Oι ξένοι επενδυτές έχουν ξεφορτωθεί κινεζικές μετοχές αξίας $6 δισ. τους πρώτους τρεις μήνες του 2022, επίπεδο που αποτελεί ρεκόρ, υπό τον φόβο νέας έξαρσης των κρουσμάτων κορωνοϊού και του ενδεχόμενου οι χώρες της Δύσης να επιβάλλουν κυρώσεις στο Πεκίνο αν παράσχει στήριξη στη Ρωσία στον πόλεμο με την Ουκρανία.
Oι κινεζικές μετοχές δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα στην αρχή της εβδομάδας καθώς τα κρούσματα Covid-19 εκτινάχτηκαν σε μεγάλες πόλεις όπως η Σαγκάη και η Σεντζέν, διευρύνοντας τις φετινές απώλειες.
Οι εγχώριοι επενδυτές έχουν επανέλθει μετά το σήμα του Πεκίνου ότι θα προχωρήσει σε σειρά μέτρων για την τόνωση της αγοράς. Αλλά δεν συνέβη το ίδιο στις ξένες επενδύσεις σε κινεζικές μετοχές.
Η απόκλιση αυτή, υποστηρίζουν επενδυτές και διαχειριστές κεφαλαίων, αντανακλά φόβους που έχουν κατακρημνίσει ακόμα και τις αποτιμήσεις εταιρειών που είχαν πρωταγωνιστήσει στο ράλι του κινεζικού χρηματιστηρίου το 2020, όταν η αγορά εμφάνισε μεγάλα κέρδη χάρη στην αρχική επιτυχία της πολιτικής «μηδενικής ανοχής» στον κορωνοϊό που εφάρμοσε το Πεκίνο.
«Τις δύο τελευταίες εβδομάδες, οι κινεζικές μετοχές είναι αντιμέτωπες με την τέλεια καταιγίδα» τόνισε η Προύσκα Ιαμθόνγκτονγκ, υπεύθυνη επενδύσεων στις ασιατικές μετοχές στον κολοσσό διαχείρισης κεφαλαίων Abrdn. Η ίδια πρόσθεσε ότι η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις κινεζικές μετοχές «είναι τόσο χαμηλή που ένα μέρος της μεταβλητότητας θα συνεχιστεί».
Ο Πατ Ρου, διαχειριστής χαρτοφυλακίου με έδρα το Χονγκ Κονγκ για την Neuberger Berman ο οποίος ειδικεύεται στις αναδυόμενες αγορές, πρόσθεσε ότι «όταν φοβόμαστε γενικά τις αγορές, τείνουμε να αποφεύγουμε το ρίσκο και αυτό είναι που συμβαίνει τώρα».
Οι κινεζικές μετοχές έχουν κακή επίδοση όλη τη χρονιά. Ο δείκτης CSI 300 βρίσκεται μόλις 4% πάνω από εκεί που βρισκόταν στο τέλος του 2019, όταν καταγράφηκαν τα πρώτα κρούσματα κορωνοϊού στην Κίνα. Ο δείκτης Nasdaq Golden Dragons που περιλαμβάνει τους κινεζικούς κολοσσούς που είναι εισηγμένοι στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έχει υποχωρεί κατά 25% περίπου.
Συγκριτικά, την ίδια περίοδο ο αμερικανικός S&P 500 και ο τεχνολογικός δείκτης Nasdaq έχουν καταγράψει περίπου 37% και 52% αντίστοιχα.
Οι εκροές ξένων κεφαλαίων από τα χρηματιστήρια της Σαγκάης και της Σεντζέν μέσω της σύνδεσης Stock Connect του Χονγκ Κονγκ ξεκίνησε στις 7 Μαρτίου, αλλά εντάθηκε δραματικά την προηγούμενη εβδομάδα.
Στο κλείσιμο της περασμένης Παρασκευής, οι καθαρές πωλήσεις τη φετινή χρονιά από offshore επενδυτές έφτασαν τα 6 δισ. δολάρια (40 δισ. ρενμίνμπι), το χειρότερο τρίμηνο από τότε που ξεκίνησε αυτή η συνεργασία με το χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ το 2014. Το sell-off έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το 2021, όταν οι καθαρές εισροές μέσω αυτής της συνεργασίας ξεπέρασαν τα 430 δισ. ρενμίνμπι.
Οι επενδυτές ανέφεραν τρεις λόγους για τη φυγή των ξένων από τις κινεζικές μετοχές: τους νέους φόβους για πιθανή διαγραφή κινεζικών μετοχών από το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, την άνοδο των κρουσμάτων κορωνοϊού σε μεγάλες πόλεις όπως η Σαγκάη και η Σεντζέν και ανησυχίες για το ενδεχόμενο να παράσχει η Κίνα στήριξη στη Ρωσία για την εισβολή της στην Ουκρανία.
Την Τρίτη, μετά τη δεύτερη διψήφια ημερήσια πτώση που σημείωσαν οι κινεζικές μετοχές, η JP Morgan υποβάθμισε τις 28 από τις 29 κινεζικές μετοχές του ψηφιακού τομέα που καλύπτει σε underweight ή neutral. «Συνιστούμε στους επενδυτές να αποφεύγουν τον κινεζικό ψηφιακό τομέα για διάστημα έξι έως δώδεκα μηνών» τόνισαν οι αναλυτές, περιγράφοντας τον τομέα ως «μη ελκυστικό, χωρίς στήριξη στις αποτιμήσεις βραχυπρόθεσμα».
Στέλεχος στη μονάδα διεθνούς hedge fund στο Χονγκ Κονγκ δήλωσε στην αρχή της εβδομάδας ότι «ένιωσε όπως το 2015», όταν είχε σκάσει η φούσκα των κινεζικών μετοχών.
Αλλά την Τρίτη, ο Λιού Χε, αντιπρόεδρος του προέδρου Σι Τζινπίνγκ και ο στενότερος οικονομικός του σύμβουλος, ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση θα λάβει μέτρα για να «δώσει ώθηση στην οικονομία το πρώτο τρίμηνο» και να εισάγει «πολιτικές φιλικές προς την αγορά».
Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης στήριξαν το μήνυμα του Λιού με δηλώσεις από έκτακτη συνεδρίαση της επιτροπής χρηματοοικονομικής σταθερότητας της Κίνας στην οποία είχε μόλις προεδρεύσει, που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων έκκληση «να ολοκληρωθεί γρήγορα η αποκατάσταση των μεγάλων τεχνολογικών πλατφορμών της Κίνας» και μια κίνηση για να εγκαταλειφθούν οι δοκιμαστικές εφαρμογές φόρων στην ακίνητη περιουσία που είχαν επιφέρει πλήγμα στους κατασκευαστές.
«Το μήνυμα είναι πολύ ξεκάθαρο: η κινεζική κυβέρνηση θέλει να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα στήριξης της αγοράς» τόνισε η Τζέσικα Τι, ειδική στις επενδύσεις στις κινεζικές και ασιατικές μετοχές στην BNP Paribas Asset Management. «Φαίνεται πως χαλαρώνουν τον αυστηρό ρυθμιστικό έλεγχο για να προσφέρουν περισσότερη στήριξη και να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη της αγοράς».
Μετά τις υποσχέσεις του Πεκίνου για φιλικές προς την αγορά μεταρρυθμίσεις κάποιοι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι αναβάθμισαν τις κινεζικές μετοχές.
Η Credit Suisse ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι αυξάνει τη σύσταση για τις κινεζικές μετοχές σε overweight, καθώς ο Μάικλ Στρόμπακ, ο επικεφαλής CIO της τράπεζας, χαρακτήρισε την κίνηση του Πεκίνου ως «σημαντική».
Αναλυτές της Citigroup αναβάθμισαν επίσης τις κινεζικές μετοχές σε overweight την Πέμπτη, λέγοντας ότι εάν οι αρχές εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους «θα αφαιρούσαν σχεδόν όλες τις πιέσεις στις κινεζικές μετοχές για τις οποίες ανησυχούσε η αγορά».
Αλλά και οι δύο τράπεζες χαρακτήρισαν την πρόθεσή τους να αγοράσουν περισσότερες μετοχές ως «τακτική» - συνήθως μια ένδειξη ότι η αγορά θα είναι περιορισμένη ή θα στοχεύει συγκεκριμένες μετοχές, αντί να αυξήσει συνολικά την έκθεση στην αγορά της Κίνας.
Οι αναλυτές προειδοποίησαν επίσης ότι μετά από τόσο πόνο για τις κινεζικές μετοχές τους τελευταίους δώδεκα μήνες, θα χρειαστεί χρόνος και συγκεκριμένες ενέργειες για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών που έχουν «καεί» επανειλημμένα.
Ο Τόμας Γκάτλεϊ, αναλυτής στην εταιρεία συμβούλων Gavekal Dragonomics με έδρα το Πεκίνο, τόνισε ότι η δήλωση της επιτροπής ήταν «διατυπωμένη με όρους τόσο θετικούς που αν δεν εκπληρωθούν κατά τη διάρκεια του επόμενου μήνα... θα δούμε νέα πτώση στις αγορές».
Ο Γκάτλεϊ πρόσθεσε ότι, όπως πολλές δεσμεύσεις από ανώτατους αξιωματούχους, η δήλωση ήταν προσεκτικά διατυπωμένη για να δίνει στο Πεκίνο τη δυνατότητα υπαναχώρησης εάν οι προτεραιότητες του αλλάξουν ξαφνικά ή οι ρυθμιστικές αρχές προχωρήσουν σε μέτρα επιβολής που ήταν προγραμματισμένα.
«Αυτή η [προσέγγιση] λειτουργεί αρκετά καλά για τη μακροοικονομική πολιτική γενικά και τη διακυβέρνηση μιας μεγάλης, ποικιλόμορφης χώρας», είπε. «Αλλά δεν είναι τόσο καλή για την αποστολή μηνυμάτων στην αγορά» τόνισε.