Η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώθηκε σε 90% των χωρών του κόσμου το 2020. Αυτό υπερέβη το ποσοστό που είχε σημειωθεί κατά τη διάρκεια των δυο παγκόσμιων πολέμων, της Μεγάλης Ύφεσης και της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Μια πανδημία, όπως ξέρουμε πλέον, είναι μια ολοκληρωμένη καταστροφή. Αφήνει επίσης κακή υγεία και κοινωνικές και οικονομικές διαταράξεις. Μεταξύ των πιο μακροχρόνιων επιπτώσεων θα ήταν οι χρηματοοικονομικές, ιδιαίτερα στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες. Το φάσμα μιας χαμένης δεκαετίας πλανάται για τα ευάλωτα έθνη. Για να αποτραπεί αυτό θα χρειαστούν αποφασιστικές ενέργειες.
Αυτό είναι το θέμα της τελευταίας έκθεσης World Development Report (WDR), με τίτλο «Finance for an Equitable Recovery», που προετοιμάστηκε υπό τη διεύθυνση της επικεφαλής οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας, Carmen Reinhart, γνωστής ειδικού στην παγκόσμια χρηματοοικονομική.
Όπως αναφέρει, «το 2020 το μέσο συνολικό χρέος των χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χωρών αυξήθηκε κατά περίπου 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, σε σύγκριση με μια μέση ετήσια αύξηση 1,9 ποσοστιαίων μονάδων κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών. Πενήντα-μία χώρες (συμπεριλαμβανομένων 44 αναδυόμενων οικονομιών) βίωσαν υποβάθμιση της πιστοληπτικής τους αξιολόγησης». Το 53% των χωρών χαμηλού εισοδήματος θεωρούνται τώρα πως βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο δυσχέρειας λόγω χρέους.
Οι απότομες αυξήσεις χρέους ήταν μια απαραίτητη αντίδραση στην πανδημία. Πράγματι, το πρόβλημα για τις περισσότερες αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες ήταν πως μπορούσαν να δανειστούν υπερβολικά λίγα, κάτι που είχε σοβαρές επιπτώσεις στον πληθυσμό τους. Εν μέρει ως αποτέλεσμα αυτού, η Covid έχει αυξήσει την ανισότητα όχι μόνο εντός χωρών, αλλά και μεταξύ χωρών. Επίσης, ο αριθμός των ανθρώπων σε ακραία φτώχεια έκανε άλμα κατά 80 εκατομμύρια το 2020, την μεγαλύτερη τέτοια αύξηση που έχει καταγραφεί σε μια γενιά.
Όμως, οι απώλειες αυτές μπορεί να επιμείνουν. Ένας λόγος είναι πως, αν και η πανδημία μπορεί να υποχωρεί, η προμήθεια εμβολίων και άλλων θεραπειών παραμένει εξαιρετικά άνιση σε όλον τον κόσμο. Ενας άλλος είναι πως ορισμένοι σημαντικοί κλάδοι, όπως ο τουρισμός, μπορεί να χρειαστούν πολύ χρόνο για να ανακάμψουν. Ένας άλλος είναι η διατάραξη της εκπαίδευσης. Ένας ακόμα είναι πως οι μικρές και οι «ανεπίσημες» επιχειρήσεις από τις οποίες εξαρτάται ένα τεράστιο μερίδιο του πληθυσμού των αναπτυσσόμενων χωρών, αναγκάστηκαν να κλείσουν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Εν τούτοις, η σημαντικότερη πηγή μιας «οικονομικής long covid» πιθανότατα θα είναι η χρηματοοικονομική δυσχέρεια. Οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες αγορές όχι μόνο έχουν ιστορικά υψηλά ποσοστά δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, αλλά έχουν και άλλα συμπτώματα. Μεταξύ άλλων, σημειώνεται στο WDR, υπήρξαν άλματα στις καθυστερούμενες οφειλές κυβερνήσεων στην υποσαχάρια Αφρική καθώς και ξεκάθαρες ενδείξεις εταιρικών δυσχερειών.
Οι ισολογισμοί των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα, των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, των κρατικών και ξέων πιστωτών, είναι διασυνδεδεμένοι. Οι δεσμοί αυτοί είναι πάντα θολοί. Ωστόσο, αυτή τη φορά αυτό γίνεται εσκεμμένα. Όπως σημειώνει το WDR, «σε πολλές χώρες, η αντίδραση στην κρίση περιελάμβανε μεγάλης κλίμακας μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όπως μορατόρια χρέους και πάγωμα στις ανακοινώσεις των πιστώσεων».
Πολλές από αυτές τις πολιτικές είναι πρωτοφανείς. Κανένας δεν γνωρίζει τι θα αποκαλυφθεί καθώς η ανοχή φτάνει στο απαραίτητο τέλος της. Αλλά ο συνδυασμός της μείωσης της κρατικής στήριξης με την κλίμακα του εκκρεμούς χρέους είναι βέβαιο πως θα δημιουργήσει άλματα στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Αυτό το τελευταίο θα αποδυναμώσει τον δανεισμό, αρχίζοντας έναν αρνητικό κύκλο με την πραγματική οικονομία. Αυτό που ισχύει εντός των χωρών, ισχύει ακόμα περισσότερο μεταξύ των χωρών, με την εξαίρεση πως οι οφειλέτες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το εξωτερικό χρέος χωρίς βοήθεια.
Η βασική σύσταση του WDR είναι να αντιμετωπιστεί κατά μέτωπο το «κόκκινο» χρέος. Όπως σημειώνει η Reinhart, «ο άμεσος εντοπισμός και η γρήγορη επίλυση των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών εύθραυστων σημείων μπορούν να κάνουν όλη τη διαφορά μεταξύ μιας οικονομικής ανάκαμψης που είναι εύρωστη και μιας οικονομικής ανάκαμψης που παραπαίει –ή ακόμα χειρότερα, που καθυστερεί την ανάκαμψη». Αλλά οι κυβερνήσεις θα βρουν τότε αναπόφευκτα πως κάποιες από τις απώλειες θα πέσουν στους δικούς τους αδύναμους ισολογισμούς, που θα εντείνουν τα προβλήματα με το κρατικό χρέος.
Η ιστορία της διαχείρισης της απαραίτητης αναδιάρθρωσης κρατικού χρέους είναι κάκιστη. Κατά μέσο όρο, η διαδικασία έχει χρειαστεί περίπου οκτώ χρόνια. Στο μεταξύ, η οικονομία και ο κόσμος υποφέρουν. Είναι προς το συνολικό ενδιαφέρον να επιλυθούν οι δυσβάστακτες καταστάσεις χρέους γρήγορα και έτσι να επιτρέπεται στη χώρα να επιστρέψει στην ανάπτυξη. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι και προς το μεμονωμένο συμφέρον του καθενός. Αυτό το πρόβλημα έχει επιδεινωθεί καθώς η σύνθεση της κοινότητας των πιστωτών έχει αλλάξει, ιδιαίτερα με τους πολύ μεγαλύτερους ρόλους που έχουν σήμερα ο ιδιωτικός τομέας και η Κίνα: το 2019, ο πρώτος κατείχει το 59% των χρεών των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων χωρών και η δεύτερη ένα 5%. Η Κίνα διακρατούσε έως και το 11% των χρεών των χωρών με χαμηλό και κατώτερο μεσαίο εισόδημα. Αυτή η συμμετοχή θα πρέπει να διέπεται από πολύ μεγαλύτερη διαφάνεια απ’ ότι ισχύει σήμερα.
Το ιδανικό θα ήταν να είχαμε τον μηχανισμό αναδιάρθρωσης κρατικού χρέους που είχε προτείνει προ δυο δεκαετιών το ΔΝΤ. Ελλείψει αυτού του μηχανισμού, θα χρειαστούμε την πειθώ διεθνών οργανισμών και κορυφαίων κυβερνήσεων. Μεσοπρόθεσμα, τα συμβόλαια χρέους πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτα απ’ ότι είναι. Ως έχει τώρα, οι απαραίτητες αναδιαρθρώσεις χρέους θα είναι παρατεταμένες και χαοτικές.
Η ανάκαμψη από την πανδημία θα είναι βραδεία σε πολλές αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες, που δεν διαθέτουν τα υγειονομικά και χρηματοοικονομικά μέσα για να την αντιμετωπίσουν σωστά. Επιπλέον, πρέπει τώρα να περιμένουμε υψηλότερα επιτόκια στις ΗΠΑ και αλλού. Αυτό είναι σχεδόν βέβαιο πως θα δημιουργήσει δυσανάλογες αυξήσεις στα spreads ρίσκου, καθώς και αντιστροφή κεφαλαιακών ροών. Το μόνο καλό για οποιεσδήποτε από αυτές τις χώρες, είναι οι υψηλές τιμές των εμπορευμάτων.
Κορυφαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αναγνωρίσουν τους κινδύνους, ιδιαίτερα τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους για μια πραγματικά παγκόσμια ανάκαμψη. Μια χαμένη δεκαετία για μια σειρά φτωχών χωρών θα ήταν κάτι ανήθικο. Θα επιδείνωνε επίσης την απειλή κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας.
Τους προειδοποιήσαμε.