Την περασμένη εβδομάδα, ο κινεζικός τεχνολογικός κολοσσός Alibaba υπέβαλε αίτηση για κύρια εισαγωγή στο Χονγκ Κονγκ. Αν ψάχνατε για μια ένδειξη ως προς το πώς εξελίσσονται οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον σχετικά με τα σχέδια της τελευταίας να απαγορεύσει τις συναλλαγές σε κινεζικές εταιρείες, αυτή είναι. Και η ένδειξη είναι πως οι διαπραγματεύσεις πάνε άσχημα.
Η Alibaba είναι μία από τις περίπου 200 εταιρείες που θα διαγραφούν από τα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης το 2024, επειδή η Κίνα έχει μπλοκάρει την πρόσβαση των αμερικανικών ρυθμιστικών αρχών στα αρχεία οικονομικού ελέγχου τους, παρά το γεγονός ότι η αμερικανική νομοθεσία απαιτεί να ελέγχονται ανά τριετία. Η απαγόρευση συναλλαγών θα εφαρμοστεί επίσης σε δεκάδες ακόμη κινεζικές εταιρείες με μετοχές ή ομόλογα που διαπραγματεύονται εκτός χρηματιστηρίων στις ΗΠΑ.
Η νέα εισαγωγή της Alibaba στο Χονγκ Κονγκ θα απλοποιήσει τη μετάβαση στη διαπραγμάτευση αποκλειστικά στο Χονγκ Κονγκ, εάν - ή όταν - οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ την αναγκάσουν να διαγραφεί από τη Wall Street. Όσοι έχουν συμφέρον φαίνεται να προετοιμάζονται για αυτό το ενδεχόμενο.
Η απαγόρευση θα τερματίσει μια «γέφυρα» δύο δεκαετιών που έχει εξασφαλίσει μια σταθερή ροή κεφαλαίων μεταξύ των δύο μεγαλύτερων υπερδυνάμεων του κόσμου. Θα απειλήσει τις εισαγωγές εταιρειών με κεφαλαιοποίηση περίπου 1,4 τρισ. δολαρίων και θα εμποδίσει την Κίνα να αποκτήσει πρόσβαση στη μεγαλύτερη δημόσια δεξαμενή κεφαλαίων στον κόσμο όταν οι κινεζικές εταιρείες χρειάζονται πρόσβαση σε διεθνή χρηματοδότηση.
Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του αδιεξόδου βρίσκονται σε εξέλιξη, σύμφωνα με Αμερικανούς και Κινέζους αξιωματούχους, αλλά είναι απίθανο να υπάρξει λύση. Ο πρόεδρος της SEC Gary Gensler δήλωσε αυτόν τον μήνα ότι «δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος» για μια συμφωνία.
Πάνω από όλα αυτά δεσπόζει ένα νομοσχέδιο που βρίσκεται αυτή τη στιγμή υπό εξέταση στην Ουάσιγκτον, το οποίο θα επιτάχυνε το χρονοδιάγραμμα κατά ένα χρόνο.
Το πλαίσιο για τη διαγραφή εταιρειών εάν οι ελεγκτές τους δεν διαθέτουν αρχεία ελέγχου τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια για επιθεώρηση από το Public Company Accounting Oversight Board, την αμερικανική αρχή ελέγχου, εισήχθη το 2021. Με αυτό άρχισε ο χρόνος να μετρά αντίστροφα για τις διαγραφές. Σήμαινε πως θα ήταν κρίσιμης σημασίας η απόφαση του PCAOB για το εάν οι κινεζικές εταιρείες είχαν συμμορφωθεί με αυτόν τον κανόνα στα τέλη του 2023.
Αλλά εάν το Κογκρέσο εγκρίνει το τρέχον νομοσχέδιο, οι αξιωματούχοι του PCAOB θα πρέπει να ολοκληρώσουν τις επιθεωρήσεις τους ένα χρόνο νωρίτερα, μέχρι τον Δεκέμβριο. Εάν δεν μπορούν, οποιαδήποτε κινεζική εταιρεία που διαπραγματεύεται στις ΗΠΑ θα αποκλειστεί όταν υποβάλλει την επόμενη ετήσια έκθεσή της, κάτι που συνήθως γίνεται τον Απρίλιο. Δεν υπάρχει περιθώριο ελιγμού.
Στην Κίνα, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι έχουν οδηγήσει σε αυξημένες ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια, καθιστώντας απίθανο το Πεκίνο να επιτρέψει στις αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές να εξετάσουν τις μεγαλύτερες εταιρείες του. Αλλά η αγορά των ΗΠΑ είναι πολύ μεγάλη για να αγνοηθεί. Τον Απρίλιο, το Πεκίνο τροποποίησε έναν κανόνα δεκαετιών που περιόριζε την κοινή χρήση δεδομένων από τις εταιρείες του που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό. Οι κινεζικές ρυθμιστικές αρχές έχουν επίσης διερευνήσει την κατηγοριοποίηση εταιρειών που διαθέτουν δεδομένα που θεωρούνται «ευαίσθητα» ή «μυστικά». Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε εθελούσιες διαγραφές εισηγμένων. Αλλά κανένα από τα δύο δεν έχει ικανοποιήσει τις ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ επιθεωρούν επί του παρόντος τα αρχεία ελέγχου εταιρειών από περισσότερες από 50 δικαιοδοσίες. Η επίβλεψη του PCAOB έχει σχεδιαστεί για τη βελτίωση της διασυνοριακής προστασίας των επενδυτών. Η απάτη ύψους 300 εκατ. δολαρίων με την Luckin Coffee το 2020 έδειξε γιατί αυτές οι προστασίες θα πρέπει να εφαρμόζονται εξίσου στους επενδυτές σε κινεζικές εταιρείες.
Οι ίδιοι οι ελεγκτές παραμένουν σε μεγάλο βαθμό σιωπηλοί. Τα τρία τέταρτα των κινεζικών εταιρειών που είναι εισηγμένες στις ΗΠΑ ελέγχονται από τους κινεζικούς βραχίονες των Deloitte, PwC, EY και KPMG. Οι «Big Four» αντιμετώπισαν αύξηση των ρυθμιστικών προστίμων και αγωγών μετόχων για τη δουλειά τους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Εάν οι κινεζικοί τους έλεγχοι ανοιχτούν στις ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ, η πιθανή ευθύνη θα μπορούσε να αυξηθεί ακόμη περισσότερο.
Το Πεκίνο έχει κάνει κάποια σχέδια έκτακτης ανάγκης. Τον Ιούλιο, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα «σύνδεσης μετοχών» με το ελβετικό χρηματιστήριο. Αυτό θα επιτρέψει σε εταιρείες που είναι εισηγμένες στη Σαγκάη ή στη Σενζέν να υποβάλουν αίτηση για δευτερεύουσα εισαγωγή στην Ελβετία.
Η βελτίωση των δεσμών με τις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές είναι απαραίτητη επειδή το Χονγκ Κονγκ είναι πολύ μικρό για να είναι μια πραγματική εναλλακτική λύση έναντι της Νέας Υόρκης για τις κινεζικές εταιρείες. Έχει υψηλούς φραγμούς σε ότι αφορά τις γνωστοποιήσεις και την κερδοφορία και η ρευστότητά του είναι πολύ χαμηλότερη από αυτή της Νέας Υόρκης.
Τελικά, οποιαδήποτε λύση στη διαμάχη με τις διαγραφές θα πρέπει να είναι τεχνική και πολιτική. Υπάρχει «μέγιστη προθυμία» από την κινεζική πλευρά να βρει μια παραχώρηση που να πληροί τους τεχνικούς όρους των κανόνων των ΗΠΑ, σύμφωνα με βετεράνο επενδυτή από το Χονγκ Κονγκ. Αλλά η αίσθηση είναι ότι οι ΗΠΑ θέλουν να μπορούν να δηλώσουν στον κόσμο ότι η Κίνα ακολουθεί τους κανόνες της. Η πολιτική ρητορική είναι πιθανό να υπονομεύσει τις ήδη μειωμένες πιθανότητες για μια συμφωνία.