίποτα απ' αυτά δεν υποσκελίζει το γεγονός ότι ακόμη και μια ισχνή πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή, που εξακολουθεί να είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα, θα διαταράξει καίρια την προεδρία Μπάιντεν - το τρίτο συμπέρασμα από τη νύχτα της Τρίτης.
Ο Κέβιν Μακάρθι, ο πιθανός επόμενος Πρόεδρος της Βουλής, έχει καταστήσει σαφές ότι σχεδιάζει να θάψει τον Λευκό Οίκο με κλητεύσεις. Θα ξεκινήσει έρευνες στη Βουλή για υποτιθέμενη συγκάλυψη της θεωρίας «διαρροής από εργαστήριο» αναφορικά με την προέλευση του Covid στη Γουχάν, για τη χαοτική απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν από πλευράς Μπάιντεν πέρυσι, για τη θεωρούμενη καπηλεία του οικογενειακού ονόματος από τον γιο Χάντερ Μπάιντεν και για τον ρόλο του Υπουργείου Δικαιοσύνης στην έρευνα για τον Τραμπ.
Ο ΜακΚάρθι θα δεχτεί επίσης έντονη πίεση από τα δεξιά ώστε να παραπέμψει τον Μπάιντεν, σε μια ρεβάνς για τις δύο παραπομπές Τραμπ από τους Δημοκρατικούς στη Βουλή. Δεν είναι σαφές για ποια εγκλήματα ή αδικήματα θα κατηγορηθεί ο Μπάιντεν.
Τα περισσότερα απ' αυτά θα είναι απλώς θέατρο. Εάν οι Δημοκρατικοί διατηρήσουν τον έλεγχο της Γερουσίας, τέτοια μέτρα τελικά δεν θα φτάσουν πουθενά. Εάν χάσουν τον έλεγχο, ο Μπάιντεν μπορεί να ασκεί βέτο σε κάθε νομοσχέδιο που έχει πλειοψηφία κάτω των δύο τρίτων, κάτι αδιανόητο στη σημερινή Ουάσιγκτον.
Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, ο Μπάιντεν θα διατηρήσει απόλυτη ελευθερία. Για τους συμμάχους της Αμερικής, ιδιαίτερα στον συνασπισμό που υποστηρίζει τον αγώνα της Ουκρανίας εναντίον της Ρωσίας, αυτό θα είναι κάποια παρηγοριά. Αλλά θα κρατήσει μόνο για τα επόμενα δύο χρόνια.
Ύστερα - ως είθισται στη σημερινή Αμερική - θα πέσουν καινούρια στοιχήματα.