Oι προειδοποιήσεις την περίοδο 2011-2013 ήταν τρομακτικές: «Αν η ισοτιμία της τουρκικής λίρας με το δολάριο περάσει το όριο των 2 λιρών το δολάριο, η οικονομία θα καταρρεύσει». Μόλις φτάσαμε στο όριο αυτό, ο νέος στόχος για την κατάρρευση της οικονομίας μετακινήθηκε στο 3, μετά στο 5 και τώρα είμαστε στο 13. Η οικονομία παραμένει όρθια.
Μια οικονομία με τόσο υψηλό χρέος σε δολάρια όσο της Τουρκίας θα έπρεπε λογικά να είχε καταρρεύσει προ πολλού υπό το βάρος μιας τόσο μεγάλης μεταβλητότητας στην ισοτιμία του νομίσματός της. Η ιστορία των αναδυόμενων αγορών βρίθει κρίσεων στο ισοζύγιο πληρωμών λόγω παρόμοιων υποτιμήσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Μπορεί να υπάρχουν διάφοροι λόγοι για αυτή την ανθεκτικότητα. Κατά πρώτον, μέχρι τις αρχές της περασμένης χρονιάς, οι τουρκικές αρχές έκαναν ό,τι έκαναν πάντοτε όταν ήταν αντιμέτωπες με εκροές κεφαλαίων και υποτίμηση του νομίσματος: αυξήσεις επιτοκίων, αν και με καθυστέρηση και ενίοτε με συγκεχυμένο τρόπο.
Αυτός ο τρόπος διαχείρισης της οικονομίας κράτησε το σύστημα ζωντανό για κάποιο διάστημα. Αυτό έδωσε στους οικονομικούς δρώντες την ευκαιρία να χτίσουν μαξιλάρια ασφαλείας έναντι μιας μη ισορροπημένης οικονομίας. Οι τράπεζες, για παράδειγμα, κράτησαν τους ισολογισμούς τους προφυλαγμένους από τις μεταβολές στην ισοτιμία του τουρκικού νομίσματος.
Χάρη στην αύξηση των καταθέσεων σε δολάριο και το χαμηλό επίπεδο χορηγούμενων δανείων σε συνάλλαγμα σε σχέση με αυτές, οι τράπεζες είχαν επίσης πλεόνασμα δολαρίων. Οπότε δάνειζαν δολάρια για να έχουν φθηνή ρευστότητα σε λίρα, δημιουργώντας στην πορεία έναν ασφαλή μηχανισμό για τις ίδιες.
Αλλά δεν είναι μόνο οι τράπεζες οι οποίες έχουν γίνει πιο ανθεκτικές με την πάροδο του χρόνου. Καθώς η δολαριοποίηση επεκτεινόταν, τα νοικοκυριά εξακολουθούσαν να συσσωρεύουν στοιχεία ενεργητικού σε δολάριο, αλλά όχι και χρέη σε συνάλλαγμα. Ο λόγος για αυτό είναι ότι οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να δανείζουν στα νοικοκυριά σε συνάλλαγμα, καθιστώντας τα πολύ πιο ανθεκτικά στο συναλλαγματικό ρίσκο. Αυτό ήταν το σημείο στο οποίο οι ρυθμιστικές αρχές έδειξαν τη μεγαλύτερη προνοητικότητα.
Με τον καιρό έχει αλλάξει επίσης και το προφίλ των πιστωτών της χώρας. Οι απότομες εισροές και εκροές στα χαρτοφυλάκια έχουν μειωθεί σημαντικά. Το 30% της εγχώριας αγοράς χρέους βρισκόταν στα χέρια ξένων, αλλά τώρα το νούμερο αυτό είναι λιγότερο από 5% (μόλις 3 δισ. δολάρια σε απόλυτους όρους). Εν τω μεταξύ, το 50% των κρατικών ευρωομολόγων της χώρας βρίσκεται στα χέρια γηγενών.
Αυτό έχει καταστήσει την Τουρκία πιο εξαρτημένη από διαφορετικού είδους εξωτερικούς πιστωτές – την κοινοπρακτική αγορά δανείων, την εμπορική χρηματοδότηση, τον ενδοεταιρικό δανεισμό ή τους εγχώριους δανειστές. Οι πιστωτές αυτοί είναι πιο υπομονετικοί και έχουν πιο μακροπρόθεσμο προσανατολισμό από τους ξένους επενδυτές χαρτοφυλακίου.
Το πέρασμα του χρόνου έχει επιτρέψει επίσης στις τουρκικές εταιρείες, τον πιο αδύναμο κρίκο της χώρας όσον αφορά το εξωτερικό χρέος, να μειώσουν κάπως τα επίπεδα των οφειλών τους χτίζοντας παράλληλα μια θετική καθαρή βραχυπρόθεσμη συναλλαγματική θέση.
Το πρόβλημα, ωστόσο, συνεχίζει να έγκειται στον συντονισμό. Ενώ θεωρητικά κάθε οικονομικός τομέας έχει επαρκή μαξιλάρια ρευστότητας από μόνος του, είναι όλοι αλληλλοεξαρτώμενοι. Aν γίνεται χρήση στοιχείων ενεργητικού σε ξένο νόμισμα σε έναν τομέα, αυτό έχει αντίκτυπο σε όλο το σύστημα, καθώς αυτά τα στοιχεία ενεργητικού θα βρίσκονται στον ισολογισμό κάποιου άλλου.
Eν τω μεταξύ, η χώρα γυρίζει το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της σε πλεόνασμα χάρη στη μεγάλη υποτίμηση της λίρας η οποία έδωσε ώθηση στις εξαγωγές και συρρίκνωσε τις εισαγωγές. Ακόμα δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσον αυτή η στροφή στο ισοζύγιο, θα παγιωθεί, είναι απλά ένα παροδικό φαινόμενο ή μια διαρθρωτική εξισορρόπηση της οικονομίας.
Συνολικά, πρόκειται για ένα εξαιρετικά ανθεκτικό ταξίδι, αν και αρκετά πιο μακρύ από ότι θα ανέμεναν πολλοί από εμάς. Οι Τούρκοι έχουν υποφέρει επίσης από τον υψηλό πληθωρισμό και τη συρρίκνωση της αγοραστικής τους δύναμης σε δολάριο. Και το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει σπάσει ακόμα δεν σημαίνει ότι δεν θα συμβεί αυτό.
Η εκδίωξη του κυβερνήτη της κεντρικής τράπεζας Νασί Αγκμπάλ, ενός υπέρμαχου της οικονομικής ορθοδοξίας, από τον Ταγίπ Ερντογάν τον Μάρτιο του 2021 αποτέλεσε σίγουρα ένα ορόσημο, όπως φαίνεται και από τις πέρα από κάθε οικονομική λογική μειώσεις επιτοκίων που ακολούθησαν. H παλιά συνταγή των καθυστερημένων αυξήσεων επιτοκίων εγκαταλείφθηκε για τα καλά. Η συναλλαγματική ισορροπία στο σύστημα παραμένει πολύ εύθραυστη για να είναι βέβαιη η κυβέρνηση ότι μπορεί να αποφύγει ένα ατύχημα.
Εν τω μεταξύ, οποιεσδήποτε δηλώσεις από την Άγκυρα περί «νέου οικονομικού μοντέλου» που βασίζεται στα υψηλά ποσοστά αποταμίευσης και στο φθηνό νόμισμα θα έπρεπε να αξιολογηθεί και αφού ληφθεί υπόψη ο υψηλός και επίμονος πληθωρισμός και η συρρίκνωση της ζήτησης.
Η Τουρκία ήταν ένας πολύ ελκυστικός προορισμός για τους ξένους ηγέτες- μια οικονομία με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και αξιολόγηση «ΒΒ», με απόδοση 5% στα ομόλογα σε δολάριο, σε μια εποχή που ο υπόλοιπος πλανήτης πρόσφερε μηδενικές αποδόσεις. Η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει προς το χειρότερο. Το κατά πόσον οι νέοι πιστωτές όπως και οι γηγενείς θα εμπιστευτούν τις νέες οικονομικές ρυθμίσεις παραμένει ένα ανοιχτό ζήτημα. Αλλά αν δεν υπάρξει αλλαγή στην πολιτική που ακολουθείται, η κυβέρνηση θα δοκιμάζει τα όρια τους.
* Ο αρθρογράφος είναι chief investment officer στο χρέος των αναδυόμενων αγορών στην FIM Partners