Μια παγκόσμια πανδημία, ένας μεγάλος πόλεμος στην Ευρώπη — και τα δύο ήταν κίνδυνοι που έμοιαζαν σχεδόν αδιανόητοι, έως ότου συνέβησαν. Τώρα, οι εντάσεις με την Κίνα που προκλήθηκαν από το ταξίδι της προέδρου της Βουλής των ΗΠΑ Νάνσυ Πελόζι στην Ταϊβάν, λίγους μόλις μήνες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ανάγκασαν τις επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν την πιθανότητα ένας κίνδυνος που από καιρό θεωρείται μακρινό ενδεχόμενο, τελικά να υλοποιηθεί: Μια σύρραξη ΗΠΑ-Κίνας, ή κάτι σαν σύρραξη.
Οι εταιρείες αντιμετωπίζουν μια ραγδαία αλλαγή νοοτροπίας. Στη μεταψυχροπολεμική εποχή και μετά την ένταξη του Πεκίνου στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, όταν επικρατούσε η πεποίθηση ότι η εμβάθυνση του εμπορίου με τη Δύση θα μπορούσε να φέρει την Κίνα στη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, οι επιχειρήσεις συνήθισαν να λειτουργούν σε ένα ευνοϊκό παγκόσμιο περιβάλλον. Προτεραιότητα θα μπορούσαν να έχουν καθαρά οικονομικά ζητήματα —εκεί όπου ήταν πιο εμπορικά λογική η κατασκευή ενός εργοστασίου ή η αγορά προμηθειών.
Με την ανάδυση του Πεκίνου ως γεωπολιτικού αντιπάλου, τα ζητήματα ασφάλειας υπερισχύουν και πάλι των οικονομικών. Οι δυτικές κυβερνήσεις θεωρούν πλέον ζωτικής σημασίας τη δημιουργία αλυσίδων εφοδιασμού που βασίζονται λιγότερο σε πιθανούς εχθρούς όπως η Κίνα και αντ' αυτών σε στρατηγικούς συμμάχους - το λεγόμενο friendhoring. Ο κόσμος των επιχειρήσεων, ο οποίος έχει επενδύσει πολλά -από όλες τις απόψεις- στο προηγούμενο status quo, έχει υποτιμήσει την έκταση της αλλαγής στον τρόπο σκέψης του κράτους.
Στην πραγματικότητα, οι εμπορικοί δασμοί που επέβαλε ο Ντόναλντ Τραμπ στο Πεκίνο, η καταστολή της δημοκρατίας από την Κίνα στο Χονγκ Κονγκ και η δίωξη των Ουιγούρων στη Σιντζιάνγκ είχαν ωθήσει εδώ και χρόνια πολλές εταιρείες να αρχίσουν να επανεξετάζουν την εξάρτησή τους από την Κίνα. Η πανδημία, επίσης, τους ώθησε να επανεξετάσουν την εξάρτηση από μεμονωμένους προμηθευτές για κρίσιμα εξαρτήματα και να εργαστούν για να κάνουν τις αλυσίδες εφοδιασμού πιο ισχυρές.
Η πίεση για αποχώρηση από τη Ρωσία μετά την επίθεσή της στην Ουκρανία έχει πλέον αναγκάσει σχεδόν κάθε αμερικανική εταιρεία να αντιμετωπίσει το ερώτημα του τι θα έκανε εάν η Κίνα εισέβαλε στην Ταϊβάν. Η αποχώρηση της McDonald's από τη Μόσχα - όπου η άφιξή της το 1990 ήταν μια κομβική στιγμή για την πρόοδο της παγκοσμιοποίησης – είχε βαρύ συμβολισμό. Οι δυτικές εταιρείες έχουν καταλάβει ότι μια κρίση αναφορικά με την Ταϊβάν θα μπορούσε ομοίως να οδηγήσει σε εγκλωβισμό, διάλυση ή διαγραφή επενδύσεων να οδηγήσει σε χάος τις αλυσίδες εφοδιασμού, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα.
Σε αντίθεση με τη Ρωσία, η Κίνα, μαζί με την Ταϊβάν - η οποία φτιάχνει το 90% των πιο προηγμένων ημιαγωγών στον κόσμο - είναι ταυτόχρονα ένας κρίσιμος κόμβος παραγωγής και μια τεράστια αγορά. Οτιδήποτε ανάγκαζε τις δυτικές επιχειρήσεις να παγώσουν ή να αποσυρθούν από τις δραστηριότητες εκεί θα ήταν ένα τιμωρητικό διπλό πλήγμα.
Όπως έχουν ήδη ανακαλύψει πολλές εταιρείες, είναι δύσκολο να αντικατασταθεί η Κίνα σε πολλούς κλάδους. Οι προσπάθειες δημιουργίας αλυσίδων εφοδιασμού εντός συγκεκριμένων μπλοκ έχουν επίσης αντιμετωπίσει προβλήματα. Ακόμη και απλά προϊόντα μπορούν να περιλαμβάνουν εκατοντάδες παγκόσμιες εισαγωγές. Η ολοκληρωτική «αποσύνδεση» δυτικών εταιρειών από την Κίνα, υπό τον φόβο μελλοντικών τριβών ή συγκρούσεων, είναι αδύνατη και ανεπιθύμητη. Θα ανέβαζε το κόστος και θα αποδυνάμωνε τις δυτικές οικονομίες.
Αλλά οι πολυεθνικές δεν θα πρέπει απλώς να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η μείωση της έκθεσης της Κίνας είναι πολύ δύσκολη και να ελπίζουν ότι το Πεκίνο θα βρει μια ειρηνική λύση με τις ΗΠΑ για την Ταϊβάν. Η προσπάθεια του Κρεμλίνου να επανασχεδιάσει τα ευρωπαϊκά σύνορα έχει δείξει τους κινδύνους του ευσεβούς πόθου. Οι εταιρείες που αντλούν σημαντικό μέρος των εσόδων και των κερδών τους από την Κίνα πρέπει να βρουν τρόπους, όπου είναι δυνατόν, να αντισταθμίσουν την έκθεση σε αυτήν την αγορά.
Οι επενδυτές θα πρέπει να απαιτήσουν περισσότερη δημοσιοποίηση στοιχείων σχετικά με την ευπάθειά τους. Τα συμβούλια των επιχειρήσεων θα πρέπει επίσης να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην εκτίμηση γεωπολιτικών κινδύνων και στον σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης -για την εκκένωση του προσωπικού ή τη μετεγκατάσταση επιχειρήσεων.
Όπως έχουν δείξει οι αντιπαραθέσεις της Ουκρανίας και της Ταϊβάν, το αδιανόητο όχι μόνο μπορεί να συμβεί, αλλά να συμβεί πολύ ξαφνικά.