Η παγκοσμιοποίηση δεν έχει πεθάνει. Μπορεί να μην πεθαίνει καν. Αλλά αλλάζει. Και στη διαδικασία της αλλαγής, οι θεσμοί που τη διαμορφώνουν, κυρίως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, αναγκάζονται και αυτοί να αλλάξουν. Κινούμαστε προς έναν διαφορετικό και πολύ πιο δύσκολο κόσμο. Αλλά καθώς χαράσσουμε τη νέα μας πορεία, χρειάζεται να αποφύγουμε κάποια λάθη. Ορίστε επτά από αυτά.
Το πρώτο είναι να επικεντρώνεται η προσοχή μόνο στο εμπόριο. Όπως έχει σημειώσει ο Maurice Obstfeld, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, οι ρευστές κεφαλαιαγορές του σήμερα έχουν δημιουργήσει κύματα χρηματοοικονομικών κρίσεων, ενώ δεν έχουν φέρει κάποιο απτό όφελος. Η προσοχή που δίνεται σε αυτή την πραγματικότητα είναι ανεπαρκής, κυρίως επειδή τα συμφέροντα υπέρ των ελεύθερων κεφαλαιακών ροών είναι τόσο ισχυρά, ενώ η οικονομική τους επίπτωση είναι τόσο δύσκολο να γίνει κατανοητή από τον περισσότερο κόσμο.
Το δεύτερο είναι μια πεποίθηση πως η εποχή της παγκοσμιοποίησης ήταν μια οικονομική καταστροφή. Σε ένα πρόσφατο σημείωμα, ωστόσο, ο Douglas Irwin του Dartmouth College, παρατηρεί πως μεταξύ του 1980 και του 2019 σχεδόν όλες οι χώρες εμφάνισαν ουσιαστική βελτίωση, η παγκόσμια ανισότητα περιορίστηκε και το μερίδιο του παγκόσμιου πληθυσμού σε ακραία φτώχεια μειώθηκε από το 42% που ήταν το 1981 σε μόλις 8,6% το 2018. Δεν θα απολογηθώ που υποστήριξα πολιτικές που είχαν τέτοια αποτελέσματα.
Το τρίτο είναι η ιδέα πως η αύξηση της ανισότητας σε ορισμένες χώρες υψηλού εισοδήματος, κυρίως στις ΗΠΑ, είναι πρωτίστως το αποτέλεσμα του ανοικτού εμπορίου ή, τουλάχιστον, μια απαραίτητη επίπτωση αυτής της εξέλιξης. Οι αποδείξεις και η λογική δείχνουν το αντίθετο. Πράγματι, πρόκειται για ένα εξαιρετικό παράδειγμα «οικονομικών του φανοστάτη» (σ.τ.μ. θεωρία που λέει πως οι πολιτικοί χρησιμοποιούν τα οικονομικά όπως ένας μεθυσμένος χρησιμοποιεί τον φανοστάτη: για να στηριχθεί και όχι για να του φωτίσει τον δρόμο) -της τάσης να επικεντρώνουμε την προσοχή και να επιρρίπτουμε ευθύνες εκεί που η πολιτική στρέφει περισσότερο το φως. Είναι εύκολο να επιρρίπτουμε ευθύνη στους ξένους και να καταφεύγουμε σε φραγμούς στο εμπόριο. Αλλά οι φραγμοί στο εμπόριο είναι ένας φόρος που επιβάλλεται στους καταναλωτές προς όφελος όλων εκείνων που βρίσκονται σε έναν συγκεκριμένο κλάδο. Θα ήταν καλύτερα η φορολόγηση και η αναδιανομή εισοδήματος να είναι λιγότερο αυθαίρετη και περισσότερο δίκαιη και αποτελεσματική.
Το τέταρτο είναι η υπόθεση πως η μεγαλύτερη αυτάρκεια μπορεί να είχε προστατεύσει τις οικονομίες από τις πρόσφατες διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, με μέτριο κόστος. Για κάποιον που η χώρα του αναγκάστηκε να μπει σε μια εβδομάδα τριών ημερών λόγω απεργίας των μεταλλωρύχων το 1974, αυτό δεν φαινόταν ποτέ εύλογο. Η πρόσφατη έλλειψη βρεφικής τροφής στις ΗΠΑ είναι ένα ακόμα παράδειγμα. Η μεγαλύτερη διαφοροποίηση της προμήθειας έχει λογική, αν και μπορεί να είναι κοστοβόρα. Οι επενδύσεις σε αποθέματα μπορεί επίσης να έχουν λογική, αν και αυτό επίσης θα είναι κοστοβόρο. Αλλά η ιδέα πως θα είχαμε περάσει την Covid-19 και τον απόηχό της αν κάθε χώρα ήταν αυτάρκης, είναι παράλογη.
Το πέμπτο είναι η ιδέα πως το εμπόριο είναι ένα προαιρετικό οικονομικό εξτρά. Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο στην εμπορική πολιτική: οι χώρες που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία στο εμπόριο είναι αυτές για τις οποίες το εμπόριο έχει τη λιγότερη σημασία. Οι ΗΠΑ είναι η μόνη οικονομία του κόσμου που θα μπορούσε να είναι σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης, αν και ακόμα και για αυτές θα ήταν κοστοβόρο. Οι μικρότερες χώρες εξαρτώνται από το εμπόριο και όσο πιο μικρές είναι τόσο πιο εξαρτημένες τείνουν να είναι: η Δανία ή η Ελβετία δεν θα μπορούσαν να είχαν πετύχει την τρέχουσα ευημερία τους χωρίς αυτό. Αλλά οι μεγάλες χώρες (ή στην περίπτωση της ΕΕ τα μεγάλα εμπορικά μπλοκ) διαμορφώνουν το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, επειδή έχουν τις μεγαλύτερες αγορές. Έτσι, το εμπορικό σύστημα εξαρτάται από τους πιο αδιάφορους. Οι μικρότερες χώρες πρέπει να προσπαθούν σκληρά για να αντισταθμίσουν αυτή την αδιαφορία.
Το έκτο είναι να υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε ήδη σε μια εποχή ταχείας αποπαγκοσμιοποίησης. Η πραγματικότητα είναι ότι η αναλογία του παγκόσμιου εμπορίου προς την παραγωγή εξακολουθεί να είναι κοντά στο υψηλό όλων των εποχών. Όμως σταμάτησε να αυξάνεται μετά την οικονομική κρίση του 2007-09. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της μείωσης των νέων ευκαιριών. Η απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου ουσιαστικά σταμάτησε μετά την προσχώρηση της Κίνας στον ΠΟΕ το 2001. Δεδομένου αυτού, ο κόσμος έχει μέχρι τώρα εκμεταλλευτεί σε μεγάλο βαθμό τις εμπορικές ευκαιρίες. Όμως, όπως τονιζόταν στην Έκθεση Παγκόσμιας Ανάπτυξης 2020 της Παγκόσμιας Τράπεζας, αυτό αποτελεί απώλεια: η ικανότητα συμμετοχής σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας υπήρξε κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτές οι ευκαιρίες πρέπει να διαδοθούν περισσότερο, όχι λιγότερο.
Το τελευταίο λάθος είναι η άποψη ότι ο ΠΟΕ είναι περιττός. Αντίθετα, τόσο ως σύνολο συμφωνιών όσο και ως φόρουμ παγκόσμιας συζήτησης παραμένει ουσιαστικής σημασίας. Όλο το εμπόριο περιλαμβάνει τις πολιτικές (και άρα και τα πολιτικά) περισσότερων από μία χωρών. Μια χώρα δεν μπορεί να «ανακτήσει τον έλεγχο» του εμπορίου. Μπορεί να αποφασίσει μόνο τις πολιτικές από την πλευρά της. Αλλά εάν οι επιχειρήσεις θέλουν να κάνουν σχέδια, χρειάζονται προβλέψιμες πολιτικές και από τις δύο πλευρές. Όσο περισσότερο εξαρτώνται από το εμπόριο τόσο πιο σημαντική γίνεται αυτή η προβλεψιμότητα.
Αυτή είναι η βασική περίπτωση για τις διεθνείς συμφωνίες. Χωρίς τις συμφωνίες αυτές, η πρόσφατη οπισθοδρόμηση θα ήταν σίγουρα μεγαλύτερη. Ο ΠΟΕ είναι επίσης απαραίτητος για να διασφαλίσει ότι οι περιφερειακές ή πολυμερείς συμφωνίες εμπίπτουν σε κάποιο σύνολο συμφωνημένων αρχών. Δεν είναι απλώς ο τόπος για τη διεξαγωγή συζητήσεων για θέματα που συνδέονται στενά με το εμπόριο, όπως η ψηφιακή οικονομία, το κλίμα ή η βιόσφαιρα. Κάποιοι φαίνεται να φαντάζονται ότι τέτοιες συζητήσεις μπορεί να γίνουν χωρίς δέσμευση με την Κίνα. Αλλά η Κίνα είναι πολύ σημαντική για πάρα πολλούς για να είναι αυτό δυνατό.
Όπως παρατήρησε ο γενικός διευθυντής του ΠΟΕ Ngozi Okonjo-Iweala, τον Απρίλιο, ο αντίκτυπος των νέων ανταγωνιστών, η αυξανόμενη ανισότητα εντός των χωρών, η παγκόσμια οικονομική κρίση, η πανδημία και τώρα ο πόλεμος στην Ουκρανία «έχουν οδηγήσει πολλούς στο συμπέρασμα ότι το παγκόσμιο εμπόριο και η πολυμέρεια -δύο πυλώνες του ΠΟΕ- αποτελούν περισσότερο απειλή παρά ευκαιρία. Υποστηρίζουν ότι πρέπει να γίνουμε εσωστρεφείς, να φτιάξουμε όσα περισσότερα γίνεται μόνοι μας, να αναπτυχθούμε όσο μπορούμε μόνοι μας». Αυτό θα ήταν τραγική ανοησία: σκεφτείτε την οικονομική ζημιά που θα προκληθεί στη διαδικασία αντιστροφής του μεγαλύτερου μέρους της εμπορικής ολοκλήρωσης των τελευταίων δεκαετιών.
Ωστόσο, οι διαταραχές της εποχής μας -πάνω απ' όλα, η άνοδος του λαϊκισμού, του εθνικισμού και της σύγκρουσης μεγάλων δυνάμεων- θέτουν υπό αμφισβήτηση το μέλλον του παγκόσμιου εμπορίου. Πώς πρέπει λοιπόν να προσπαθήσουμε να αναδιαμορφώσουμε το εμπόριο και την εμπορική πολιτική;
Αυτό θα είναι το θέμα μου για την επόμενη εβδομάδα.