Από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, γίνεται πολύς λόγος για την ηχώ του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και τους κινδύνους ενός Τρίτου. Αλλά η τρέχουσα παγκόσμια στιγμή μοιάζει πολύ περισσότερο με μια επιστροφή του ψυχρού πολέμου.
Για μια ακόμα φορά, οι ΗΠΑ συγκαλούν έναν συνασπισμό δημοκρατιών για να αντιμετωπίσουν έναν άξονα Ρωσίας-Κίνας. Για μια ακόμα φορά, οι κίνδυνοι ενός πυρηνικού πολέμου είναι κεντρικής σημασίας στη διεθνή πολιτική. Και για μια ακόμα φορά, υπάρχει ένα μεγάλο μπλοκ χωρών που δεν ευθυγραμμίζονται με κανέναν -που τώρα γενικότερα αναφέρονται ως ο «παγκόσμιος νότος»- και τις οποίες «φλερτάρουν» έντονα και οι δύο πλευρές.
Πολλοί στον παγκόσμιο νότο επιμένουν πως η Ουκρανία είναι μια τοπική σύρραξη που δεν θα πρέπει να επιτραπεί να διαταράξει ή να αλλάξει ολόκληρο τον κόσμο. Αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην κυβέρνηση Μπάιντεν ήδη βάζουν τον πόλεμο σε ένα παγκόσμιο κάδρο. Βλέπουν τη Ρωσία και την Κίνα ως εταίρους σε μια αμφισβήτηση της «τάξης που βασίζεται σε κανόνες», την οποία τηρούν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους. Οι μάχες στην Ουκρανία είναι επί του παρόντος το κεντρικό θέατρο αυτής της ευρύτερης μάχης.
Από την άποψη της Ουάσιγκτον, οι απειλές για την ασφάλεια στην Ευρώπη και την Ασία είναι πλέον τόσο βαθιά συνδεδεμένες, που οι δύο ήπειροι θεωρούνται από τους αξιωματούχους ως ένα «ενιαίο λειτουργικό σύστημα». Αυτό είναι ένα μοτίβο σκέψης που θυμίζει πολύ τον ψυχρό πόλεμο, όταν η Αμερική πρόσεχε πάντα επειδή το τι συνέβαινε στο Βιετνάμ ή στην Κορέα θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στη χωρισμένη πόλη του Βερολίνου ή στον Βόρειο Ατλαντικό.
Μια μεγάλη διαφορά από τον τελευταίο ψυχρό πόλεμο είναι πως αυτή τη φορά οι Αμερικανοί βλέπουν την Κίνα, και όχι τη Ρωσία, ως τον πιο σοβαρό αντίπαλο. Αυτή η πεποίθηση δεν άλλαξε από το γεγονός πως ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν ήταν αυτός που εξαπέλυσε πόλεμο. Μάλιστα, η προσοχή της κυβέρνησης Μπάιντεν στην Κίνα εντείνει την τάση να θεωρείται ο πόλεμος της Ουκρανίας όχι μόνο ως θέμα ασφάλειας της Ευρώπης αλλά ως θέμα που αφορά την ευρύτερη παγκόσμια τάξη.
Αν και γίνεται κάποιος επιπόλαιος λόγος στη Δύση να επιχειρηθεί για μια ακόμα φορά να μεθοδευτεί μια διάσπαση μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας, όπως έγινε τη δεκαετία του 1970, λίγοι στην Ουάσιγκτον πιστεύουν πως αυτό είναι μια ευλογοφανής βραχυπρόθεσμη προοπτική. Αντιθέτως, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι βλέπουν την Κίνα να βρίσκεται πολύ σταθερά στο πλευρό της Ρωσίας. Το να μεταπειστεί το Πεκίνο και να μη μεταφράσει τα φιλορωσικά του αισθήματα σε άμεση στρατιωτική ή οικονομική υποστήριξη της Μόσχας παραμένει κορυφαία αμερικανική προτεραιότητα.
Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Ασία -ιδιαίτερα η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Αυστραλία- ενδιαφέρονται επίσης πολύ για τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία στη δική τους ασφάλεια. Τα χειρότερα σενάρια για αυτές τις χώρες θα ήταν η επιθετικότητα της Ρωσίας να ενθαρρύνει την Κίνα και να αποσπάσει την προσοχή της Αμερικής -οδηγώντας σε μια κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν, που θα αλλάξει τον χάρτη της περιοχής. Στην καλύτερη περίπτωση, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα αναζωογονήσει τη δυτική συμμαχία και την αμερικανική παγκόσμια ηγεσία και θα κάνει την Κίνα να κάνει πίσω στην Ασία.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι άνθρωποι του Μπάιντεν δεν πιστεύουν πως τα προβλήματα της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν αλλάξει την κινεζική γνώμη για τη λογική μιας πιθανής εισβολής στην Ταϊβάν. Οι Κινέζοι, όπως πιστεύουν, ενδιαφέρονται περισσότερο να καταλάβουν πού έχει πάει λάθος η Ρωσία -και να προσαρμόσουν αναλόγως τα δικά τους σχέδια. Η ανάγκη για συντριπτική δύναμη σε οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια είναι ένα πιθανό μάθημα. Ένα άλλο είναι η ανάγκη να προστατευθεί η κινεζική οικονομία από πιθανές δυτικές κυρώσεις.
Στα τέλη Μαΐου, ο Μπάιντεν επισκέφτηκε την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα -και όχι για πρώτη φορά, υποστήριξε πως οι ΗΠΑ θα πολεμούσαν για να υπερασπιστούν την Ταϊβάν (η κυβέρνησή του αναγκάστηκε και πάλι να μετριάσει τα σχόλια του προέδρου.) Στα τέλη Ιουνίου, το ΝΑΤΟ θα πραγματοποιήσει σύνοδο κορυφής στη Μαδρίτη. Είναι σημαντικό ότι η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία έχουν προσκληθεί να παραστούν.
Η συγκέντρωση ενός συνασπισμού δημοκρατιών έχει σκοπό να βελτιώσει τη θέση ασφαλείας της Δύσης τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία. Χώρες όπως η Ιαπωνία διαδραματίζουν σημαντικό συμβολικό και πρακτικό ρόλο στον αγώνα με τη Ρωσία. Είναι ζωτικής σημασίας για την προσπάθεια των κυρώσεων -καθιστώντας πολύ πιο δύσκολο για τη Μόσχα να βρει εύκολους τρόπους για να αντιμετωπίσει τις κυρώσεις. Σε αντάλλαγμα, οι Ασιάτες επιθυμούν να δουν τις ευρωπαϊκές χώρες να παίζουν μεγαλύτερο ρόλο ασφάλειας στην Ασία. Οι πρόσφατες ναυτικές επισκέψεις στην περιοχή, από Βρετανούς, Γάλλους, Γερμανούς και Ολλανδούς, είναι ευπρόσδεκτες.
Όμως, ενώ οι Αμερικανοί είναι ευχαριστημένοι με την αντίδραση των σημαντικότερων Βορειοασιατών συμμάχων τους στον πόλεμο της Ουκρανίας, ανησυχούν για την αποτυχία τους να κερδίσουν τη μάχη για τη γνώμη στη νοτιοανατολική Ασία. Σε μια πρόσφατη σύνοδο κορυφής με την Ένωση Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας στην Ουάσιγκτον, ορισμένοι ηγέτες της ASEAN επανέλαβαν κατ' ιδίαν ρωσικά σημεία συζήτησης σχετικά με την ευθύνη του ΝΑΤΟ για τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις υποτιθέμενες επιχειρήσεις προβοκάτσιας.
Η Ινδία θεωρείται ακόμη πιο σημαντική πρόκληση. Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Naredra Modi πρόσεξε να αποφύγει να πάρει θέση για την Ουκρανία, απέχοντας από τις βασικές ψηφοφορίες του ΟΗΕ και αυξάνοντας τις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία. Οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι το να φοβερίσουν το Νέο Δελχί στο ζήτημα αυτό πιθανόν θα είναι αντιπαραγωγικό. Αντιθέτως, σκοπεύουν να φέρουν σταδιακά την Ινδία πιο κοντά τους, δίνοντας έμφαση στα κοινά συμφέροντα ασφαλείας των δύο χωρών για τον περιορισμό της κινεζικής ισχύος.
Ορισμένοι ιστορικοί βλέπουν τώρα τον πρώτο και τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως δύο στάδια της ίδιας σύγκρουσης -που χωρίζονται από μια γενιά όλο και πιο εύθραυστης ειρήνης. Ίσως οι μελλοντικοί ιστορικοί να μιλήσουν για τον πρώτο και τον δεύτερο ψυχρό πόλεμο -που τους χωρίζει μια 30χρονη εποχή παγκοσμιοποίησης. Ο πρώτος ψυχρός πόλεμος έληξε με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989. Ο δεύτερος, όπως φαίνεται, ξεκίνησε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.