Αν και πολλοί ηγέτες της Δύσης δεν πήγαν στην έναρξη των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Κίνας Xi Jinping και πάλι κατάφερε να προσελκύσει έναν guest star: τον πρόεδρο της Ρωσίας Vladimir Putin.
Μετά από συνομιλίες και ένα δείπνο, μια κοινή ανακοίνωση περισσοτέρων από 5.000 λέξεων που εξέδωσαν οι δυο ηγέτες, αποκήρυσσε την αμερικανική παρέμβαση στις υποθέσεις τους και αντιτάχθηκε στην περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ -του νούμερο ένα φόβητρου της Ρωσίας.
Η συνάντηση έδειξε το πώς η αυξανόμενη απειλή πολέμου για την Ουκρανία επιταχύνει μια σημαντική αναπροσαρμογή στη γεωπολιτική, ωθώντας τη Μόσχα και το Πεκίνο σε έναν στενότερο εναγκαλισμό. Η Ρωσία θα στραφεί προς την Κίνα για να αμβλύνει την επίπτωση των δυτικών κυρώσεων που μπορεί να επιβληθούν μετά από μια επίθεση στην Ουκρανία. Η Kίνα θα απαιτήσει τώρα τη στήριξη της Ρωσίας για τις δικές της περιφερειακές φιλοδοξίες στην Ταϊβάν και αλλού.
Μια κρίσιμης σημασίας «κόλλα» της σχέσης αυτής είναι οι υδρογονάνθρακες. Η Ρωσία έχει άφθονο πετρέλαιο, αέριο και άνθρακα και -τουλάχιστον για τώρα- ορισμένες στρατιωτικές τεχνολογίες που δεν έχει η Κίνα. Το Πεκίνο έχει κεφάλαιο, μηχανολογικό εξοπλισμό και άλλου είδους τεχνολογία που χρειάζεται η Μόσχα.
Το Πεκίνο εξακολουθεί να αγοράζει ένα κλάσμα μόνο του αερίου που αγοράζει η Ευρώπη από τη Ρωσία. Αλλά το γεγονός πως υπάρχουν τώρα αγωγοί, μετά την αμοιβαία καχυποψία που για χρόνια μπλόκαρε την πρόοδο σε τέτοιου είδους δεσμούς, είναι συμβολικό του πώς έχουν παγιωθεί οι ευρύτεροι δεσμοί. Δεν είναι σύμπτωση που μια 30ετής συμφωνία ύψους 400 δισ. δολαρίων για την προμήθεια αερίου, που ανοίγει τον δρόμο για την κατασκευή του αγωγού αερίου Power of Siberia μεταξύ των δύο χωρών, υπεγράφη λίγες μόλις εβδομάδες μετά τη ρήξη που προκάλεσε με τη Δύση το 2014 η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία.
Η εμβάθυνση της συνεργασίας από τότε αντανακλά μια σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ του Πεκίνου και της Μόσχας. Και τα δύο είναι αυταρχικά κράτη που δυσανασχετούν με τον «μονοπολικό» κόσμο που κυριαρχείται από τις ΗΠΑ και με τις δυτικές προσπάθειες για εξάπλωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Και τα δύο πιστεύουν πως η Αμερική έχει σκοπό να τους υπονομεύσει: η Μόσχα βλέπει «χέρι» της Ουάσιγκτον στη φιλοδυτική επανάσταση της Ουκρανίας το 2014 και το Πεκίνο κατηγορεί τις «ξένες δυνάμεις» για ενορχήστρωση των φιλοδημοκρατικών διαδηλώσεων του Χονγκ Κονγκ το 2019. Και τα δύο κράτη θέλουν μια παγκόσμια τάξη που αντανακλά καλύτερα τα δικά τους συμφέροντα.
Επίσης, και τα δύο κράτη αντιστέκονται πιο θαρραλέα στην αμερικανική επιρροή. Η Κίνα από καιρό αντιτίθεται στην επέκταση των στρατιωτικών συμμαχιών. Αλλά η κοινή ανακοίνωση του Xi με τον Putin πως οι δυο χώρες «αντιτίθενται στην περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ» ήταν πιο συγκεκριμένη από ποτέ για την κινεζική ηγεσία. Δείχνοντας μια ασυνήθιστη αποφασιστικότητα σε ένα ζήτημα που δεν βρίσκεται κοντά στην Κίνα, το κοινό ανακοινωθέν ανέφερε επίσης πως το Πεκίνο «συμπαραστέκεται και υποστηρίζει» τις προτάσεις της Ρωσίας για νομικά δεσμευτικές εγγυήσεις ασφαλείας στην Ευρώπη.
Ωστόσο, εδώ η φιλία σκοντάφτει στους περιορισμούς της. Αν και η Ρωσία επανέλαβε τη θέση της πως η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας, η ανακοίνωση δεν περιελάμβανε άμεση αναφορά στην Ουκρανία. Το Πεκίνο, που από καιρό έχει ως αρχή της εξωτερικής πολιτικής τον σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας και έχει επιδιώξει εμπορικούς και πολιτικούς δεσμούς με την Ουκρανία, μπορεί να μην έχει ιδιαίτερο συμφέρον για μια ρωσική στρατιωτική εισβολή που θα προκαλούσε μια παγκόσμια κρίση και θα κινητοποιούσε το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Η τρέχουσα αντιπαράθεση, αντιθέτως, βολεύει την Κίνα καθώς κρατά «δεμένη» τη Ρωσία και τη Δύση σε μια παρατεταμένη διπλωματική σύγκρουση.
Επιπλέον, ενώ είναι τώρα ξεκάθαρα γεωπολιτικοί εταίροι, η πιθανότητα η Κίνα και η Ρωσία να γίνουν ολοκληρωμένοι στρατιωτικοί σύμμαχοι -και να καταλήξουν σε μια αμοιβαία αμυντική συμφωνία- παραμένει μικρή. Οι δύο χώρες εξακολουθούν να ανταγωνίζονται για επιρροή στην πρώην Σοβιετική Κεντρική Ασία. Το Πεκίνο διατηρεί μια εμμονική μυστικότητα αναφορικά με τα συμφέροντα ασφαλείας του. Η Μόσχα φοβάται μήπως γίνει διακριτός κατώτερος εταίρος μιας χώρας με έναν πληθυσμό και μια οικονομία δέκα φορές του δικού της μεγέθους.
Η σινο-ρωσική επαναπροσέγγιση είναι ευρεία και θα πρέπει να την παρακολουθεί προσεκτικά ο υπόλοιπος κόσμος. Αλλά, παρά την πρόσφατη επιβεβαίωση και των δύο χωρών, δεν είναι «χωρίς όρια».