Η συζήτηση γύρω από την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία κανονικά πλαισιώνεται από γεωπολιτικά και ζητήματα ασφάλειας και καθοδηγείται μόνο από την πολιτική. Αυτό είναι περίεργο, αφού αποτελεί περισσότερο οικονομική πρόκληση, και μάλιστα μεγάλη.
Η πανδημία της Covid-19, ο κλιματικός κίνδυνος και ο πόλεμος στην Ουκρανία μας θυμίζουν τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και των εξαρτήσεων. Η ΕΕ, ως η πιο ανοιχτή οικονομία στον κόσμο, αντιμετωπίζει μεγάλα εμπόδια στην προμήθεια κρίσιμων αγαθών και πληρώνει το τίμημα της έλλειψης αυτάρκειας σε πολλούς τομείς. Έξι τομείς διακρίνονται ως ζωτικής σημασίας για τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ: η γεωργία, η ενέργεια, η υγειονομική περίθαλψη, τα υλικά, η τεχνολογία και η άμυνα.
Μετά τα δύο τελευταία χρόνια, οι Ευρωπαίοι συμφωνούν πως η οικονομική αυτονομία είναι απαραίτητη, όπως και η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια. Ωστόσο, το ερώτημα - για το οποίο υπάρχει ελάχιστη συμφωνία - είναι πώς μπορούμε να φτάσουμε εκεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Εάν η οικονομική πραγματικότητα δεν γίνει το θεμέλιο για αυτόν τον πολιτικό στόχο της ευρωπαϊκής αυτονομίας — και δεν πυροδοτήσει μια νέα επενδυτική δυναμική στην Ευρώπη — δεν θα συμβεί.
Στρατηγική αυτονομία δεν σημαίνει απομόνωση αλλά χαμηλότερη εξωτερική εξάρτηση με επιλεκτική ανανέωση και διαφοροποίηση της προσφοράς. Θα ήταν οικονομικά επιζήμιο να καταργηθούν τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης, αλλά εξίσου κοντόφθαλμο να υποτιμηθεί το κόστος των εξαρτήσεων της Ευρώπης.
Ως επενδυτές, έχουμε κοινό έδαφος για την επιδίωξη της οικονομικής ανθεκτικότητας, της πράσινης μετάβασης και των βιώσιμων επενδύσεων. Η μετάβαση της Ευρώπης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με χαμηλότερες εξαρτήσεις από ορισμένους κρίσιμους τομείς όπως η μικροηλεκτρονική, η οποία απαιτεί την παραγωγή ημιαγωγών να γίνεται στην Ευρώπη, για να αποφευχθούν οι διαταράξεις της εφοδιαστικής αλυσίδας. Για να γίνει πραγματικότητα, αυτό απαιτεί κεφαλαιουχικές δαπάνες εκατοντάδων δισ. ευρώ, σημαντικό μετοχικό κεφάλαιο και θετικές αναμενόμενες αποδόσεις των επενδύσεων. Η ίδια λογική μπορεί να εφαρμοστεί στην ενέργεια, τη γεωργία, την τεχνολογία, την υγειονομική περίθαλψη ή την άμυνα.
Αυτό φέρνει το ερώτημα πώς μπορούμε να φτάσουμε εκεί — και μάλιστα γρήγορα.
Δεδομένης της κλίμακας των απαιτούμενων επενδύσεων, τα δημόσια κονδύλια από μόνα τους δεν θα είναι αρκετά. Αλλά εάν μπορέσει να αξιοποιηθεί επαρκές ιδιωτικό κεφάλαιο, ο στόχος γίνεται εφικτός. Για να γίνει αυτό, το τρέχον ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ πρέπει να εξελιχθεί και να δώσει καλύτερα κίνητρα για μακροπρόθεσμες επενδύσεις για την υποστήριξη των ευρωπαϊκών στρατηγικών οικοσυστημάτων.
Αυτό σημαίνει μια θεμελιώδη αναθεώρηση της δομής κινήτρων των ιδιωτικών επενδύσεων σε βασικούς τομείς. Οι εγγυήσεις δημόσιας χρηματοδότησης ή τα φορολογικά κίνητρα, σύμφωνα με τις πολιτικές της ΕΕ, θα μπορούσαν να περιορίσουν την αβεβαιότητα σχετικά με τις μεγάλες επενδύσεις που απαιτούνται, τις νέες τεχνολογίες και τις βιομηχανικές προκλήσεις από την ενεργειακή μετάβαση. Οι μακροπρόθεσμοι μέτοχοι σε αυτούς τους τομείς θα μπορούσαν να λάβουν πρόσθετα δικαιώματα ψήφου ή ενισχυμένα μερίσματα χωρίς φόρους. Αυτό θα μείωνε την πίεση της βραχυπρόθεσμης εστίασης στα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών.
Το σημερινό ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ ευνοεί επίσης τις επενδύσεις στο δημόσιο χρέος σε σχέση με το εταιρικό χρέος ή μετοχικό κεφάλαιο. Θα πρέπει να αλλάξει για να ενθαρρύνει θεσμικούς και ιδιώτες επενδυτές να στηρίξουν τους πρωταθλητές Ευρώπης.
Οι οδηγίες για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις στις τράπεζες και οι κανόνες φερεγγυότητας για τις ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να ευθυγραμμιστούν καλύτερα με τους στόχους που περιγράφονται παραπάνω. Πρέπει να αντιμετωπιστεί η πολυπλοκότητα της ρύθμισης της Mifid για τους διανομείς επενδυτικών προϊόντων σε ιδιώτες επενδυτές. Η Ευρώπη δεν έχει έλλειψη κεφαλαίων και ιδεών, αλλά αγωνίζεται να κλείσει το επενδυτικό χάσμα σε στρατηγικούς τομείς.
Οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο ως ο φυσικός σύνδεσμος μεταξύ των μακροπρόθεσμων κεφαλαιακών αναγκών και της αποταμίευσης, καθώς και εκπαίδευσης των επενδυτών σχετικά με τα οφέλη της επένδυσης στην ενεργειακή μετάβαση και σε στρατηγικούς τομείς.
Ο τρόπος με τον οποίο εμείς, οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, ενεργούμε με τις εταιρείες στις οποίες επενδύουμε έχει επίσης σημασία. Τα δικαιώματα ψήφου και η συμμετοχή με τις διοικήσεις προσφέρουν σημαντική δύναμη δράσης. Έχουμε καθήκον να τη χρησιμοποιήσουμε με σύνεση και με μακροπρόθεσμη νοοτροπία. Αυτό σημαίνει συνεργασία με εταιρείες στις οποίες γίνονται επενδύσεις για να υποστηριχθεί, οδηγηθεί και επιταχυνθεί μια δίκαιη και κοινωνικά αποδεκτή μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Αυτό περιλαμβάνει, φυσικά, εταιρείες σε τομείς όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, επειδή είναι οι πρώτες που χρειάζονται επενδύσεις για να προσαρμοστούν και να μεταμορφώσουν δραστικά τα επιχειρηματικά τους μοντέλα. Εάν δεν επενδύσουν αυτές γρήγορα το κεφάλαιο, τη βιομηχανική ευφυΐα και την εμπειρία τους στην παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε κλίμακα, τότε ποιος θα το κάνει;
Για να μπορέσουν οι επενδυτές και οι αποταμιευτές να υποστηρίξουν μια δίκαιη πράσινη μετάβαση και να συμβάλουν ενεργά στο να γίνει πραγματικότητα η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων έχουν δουλειά μπροστά τους. Η πλήρης συμμετοχή τους θα απελευθερώσει τους πόρους και την κλίμακα για να γίνει αυτό πραγματικότητα.
* Η συγγραφέας του άρθρου είναι CEO της Amundi