Τι να έπαθε άραγε ο Michel Barnier; Ως επικεφαλής της ομάδας διαπραγμάτευσης της ΕΕ για το Brexit, ο πατρίκιος Γάλλος έγινε διάσημος για την επιμονή του πως η ΕΕ δεν πρέπει ποτέ να παρεκκλίνει των βασικών της αρχών – περιλαμβανομένης της υπεροχής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και της ελεύθερης μετακίνησης των ανθρώπων.
Τώρα το Brexit έγινε και ο Barnier προχώρησε. Έχει θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία της Γαλλίας και έχει υιοθετήσει πολλές από τις ιδέες που κάποτε απέρριπτε. Ανωτερότητα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας; Ο Barnier έχει τώρα τις αμφιβολίες του. Μετανάστευση; Ο Barnier ζητά μορατόριουμ έως πέντε ετών. Το ευρωπαϊκό ιδεώδες; Ο Barnier προειδοποιεί πως η Γερμανία έχει γίνει υπερβολικά ισχυρή εντός της ΕΕ.
Μια πιθανή εξήγηση για αυτή την περίεργη μεταστροφή είναι πως ο πρώην επίτροπος της ΕΕ συλλογίστηκε βαθιά τις διαπραγματεύσεις για το Brexit και αποφάσισε πως οι υπέρμαχοι του Brexit κάπου είχαν δίκιο.
Μια εναλλακτική θεωρία είναι πως ο Barnier συλλογίστηκε βαθιά τις δικές του φιλοδοξίες να γίνει πρόεδρος της Γαλλίας –και αποφάσισε πως ο συντομότερος δρόμος προς την εξουσία περιλαμβάνει μια απότομη δεξιά στροφή, ακολουθούμενη από μια ταχεία μεταστροφή αναφορικά με τις ίδιες του τις αρχές.
Είναι πιθανό πως ένας πραγματικά καλός δικηγόρος θα μπορούσε να κάνει τις δηλώσεις των δυο Barnier να ακούγονται πως συνάδουν. Η τρέχουσα απαίτησή του για μορατόριουμ στη μετανάστευση, για παράδειγμα, αφορά μόνο τις αφίξεις εκτός ΕΕ. Αλλά ένας από τους πρώην στενούς συνεργάτες του στις Βρυξέλλες μου είπε πως «αυτό που λέει τώρα, για παράδειγμα για την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, είναι ξεκάθαρα διαφορετικό από αυτό που έλεγε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το Brexit».
Η ιστορία του Barnier δεν έχει να κάνει μόνο με τον κυνισμό ενός ανθρώπου. Λέει κάτι σημαντικό για την πολιτική στην Ευρώπη. Η βίαιη αντίδραση κατά των Βρυξελλών δεν περιορίζεται στη Γαλλία. Εμφανίζεται, με διαφορετικές μορφές, σε όλη την ΕΕ –από τη Βαρσοβία και τη Βουδαπέστη μέχρι το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης. Η ανωτερότητα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, μια αρχή που καθιερώθηκε την δεκαετία του 1960 και είναι θεμελιώδης για το ευρωπαϊκό εγχείρημα, βρίσκεται όλο και περισσότερο υπό αμφισβήτηση.
Ένας βασικός λόγος για αυτές τις αμφισβητήσεις είναι πως η ΕΕ έχει επεκτείνει τις εξουσίες της σε τομείς πολιτικής που κάποτε ήταν ο πυρήνας του έθνους-κράτους: τα σύνορα, οι προϋπολογισμοί, τα νομίσματα και τα κοινωνικά δικαιώματα. Ως αποτέλεσμα, πολλοί πολιτικοί ενοχλούνται που πρέπει να αποδεχθούν την ανωτερότητα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας σε θέματα όπως για παράδειγμα η μετανάστευση, που στις χώρες του είναι βαθύτατα αμφιλεγόμενα ζητήματα. Αυτό το πρόβλημα εντείνεται από το γεγονός πως το κλαμπ της ΕΕ έχει πλέον 27 μέλη, κάτι που καθιστά δυσκολότερη την επίτευξη συμφωνίας σε ένα κοινό βιβλίο κανόνων που θα τους βολεύει όλους.
Τα τελευταία 20 χρόνια η ΕΕ έχει εμπλακεί σε μια τεράστια συζήτηση ως προς το ποιος θα είναι καλύτερα να έχει την κυριαρχία και εξουσία: οι Βρυξέλλες ή τα έθνη-κράτη; Αυτό ήταν θέμα όταν οι Γάλλοι και Ολλανδοί ψηφοφόροι απέρριψαν το προτεινόμενο σύνταγμα της ΕΕ (που υπερασπίζονταν ο Barnier) το 2005 επειδή προωθούσε υπερβολικά την ολοκλήρωση. Η εξουσία της ΕΕ να απαιτεί αλλαγές σε ένα έθνος-κράτος ήταν επίσης ένα αμφιλεγόμενο σημείο καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης χρέους.
Το ζήτημα της κυριαρχίας ήταν το κεντρικό θέμα στην εκστρατεία του Brexit στη Βρετανία το 2016 –όπως τονίστηκε από το σλόγκαν των υπέρμαχων της αποχώρησης από την ΕΕ, πού ήταν «να πάρουμε πίσω τον έλεγχο». Ο έλεγχος των συνόρων, ένα κρίσιμης σημασίας ζήτημα για τους Brexiters, υπήρξε επίσης κεντρικής σημασίας στην επιχειρηματολογία των ευρωσκεπτικιστών στην Ουγγαρία, στην Πολωνία και στη Γαλλία.
Το γεγονός πως το Brexit εκλήφθηκε ευρύτερα ως ένα αποτυχημένο εγχείρημα σημαίνει πως καμία άλλη χώρα επί του παρόντος δεν σκέφτεται να φύγει από την ΕΕ. Αλλά το ζήτημα των εξουσιών των Βρυξελλών και της ανωτερότητας της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ξεπετάγεται με διαφορετικό πρόσχημα. Το 2020, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε πως η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αγοράζει ομόλογα κρατών της ΕΕ είναι παράνομη, υποδηλώνοντας πως οι Γερμανοί δικαστές θα μπορούσαν να υπερισχύσουν των Ευρωπαίων ομολόγων τους. Αν και η Καρλσρούη έκανε τελικά πίσω (όπως τείνει να κάνει), η απόφασή της ενθάρρυνε τις ευρωσκεπτικιστικές κυβερνήσεις στην Πολωνία και στην Ουγγαρία.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας –κατόπιν προτροπής της κυβέρνησης στη Βαρσοβία- αποφάσισε πρόσφατα πως το σύνταγμα της Πολωνίας είναι ανώτερο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Σε αντίθεση με τους Γερμανούς, οι Πολωνοί ήταν πρόθυμοι να κλιμακώσουν τη σύγκρουση και να την μετατρέψουν σε ξεκάθαρη αντιπαράθεση με τις Βρυξέλλες.
Το θέμα περιπλέκεται από το γεγονός πως η πολωνική κυβέρνηση, από πολλές απόψεις, ενεργεί κακόπιστα. Το υπερσυντηρητικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη έχει γεμίσει με υποστηρικτές του το δικαστήριο – κάτι που οι Βρυξέλλες θεωρούν απειλή για το κράτος δικαίου στην Πολωνία. Τα ζητήματα της ανωτερότητας του ευρωπαϊκού νόμου και της ανεξαρτησίας της πολωνικής δικαιοσύνης έχουν μπλεχτεί μεταξύ τους, αν και λογικά είναι διαφορετικά ζητήματα.
Με τις Βρυξέλλες να απειλούν να αποκόψουν τη ροή χρηματοδότησης προς τη Βαρσοβία, υπάρχει μια ισχυρή πιθανότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η πολωνική κυβέρνηση στο τέλος να καταλήξουν σε συμβιβασμό. Αλλά, όπως δείχνουν οι γαλλικές εκλογές, το ευρύτερο ζήτημα ως προς το αν οι Βρυξέλλες έχουν πλέον υπερβολικά μεγάλη εξουσία, θα εμφανιστεί με άλλα προσχήματα.
Προηγουμένως, πάντα θεωρούνταν πως οι μάχες εξουσίας μεταξύ των Βρυξελλών και των κρατών μελών, γενικά θα επιλύονταν υπέρ των Βρυξελλών. Η «ακόμα στενότερη ένωση» φαίνονταν αναπόφευκτη. Τα στρατηγικά και οικονομικά επιχειρήματα για μια βαθύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση παραμένουν ισχυρά. Αλλά τα πολιτικά φαίνονται όλο και λιγότερο ευνοϊκά.
Οι ευρωσκεπτικιστικές εξεγέρσεις στη Βρετανία και στην Πολωνία είναι ένα. Αλλά όταν ο Barnier, η επιτομή του «καλού Ευρωπαίου», γίνεται εθνικιστής, τότε είναι ξεκάθαρο πως αλλάζει το πολιτικό σκηνικό.
Ο επόμενος συνταγματικός διακανονισμός στην ΕΕ μπορεί να είναι υπέρ των κρατών, και όχι υπέρ των Βρυξελλών.