O Recep Tayyip Erdogan, ο δεσποτικός πρόεδρος της Τουρκίας, συμπεριφέρεται περισσότερο από ποτέ σαν να μην έχει όρια η εξουσία του –και αυτό τη στιγμή ακριβώς που μοιάζει πιο ευάλωτος από ποτέ μετά από δυο δεκαετίες κατά της οποίες δέσποζε πάνω από την τουρκική πολιτική.
Έτσι, όταν ο πληθωρισμός σε ετήσια βάση έφτασε κοντά στο 50% τον περασμένο μήνα, το υψηλότερο επίπεδο της εποχής Erdogan, απέλυσε τον επικεφαλής του Τουρκικού Ινστιτούτου Στατιστικής. H εκτόξευση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας, που συμβάλλει στη δημοσκοπική βύθιση του κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, δεν… ανταποκρίθηκε.
Η εξουσία του Erdogan είναι απεριόριστη, από τότε που αντικατέστησε την κοινοβουλευτική δημοκρατία της Τουρκίας με μια προεδρία ρωσικού στιλ. Αλλά η επιβολή του ολοκληρωτισμού τον ενθάρρυνε να κάνει ριψοκίνδυνα λάθη κρίσεως. Έχοντας απαλλαγεί από όλους τους συνιδρυτές του AKP και παραμερίσει όλους τους σοβαρούς οικονομικούς ειδήμονες, δεν υπάρχει πλέον κανένας γύρω του για να του πει πως ο Σουλτάνος είναι γυμνός.
Τον Οκτώβριο διέταξε την απέλαση δέκα δυτικών πρεσβευτών, συμπεριλαμβανομένου αυτού των ΗΠΑ, κίνηση που θα έσπαζε οριστικά τις ήδη εύθραυστες σχέσεις που έχει η Τουρκία –μέλος του ΝΑΤΟ- με την υπόλοιπη Δύση. Αλλά έκανε πίσω στην απειλή αυτή.
Όμως φαίνεται πως δεν μπορεί να κάνει πίσω από την καταστροφική οικονομική του πολιτική, ιδιαίτερα την πεποίθηση πως η αύξηση των επιτοκίων προκαλεί, αντί να περιορίζει τον πληθωρισμό. Έχει κυνηγήσει την κεντρική τράπεζα -και μια ακολουθία απολυμένων διοικητών- για να μειώσει τα επιτόκια, στέλνοντας τη λίρα στα τάρταρα (πτώση 44% πέρυσι έναντι του δολαρίου) και τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό.
Η δίψα του Erdogan για την οικονομική ανάπτυξη εκείνη που του έδωσε τη δυνατότητα να μοιράσει την ευημερία, την παιδεία και την υγεία στη συντηρητική «καρδιά» της Ανατολίας κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του στην εξουσία, βασίζονταν στη φθηνή πίστωση, την κατανάλωση και τις αχαλίνωτες κατασκευές. Αυτά εξανεμίστηκαν πολύ πριν την πανδημία. Η αποτυχία του να υπερασπιστεί τη λίρα παρά το ότι «έκαψε» αποθεματικά πάνω από 100 δισ. δολάρια, κάνει τους επενδυτές να αναρωτιούνται αν η Τουρκία θα μπορέσει να εξυπηρετήσει τα χρέη της.
Αυτή η ανεξέλεγκτη διολίσθηση βρίσκεται στην «καρδιά» της αυξανόμενης πεποίθησης της αντιπολίτευσης μπορεί τελικά να καταφέρει να διώξει τον Erdogan και να αποκαταστήσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία της Τουρκίας.
Οι προεδρικές εκλογές αναμένεται να πραγματοποιηθούν τον Ιούνιο του επόμενου έτους. Αλλά το AKP, από τότε που πρωτοανέβηκε στην εξουσία τον Νοέμβριο του 2002, πλασάροντας τον εαυτόν του ως το νέο-ισλαμιστικό ανάλογο της ευρωπαϊκής χριστιανοδημοκρατίας, βρίσκεται έκτοτε μόνιμα σε κατάσταση συναγερμού. Συμπεριφέρεται ταυτόχρονα ως ένα δεσποτικό κυβερνών κόμμα, αλλά και ως ελλιπής αντιπολίτευση που πολεμά τις κοσμικές δυνάμεις που του στερούν την πολιτική νομιμότητα. Και ο Erdogan θα μπορούσε να ζητήσει πρόωρες εκλογές σε συνθήκες που στόχο έχουν να αποδείξουν πως οι διεκδικητές κάνουν λάθος.
Έχει ευνουχίσει το κοινοβούλιο, έχει κάνει όπλο το δικαστικό σώμα, έχει βάλει δικούς του σε όλα σχεδόν τα μέσα ενημέρωσης και έχει «ξεκοιλιάσει» τον δημόσιο τομέα. Έχει φυλακίσει την ηγεσία του αριστερού, φιλοκουρδικού HDP που στέρησε από το AKP την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία το 2015 –ο Erdogan επανέλαβε την εκλογική διαδικασία σε μια πυρετώδη ατμόσφαιρα αναζωπυρωμένου πολέμου με τους Κούρδους αντάρτες και ένα κύμα τζιχαντιστικών θηριωδιών.
Εν τούτοις, ο Erdogan έχει επίσης υπονομεύσει την ηγεσία του AKP –ένα από τα πιο επιτυχημένα κυβερνώντα κόμματα της σύγχρονης εποχής. Βασικές εκλογικές του περιφέρειες εγκαταλείπουν το κόμμα, όμως από την ασφάλεια των παλατιών του είναι προστατευμένος από τους υπαινιγμούς για την πολιτική του θνητότητα.
Έτσι, το ερώτημα είναι αν η αντιπολίτευση μπορεί να ενωθεί πίσω από έναν ικανό υποψήφιο και να προκαλέσει ένα εκλογικό κύμα στο οποίο δεν θα μπορέσει να αντισταθεί ο Erdogan. Πολλοί πολιτικοί αναλυτές πιστεύουν πως η αντιπολίτευση μπορεί να το κάνει. «Βρισκόμαστε στο τέλος ενός μεγάλου ιστορικού κύκλου στην Τουρκία», ανέφερε ένας εξ αυτών.
Το 2019, αφού το AKP έχασε τις περισσότερες από τις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας στις τοπικές εκλογές, ο Erdogan προσπάθησε να επαναλάβει το 2015 με μια επανάληψη των εκλογών στην Κωνσταντινούπολη, την πόλη που βρίσκεται στην «καρδιά» του μυστηρίου που απέπνεε και της οποίας υπήρξε δήμαρχος. Ο Ekrem Imamoglu, του κεντροαριστερού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού κόμματος (CHP), της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κέρδισε οριστικά με ενωμένη την αντιπολίτευση. Το ίδιο και ο Mansur Yavas στην πρωτεύουσα, την Άγκυρα. Και οι δυο τώρα έρχονται δημοσκοπικά μπροστά από τον Erdogan ως φερόμενοι υποψήφιοι για την προεδρία.
Ο Kemal Kilicdaroglu, ο ηγέτης του CHP, ως μέλος της μειονότητας των Αλεβιτών στην κυρίως Σουνιτική Τουρκία, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα μπορούσε να κερδίσει τον Erdogan. Ορισμένοι πιστεύουν πως είναι αντιπερισπασμός για να προστατεύσει τους γνήσιους υποψήφιους από τις επιθέσεις του καθεστώτος (ήδη υπάρχουν ιστορίες πως ο Yavas, που έχει το μεγαλύτερο δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι του Erdogan, είναι ένας αδήλωτος Αλεβίτης).
Η πεποίθηση της αντιπολίτευσης πως μπορεί να ρίξει τον Erdogan και να καταργήσει τον ολοκληρωτισμό του, αυξάνεται. Σύντομα θα ανακοινώσει σχέδια ως προς το πώς θα το πετύχει αυτό. Είναι δύσκολο να «μαγειρευθούν» οι εκλογές στην Τουρκία. Δεν είναι τόσο δύσκολο να βρεθεί ένα πρόσχημα για μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή μια πρόκληση: όπως η κήρυξη του Ισλάμ ως επίσημης θρησκείας του κοσμικού κράτους, με την ελπίδα να διχαστεί η αντιπολίτευση.
Τα πράγματα θα μπορούσαν να πάρουν άσχημη τροπή.