«Ο Τραμπ της Βρετανίας» ήταν η ημι-κυριολεκτική ταμπέλα που είχε δώσει ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ στον Μπόρις Τζόνσον, τον απερχόμενο πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου.
Πολλοί στη Βρετανία από καιρό αντιστέκονται σε αυτή τη σύγκριση μεταξύ του Τζόνσον και του Τραμπ. Άλλωστε, «ο καλός μας Μπόρις» έχει την ικανότητα να αυτοσαρκάζεται, έχει μια κλασική παιδεία και έχει ευχέρεια στο γράψιμο –όλα αυτά σε αντίθεση με τον Τραμπ. Πάλεψα με τη σύγκριση αυτή όταν έγραφα το πρόσφατο βιβλίο μου «Age of the Strongman». Ήταν αλήθεια δίκαιο να συμπεριλάβω ένα κεφάλαιο για τον Τζόνσον, δίπλα στον Τραμπ–πόσο μάλλον δίπλα στον Βλάντιμιρ Πούτιν και στον Σι Τζινπίνγκ;
Οι αμφιβολίες μου διαλύθηκαν από το θέαμα της καταδικασμένης προσπάθειας του Τζόνσον να κρατηθεί στην εξουσία. Ένας παραλληλισμός που κάποτε φαινόταν παρατραβηγμένος, είναι πλέον κοινός τόπος.
Ο Αντριου Νίλ, Βρετανός σχολιαστής που γνωρίζει τόσο τον Τραμπ, όσο και τον Τζόνσον, έγραψε: «πάντα απέφευγα τις συγκρίσεις μεταξύ του Μπόρις Τζόνσον και του Ντόναλντ Τραμπ, όχι όμως πια». Όπως σημείωνε ο Νιλ, ο Τζόνσον είναι ένας άνθρωπος που «συμπεριφέρονταν όπως ο κ. Τραμπ, σαν να μην ίσχυαν για αυτόν οι κανόνες». O Τζ. Σάμπτιον , πρώην δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου, κατηγόρησε τον Τζόνσον για «αποτυχημένο συνταγματικό πραξικόπημα» όταν αξίωσε μια προεδρικού τύπου εντολή.
Τόσο ο Τζόνσον όσο και ο Τραμπ ζούν σε έναν κόσμο εναλλακτικών δεδομένων, όπου οι άβολες αλήθειες αγνοούνται ή απορρίπτονται ως «fake news». Και οι δυο άνδρες είναι τερατώδεις εγωιστές, πρόθυμοι να πετάξουν στα σκουπίδια το σύστημα προς όφελος των δικών τους συμφερόντων.
Η γραμμή από τον Τζόνσον στον Τραμπ και μετά από τον Τραμπ σε άλλους αυταρχικούς ηγέτες –όπως ο Ταγίπ Ερντογάν, ο Ν. Μόντι, ο Σι και ο Πούτιν- είναι επίσης μικρότερη απ’ όσο συχνά νομίζουμε. Τα συστήματα στα οποία λειτουργούν αυτοί οι ηγέτες είναι πολύ διαφορετικά, αλλά τα πολιτικά τους στιλ είναι εντυπωσιακά όμοια.
Όλοι οι αυταρχικοί ηγέτες ισχυρίζονται πως είναι απαραίτητοι. Και οι περισσότεροι από αυτούς είναι επίσης νοσταλγοί εθνικιστές. Η δέσμευση του Τραμπ να «κάνει την Αμερική και πάλι σπουδαία» μοιάζει με την υπόσχεση του Σι για μια «μεγάλη αναζωογόνηση του Κινεζικού λαού» και τη φιλοδοξία του Πούτιν να είναι ο κληρονόμος του Μεγάλου Πέτρου.
Άπαξ και ένας αυταρχικός ηγέτης ισχυριστεί πως είναι ο μόνος ηγέτης που είναι ικανός να αποκαταστήσει το εθνικό μεγαλείο, δημιουργείται η βάση για την υπονόμευση των ανεξάρτητων θεσμών που μπορεί να στέκονται εμπόδιο σε αυτό το ζωτικής σημασίας έργο –συγκεκριμένα, τα δικαστήρια, τα μέσα ενημέρωσης και το σύνταγμα.
Οποιοσδήποτε διαμαρτύρεται απορρίπτεται ως μέλος μιας διεφθαρμένης ελίτ που αντιστέκεται στη βούληση του λαού. Ο Ερντογάν, o Σί και ο Πούτιν έχουν αλλάξει τα Συντάγματα των χωρών τους για να ξεφορτωθούν τα όρια στην περίοδο εξουσίας τους. Ο Τραμπ «αστειεύτηκε» πως η Αμερική θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Κίνας.
Οι αυταρχικοί ηγέτες έχουν προκύψει τόσο στα απολυταρχικά όσο και στα δημοκρατικά συστήματα. Αλλά είναι πολύ ευκολότερο να τους σταματήσει κανείς στις δημοκρατίες. Ο Πούτιν και ο Ξι μπορούν να σιωπήσουν και να φυλακίσουν ατιμώρητα τις φωνές των αντιφρονούντων –και δεν θα τους προβληματίσουν οι ανεξάρτητες έρευνες επί της συμπεριφοράς ή του πλούτου τους. Ο Ερντογάν λειτουργεί όλο και περισσότερο σε ένα παρόμοιο περιβάλλον.
Στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αντιθέτως, οι ανεξάρτητοι θεσμοί ήταν κρίσιμης σημασίας για να διατηρηθούν υπό έλεγχο τα αυταρχικά ένστικτα του Τραμπ και του Τζόνσον. Όταν ο τελευταίος ανέστειλε τις εργασίες της βουλής, στις αρχές της περιόδου εξουσίας του, η απόφασή του ανετράπη στο Ανώτατο Δικαστήριο του ΗΒ. Οι θεσμοί της Αμερικής άντεξαν την εμπνευσμένη από τον Τραμπ προσπάθεια να ανατραπεί το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020.
Αλλά τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου του 2021, όταν ένας όχλος όρμησε στο Καπιτώλιο, θυμίζουν πως οι ανεξάρτητοι θεσμοί δεν μπορούν να διαχωρίζονται από τους ανθρώπους που τους διαχειρίζονται.
Αν ο Μάικ Πένς, αντιπρόεδρος του Τραμπ, είχε λάβει διαφορετική απόφαση εκείνη την ημέρα και αρνούνταν να επικυρώσει την εκλογική νίκη του Τζό Μπάιντεν, όπως ήθελε ο Τραμπ, η Αμερική θα είχε διολισθήσει σε μια βαθιά συνταγματική κρίση. Άλλοι Αμερικάνοι αξιωματούχοι, σε πολιτειακό επίπεδο, όπως ο Μπραντ Ραφενσπέργκερ της Τζόρτζια, έκαναν επίσης το καθήκον τους, αρνούμενοι να επινοηθούν τις επιπλέον ψήφους που απαιτούσε ο Τραμπ.
Αλλά αυτό που ίσχυε το 2022 μπορεί να μην ισχύει το 2024. Ανώτεροι Ρεπουμπλικάνοι, που έσπευσαν να καταδικάσουν τον Τραμπ στον απόηχο τις 6ης Ιανουαρίου, είναι όλο και πιο πρόθυμοι να δεχθούν το ψέμα πως οι εκλογές του 2020 «εκλάπησαν». Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έχει πάρει ακροδεξιά στροφή. Και οι πολιτειακοί θεσμοί βρίσκονται υπό απειλή από τους πιστούς του Trump.
Παρακολουθώντας αυτά τα γεγονότα μπορεί ορισμένοι Βρετανοί να εφησυχάσουν για την σχετική ευρωστία της δημοκρατίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Το περίπλοκο σύστημα των ελεγκτικών μηχανισμών των ΗΠΑ μοιάζει λιγότερο ικανό να κρατήσει υπό έλεγχο έναν επίδοξο αυταρχικό ηγέτη, απ’ όσο το πιο ευάλωτο σύστημα των συχνά ανεπίσημων συνεδρίων που διέπει το Ηνωμένο Βασίλειο. Το Συντηρητικό κόμμα «τελείωσε» τον Τζόνσον, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι πηγαίνουν με τα νερά του Τραμπ.
Θα ήταν ωραία να αποδοθεί αυτό στην ανώτερη αρετή των Βρετανών πολιτικών. Αλλά η αληθινή διαφορά έγκειται στη φύση των εκλογικών σωμάτων. Οι ανώτεροι Ρεπουμπλικάνοι έχουν παρασυρθεί από τα στοιχεία ότι η βάση του κόμματος παραμένει δέσμια του Τραμπ. Οι περισσότεροι συντηρητικοί βουλευτές θα ανέχονταν το γεγονός ότι ο Τζόνσον είναι ο πρώτος Βρετανός πρωθυπουργός που του επιβλήθηκαν κυρώσεις για παραβίαση του νόμου, ενώ ήταν στην εξουσία, αν ένιωθαν ότι ήταν ακόμα αποδεδειγμένα νικητής των εκλογών.
Οι άνθρωποι που πραγματικά ζήτησαν να φύγει ο Τζόνσον ήταν οι ψηφοφόροι στις εκλογικές περιφέρειες του Τίβερτον και του Χόνιτον και του Γουέικφιλντ, οι οποίοι προκάλεσαν δύο συντριπτικές ήττες στις ενδιάμεσες εκλογές στο κόμμα των Τόρις. Μετά από αυτό, το επόμενο σκάνδαλο ήταν πάντα πιθανό να τον τελειώσει - και με τον Τζόνσον, ποτέ δεν χρειάζεται να περιμένεις πολύ.
Σε μια δημοκρατία, οι πραγματικοί θεματοφύλακες του συστήματος εξακολουθούν να είναι οι ψηφοφόροι.