Τα «τύμπανα» της αποσύνδεσης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας έφτασαν στο κρεσέντο τους την περασμένη εβδομάδα καθώς ο πρόεδρος Joe Biden εξέδωσε εκτελεστικό διάταγμα που έλεγε στην Επιτροπή Εξωτερικών Επενδύσεων στις ΗΠΑ να ενισχύσουν τον έλεγχο των διασυνοριακών συμφωνιών σε ευαίσθητους τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η κβαντική πληροφορική και η βιοτεχνολογία.
Το διάταγμα δεν ανέφερε συγκεκριμένα την Κίνα, αλλά ήταν ξεκάθαρα μέρος μιας αυξανόμενης προσπάθειας από τον Λευκό Οίκο να διαχωρίσει τις εφοδιαστικές αλυσίδες και τις χρηματαγορές των ΗΠΑ από την κινεζική επιρροή.
Είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι με την κίνηση αυτή, ή με την αποσύνδεση γενικότερα, ήρθε η ώρα η Αμερική να αποκτήσει μια πολύ πιο ολοκληρωμένη στρατηγική για το πώς να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Οι σινοαμερικανικές εντάσεις έχουν αυξηθεί σε ανησυχητικά επίπεδα, ιδιαίτερα γύρω από το ζήτημα της Ταϊβάν.
Την περασμένη εβδομάδα, η επιτροπή εξωτερικών σχέσεων της Γερουσίας ενέκρινε νομοσχέδιο για την παροχή 6,5 δισ. δολαρίων σε άμεση στρατιωτική βοήθεια στη χώρα, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να βοηθήσει τη νήσο-κράτος –που παράγει το 92% των high end ημιαγωγών παγκοσμίως- να υπερασπιστεί την κυριαρχία του.
Ο δρόμος προς την ψήφιση του νομοσχεδίου και της παροχής της οικονομικής αρωγής δεν είναι ξεκάθαρος. Αλλά η κίνηση, μαζί με τις συζητήσεις για νέες κυρώσεις κατά της Κίνας για να αποτραπεί μια δυνητική επίθεση στην Ταϊβάν, πιέζουν τα γεωπολιτικά «κόκκινα κουμπιά» σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμα αναπτύξει κάποιο λεπτομερές σχέδιο δράσης για την οικονομική επίπτωση μιας τέτοιας σύρραξης, ή ακόμα και για την συνεχιζόμενη αποσύνδεση της οικονομίας των ΗΠΑ από αυτήν της Κίνας.
Στην Ουάσινγκτον, αυξάνονται οι φόβοι πως το Πεκίνο σχεδιάζει στρατιωτική επέμβαση και πως η Αμερική κινδυνεύει να εμπλακεί σε μια διελκυστίνδα μεταξύ Πεκίνου και Ταϊπέι στα Στενά της Ταϊβάν. Αλλά τι θα συνέβαινε αν οι εφοδιαστικές αλυσίδες και οι χρηματοοικονομικές ροές μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας κοπούν αύριο; Ποιο είναι το σχέδιο της πρώτης ημέρας;
Κανένας με τον οποίον έχω μιλήσει από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα δεν έχει μια ξεκάθαρη και ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Η κυβερνητική προσέγγιση μέχρι στιγμής εμπίπτει σε δυο κατηγορίες: αντίποινα στις κινήσεις της Κίνας, που αφορούν σε δασμούς και κυρώσεις, ή μια ευρύτερη αλλά κάπως ασαφή προσέγγιση από την κορυφή προς τη βάση ως προς το πώς να ανοικοδομηθεί η βιομηχανική βάση στο αμερικανικό έδαφος.
Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ έκανε περισσότερο το πρώτο. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ξεκαθαρίσει πως θέλει να επικεντρώσει την κυβερνητική προσοχή στην προστασία της εθνικής ασφάλειας και στη δημιουργία περισσότερης ανθεκτικότητας και πλεονασμάτων στο εσωτερικό και περιφερειακά με εταίρους (“friend-shoring”), σε στρατηγικούς τομείς όπως οι ημιαγωγοί, οι «πράσινες» μπαταρίες, τα βασικά μεταλλεύματα και ο φαρμακευτικός τομέας. Αυτό είναι σημαντικό και αναγκαίο. Αλλά τώρα τόσο οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, όσο και οι επιχειρήσεις, χρειάζεται να καταλήξουν πραγματικά στο τι σημαίνει αυτό στην πραγματικότητα.
Τι θα σήμαινε, για παράδειγμα, αν η Κίνα ξαφνικά σταματήσει να εξάγει βασικά συστατικά φαρμάκων στις ΗΠΑ; Υπάρχει ένας ολοκληρωμένος κατάλογος με τα σημαντικότερα συστατικά, ποιες εταιρείες τα χρησιμοποιούν, πού μπορούν να εντοπιστούν γρήγορα εναλλακτικές προμήθειες, τι ποσοστό των καταναλωτικών αναγκών θα κάλυπταν και πόσο γρήγορα (και με τι κόστος) θα μπορούσαν να κατασκευάσουν νέες προμήθειες οι βιομηχανίες είτε στις ΗΠΑ ή σε συμμαχικά κράτη;
Ομοίως, πώς θα κάλυπταν τη ζήτηση για τσιπ οι ΗΠΑ (και ο κόσμος) αν η Κίνα εισέβαλε στην Ταϊβάν; Θα υπήρχε στρατιωτική αντεπίθεση; Είναι δυνατόν να καταστραφούν χυτήρια στο νησί; Υπάρχουν σχέδια για το ποια τμήματα του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα θα μπουν σε προτεραιότητα στην περίπτωση μιας μεγάλης και άμεσης έλλειψης προμηθειών ημιαγωγών;
Αυτά είναι τρομερά άβολα ερωτήματα και δεν εκπλήσσει που λίγοι θέλουν να τα θέσουν. Αλλά είναι αυτά ακριβώς που πρέπει να ρωτάμε, ιδιαίτερα δεδομένου ότι ο Κινέζος ηγέτης Σι –που πιθανότατα θα διοριστεί για τρίτη θητεία στο συνέδριο του Κομμουνιστικού κόμματος στα μέσα Οκτωβρίου- έχει ξεκαθαρίσει πως η εθνική ασφάλεια, ακόμα περισσότερο από την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας, είναι η κορυφαία του προτεραιότητα.
Η Κίνα θα μπορούσε να έχει πολλά να χάσει αν αποσυνδεθούν γρήγορα το εμπόριο και οι κεφαλαιακές ροές. Αλλά οι ΗΠΑ έχουν να χάσουν εξίσου πολλά, αν όχι περισσότερα, και είναι λιγότερο προετοιμασμένες για την πιθανότητα.
Το Πεκίνο ήδη εφαρμόζει ενεργά μια στρατηγική «Οχυρό Κίνα» για να γίνει αυτάρκης στα πιο ουσιώδη αγαθά και τεχνολογίες. Οι ΗΠΑ έχουν πει πως θέλουν το ίδιο. Ωστόσο μια από τις πραγματικότητες της αποκεντρωμένης, ιδιωτικοποιημένης οικονομίας της Αμερικής είναι πως είναι δύσκολο να χαρτογραφηθεί ο κίνδυνος. Το υπουργείο Άμυνας μπορεί να έχει κάποια αντίληψη της προέλευσης όλων των εξαρτημάτων ενός μαχητικού αεροσκάφους F-35. Αλλά αμφιβάλλω αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής κατανοούν συνολικά την εφοδιαστική αλυσίδα ακόμα και στους σημαντικότερους μη αμυντικούς τομείς, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα ή τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα.
Αυτό δεν σημαίνει πως οι ΗΠΑ θα πρέπει να αντιγράψουν την από πάνω προς τα κάτω προσέγγιση που ακολουθεί το Πεκίνο ως προς την οικονομική ανάπτυξη –όπως έχω υποστηρίξει σε προηγούμενα άρθρα, η αποκέντρωση αποτελεί ένα ισχυρό σημείο για τις ΗΠΑ σε όρους καινοτομίας. Αλλά σε έναν κόσμο που αποσυνδέεται, δεν είναι καλή ιδέα να αυξάνεις το διακύβευμα σε επίπεδο ασφάλειας χωρίς να έχεις ένα γερό σχέδιο για το τι θα συμβεί στην περίπτωση πολέμου, πραγματικού ή οικονομικού.
Οι ΗΠΑ θα πρέπει να διορίσουν έναν ‘τσάρο ανθεκτικότητας’ σε επίπεδο Λευκού Οίκο (ένα μη κομματικό πρόσωπο με υπόβαθρο στα logistics ή στην επιχειρηματική συνέχεια) –όπως επίσης έχω υποστηρίξει σε προηγούμενα άρθρα- για να θέτει τα σωστά ερωτήματα και να διασφαλίζει την ετοιμότητα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Χρειαζόμαστε μια πολύ καλύτερη κατανόηση των οικονομικών επιπτώσεων της αποσύνδεσης, είτε αυτή συμβεί σταδιακά ή ξαφνικά. Δεν πρέπει να χτυπάμε τα τύμπανα του πολέμου χωρίς να κατανοούμε τι μπορεί να φέρουν.