Την προηγούμενη εβδομάδα βγήκαν και άλλα οικονομικά στοιχεία που «έβγαζαν μάτια». Πάρτε τον πληθωρισμό. Την Τετάρτη προέκυψε πως ο ετήσιος πληθωρισμός των ΗΠΑ άγγιξε το 9,1% τον Ιούνιο, το υψηλότερο επίπεδο από το 1981.
Δεν αποτελεί έκπληξη που αυτό έχει δημιουργήσει προσδοκίες για όλο και πιο μεγάλες μελλοντικές αυξήσεις των επιτοκίων. Αυτό, με τη σειρά του, ωθεί φορείς όπως το ΔΝΤ να πετσοκόψουν τις προβλέψεις για την ανάπτυξη στις ΗΠΑ και αλλού.
Αλλά ενώ οι επενδυτές και οι οικονομολόγοι ανησυχούν για την ύφεση, υπάρχει ένα άλλο σχετιζόμενο ερώτημα που θα πρέπει να σκεφτούμε: πώς θα επηρεάσουν το αυξανόμενο βουνό χρέους παγκοσμίως, ο υψηλός πληθωρισμός και τα αυξανόμενα επιτόκια;
Κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια των περασμένων δέκα ετών, αυτό το ερώτημα του χρέους συχνά το αγνοούσαν οι ειδικοί, επειδή μια πτώση πολλών δεκαετιών στα επιτόκια και στον πληθωρισμό συντηρούσε τα κόστη εξυπηρέτησης των δανειοληπτών σε χαμηλό επίπεδο, ή τα περιόριζε. Αλλά τα νούμερα της Τετάρτης υπογραμμίζουν πως το κλίμα έχει αλλάξει.
Τα στοιχεία για το χρέος είναι όσο εντυπωσιακά είναι αυτά του πληθωρισμού. Πρόσφατη έκθεση της JPMorgan, που επεξεργάζεται τα στατιστικά του IIF, δείχνει ξεκάθαρα το ζήτημα. Σημειώνει πως το συνολικό παγκόσμιο χρέος ήταν 352% του ΑΕΠ το α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους, με το χρέος του ιδιωτικού τομέα να αντιπροσωπεύει τα δύο τρίτα αυτού, και του δημόσιου τομέα, το ένα τρίτο.
Τα καλά νέα είναι πως αυτός ο λόγος έχει μειωθεί ελαφρώς από την κορυφή του 366% στις αρχές του 2021, λόγω της ισχυρής παγκόσμιας ανάπτυξης. Τα κακά νέα, ωστόσο, είναι πως ο τρέχων λόγος εξακολουθεί να είναι 28 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τα επίπεδα του 2019, προτού τα lockdown λόγω Covid-19 πυροδοτήσουν τον φρενήρη δανεισμό από τον κρατικό και τον ιδιωτικό τομέα.
Επιπλέον, η αύξηση της εποχής της πανδημίας είχε ευρεία βάση και ήρθε μετά από ένα μεγάλο άλμα του χρέους κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 -και η πρώτη ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από τη δεύτερη. Έτσι, το συνολικό παγκόσμιο χρέος σήμερα, σε σχέση με το ΑΕΠ, είναι υπερδιπλάσιο του επιπέδου του 2006 -και τριπλάσιο του επιπέδου του 2000 (όταν ήταν κάτω από το 100%).
Ναι, σωστά διαβάσατε: η μόχλευση στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα έχει υπερτριπλασιαστεί αυτό τον αιώνα· και ο μόνος λόγος που αυτό πέρασε σχεδόν απαρατήρητο ήταν η βύθιση των επιτοκίων.
Άρα τι θα συμβεί τώρα αν αυξηθούν τα επιτόκια; Κανένας δεν γνωρίζει. Αν θέλετε να είστε αισιόδοξοι, μπορεί να υποστηρίξετε πως δεν υπάρχει λόγος πανικού αφού το σπιράλ του χρέους είναι ένα χαρακτηριστικό ενός όλο και πιο προηγμένου παγκόσμια ενοποιημένου κόσμου, και όχι ένας ιός. Όπως οι καταναλωτές του 21ου αιώνα συχνά χρησιμοποιούν τις πιστωτικές κάρτες αντί των μετρητών για τα ψώνια τους, κάνοντας το καταναλωτικό χρέος να μοιάζει μεγαλύτερο από πριν ακόμα και αν οι δαπάνες λιανικής είναι αμετάβλητες, η εταιρική δραστηριότητα σήμερα τροφοδοτείται από όλο και πιο περίπλοκες πιστωτικές ροές.
Στα νούμερα του ακαθάριστου χρέους περιλαμβάνονται επίσης πιστωτικές ροές που κάποιες φορές ακυρώνουν η μία την άλλη, και η αυξανόμενη αξία των παθητικών κάποιες φορές αντισταθμίζεται από τις αυξανόμενες αξίες των περιουσιακών στοιχείων. Έτσι, ενώ η Ιαπωνία έχει το μεγαλύτερο χρέος ως προς το ΑΕΠ παγκοσμίως, διαφορετικοί κρατικοί φορείς χρωστούν ο ένας στον άλλον.
Και ενώ το χρέος του ιδιωτικού τομέα της Κίνας είναι σχεδόν τρεις φορές το ΑΕΠ, η κυβέρνηση με τις βαθιές της τσέπες υποστηρίζει εμμέσως κάποια δάνεια. Ομοίως, ενώ οι ΗΠΑ επίσης έχουν χρέος τρεις φορές το μέγεθος του ΑΕΠ, αυτός ο δανεισμός αντισταθμίζεται εν μέρει από τις αυξανόμενες αξίες των περιουσιακών στοιχείων που κατέχει ο ιδιωτικός και ο δημόσιος τομέας.
«Η συνολική αύξηση του ακαθάριστου χρέους μπορεί να υπερεκτιμά την αύξηση των τρωτών σημείων του χρέους», σημειώνει μια πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής για το Παγκόσμιο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα (CGFS). Προσθέτει ότι οποιαδήποτε «ανάλυση των διανομών (των τρωτών σημείων) απαιτεί μικροδεδομένα, τα οποία συχνά δεν είναι διαθέσιμα από δημόσιες πηγές». Η φύση των πιστωτών, η αξία των συμψηφιστικών περιουσιακών στοιχείων και η λήξη του χρέους έχουν σημασία.
Ωστόσο, ακόμη και με αυτές τις επιφυλάξεις, η τάση ανησυχεί ξεκάθαρα την CGFS -τόσο πολύ που η έκθεσή της χρησιμοποιεί εσωτερικά δεδομένα των κεντρικών τραπεζών για να προσπαθήσει να μοντελοποιήσει ορισμένες από τις «ευπάθειες» του ιδιωτικού τομέα. Αυτό παράγει μια ποικιλία εντυπωσιακών μικροδεδομένων. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα: ενώ το 50% του χρέους της εποχής της πανδημίας που αναλαμβάνουν εταιρείες στην Ιταλία και την Ισπανία θα λήξει τα επόμενα δύο χρόνια (καθιστώντας τες ευάλωτες στην αύξηση των επιτοκίων), στη Γερμανία και την Αμερική η αναλογία είναι μόλις 25%.
Ή, για να αναφέρουμε ένα άλλο: η CGFS υπολογίζει ότι το 17% των εταιρειών στις βιομηχανικές οικονομίες είναι «ζόμπι» ή οντότητες που μπορούν να διατηρηθούν στη ζωή μόνο χάρη στους χαμηλούς συντελεστές· το 2006 ο λόγος αυτός ήταν 10%. Ένα τρίτο στοιχείο: περίπου το 90% των γερμανικών νοικοκυριών αναμένουν ότι οι τιμές των κατοικιών θα συνεχίσουν να αυξάνονται, από 40% στις αρχές του 2020 -ένα μοτίβο που μπορεί να «ενισχύει την τρέχουσα άνοδο της πίστης των νοικοκυριών», λέει η CGFS.
Αυτές οι λεπτομέρειες υποδηλώνουν ότι τα αυξανόμενα επιτόκια θα δημιουργήσουν πολλά μικρά σοκ χρέους τα επόμενα χρόνια. Πράγματι, αυτά ήδη εκρήγνυνται: στον κρατικό τομέα (ας πούμε, με τη Σρι Λάνκα)· στον δυτικό εταιρικό κόσμο (με τη Scandinavian Airlines ή τη Revlon)· και στην εταιρική σφαίρα των αναδυόμενων αγορών (σε περιπτώσεις όπως η κινεζική Evergrande).
Αλλά το πραγματικά συναρπαστικό ερώτημα είναι το μεγαλύτερο: μπορεί ποτέ να υπάρξει πραγματική απομόχλευση σε ένα σύστημα με τριπλάσια μόχλευση, χωρίς να υποστεί ολοκληρωτική κρίση (δηλαδή, μαζική χρεοκοπία); Σε τελική ανάλυση, η ανάπτυξη είναι απίθανο να προσφέρει μια διέξοδο. Και ενώ ο πληθωρισμός είναι «μια πιθανή οδός για τη μείωση του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ», όπως σημειώνει η έκθεση της JPMorgan, αυτό είναι αποτελεσματικό μόνο εάν ο πληθωρισμός «είναι απρόβλεπτος και δεν ανεβάζει τα επιτόκια».
Εκεί βρίσκεται η πρόκληση για τους κεντρικούς τραπεζίτες -και το τεράστιο φιλοσοφικό ερώτημα που αιωρείται πάνω από το παγκόσμιο οικονομικό μας σύστημα του 21ου αιώνα.