Οι επιχειρηματικές ειδήσεις έχουν γίνει μια πύλη στο πρόσφατο παρελθόν. Οι ερευνητές της BlackRock, του μεγαλύτερου asset manager του κόσμου, λένε στους επενδυτές έως και να τριπλασιάσουν την έκθεση τους στην Κίνα. Η Goldman Sachs έχει άδεια να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο των χρηματιστηριακών της δραστηριοτήτων εκεί. Η Apple, για την ώρα τουλάχιστον, δεν παρέχει στους κινέζους χρήστες μια εφαρμογή για το Κοράνι μετά τους ενδοιασμούς που εξέφρασαν αξιωματούχοι.
Το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στη Σαγκάη αναφέρει πως η αισιοδοξία των μελών του βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από τότε που ξεκίνησε η εμπορική διαμάχη με την Κίνα. Ως προς την επιτυχία της Goldman, η JPMorgan Chase την είχε ήδη χαρακτηρίσει «ορόσημο» για την πλήρη ιδιοκτησία στην Κίνα.
Κανένας στην Ουάσινγκτον το 2018, ας πούμε, δεν θα έβαζε στοίχημα για τα προαναφερθέντα. Στο βιβλίο τους με τίτλο Superpower Showdown, οι δημοσιογράφοι Bob Davis και Lingling Wei περιγράφουν τις συναντήσεις μεταξύ των Αμερικανών επιχειρηματιών και των Κινέζων ηγετών τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης του Donald Trump. Ο πρόεδρός μας δεν είναι μια εκτροπή, έλεγαν τα υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων, αλλά η φωνή μιας σχετικά πληγωμένης χώρας. Κάποιοι συνεργάστηκαν μαζί τους για να πιέσουν το Πεκίνο για παραχωρήσεις. Η επιχειρηματική δραστηριότητα, που κάποτε ήταν ο φίλος της Κίνας στην Ουάσινγκτον, αυτή που εξομάλυνε τις σχέσεις με επιθετικούς Λευκούς Οίκους, είχε κατεβάσει ταχύτητα.
Για το τι συνέβη έκτοτε, υπάρχουν δυο θεωρίες: η μία είναι πως η Κίνα απάντησε στις γκρίνιες για την πρόσβαση στις αγορές και για πολλά άλλα. Η εμπορική αντιπρόσωπος των ΗΠΑ Katherine Tai το αρνείται.
Η άλλη θεωρία έχει να κάνει με την απύθμενη αφέλεια των επιχειρήσεων. Βλάβη στη φήμη, καπρίτσια της κυβέρνησης: οι κίνδυνοι των εμπορικών συναλλαγών στην Κίνα ωχριούν μπροστά στην άμεση ελκυστικότητα μιας τεράστιας αγοράς.
Όποια και αν είναι η αιτία, το αποτέλεσμα δεν αφήνει καμία αμφιβολία. Η κρατική και η ιδιωτική ελίτ της Αμερικής δεν συμφωνούν πλέον για το θέμα της Κίνας. Στην Ουάσινγκτον, η επαγρύπνηση για το Πεκίνο είναι ότι πιο κοντινό υπάρχει σε μια δικομματική αλήθεια. Οι Δημοκρατικοί, όπως και οι Ρεπουμπλικάνοι, έχουν «κολλήσει» με τη βελτίωση της Κίνας στην τεχνητή νοημοσύνη και τους υπερηχητικούς πυραύλους. Διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει να πλέξουν ένα δίχτυ Ασιατών και Αυστραλών φίλων ως αντίβαρο. Οι δασμοί που επέβαλλε ο Trump σε μεγάλο βαθμό παραμένουν σε ισχύ.
Αλλά στην Wall Street και πέραν αυτής, οι εμπορικές προσταγές υψώνουν και πάλι το ανάστημά τους. Δεν υπάρχει κάποια ξεκάθαρη αντίφαση στο σημείο αυτό: δεν είναι ότι η κυβέρνηση απαγόρευσε ή αποθάρρυνε όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες με την Κίνα. Ούτε υπάρχει κάποια έλλειψη λογικής. Αν οι αμερικανικές επιχειρήσεις δεν αδράξουν τους ευκαιρίες, θα το κάνουν άλλες επιχειρήσεις, από την Ευρώπη ή αλλού. Σκεφτείτε όμως τον νοητικό διχασμό αυτών που από κοινού κυβερνούν τις ΗΠΑ. Ο Rush Doshi, ακαδημαϊκός που ανέλαβε κυβερνητική θέση, έγραψε πως εθνική αποστολή είναι να «μετριαστεί η κινεζική δύναμη και τάξη». Την ίδια ώρα, οι ΗΠΑ βοηθούν τον αντίπαλό τους να αξιοποιήσει τις αποταμιεύσεις του και να εξελίξει τις κεφαλαιαγορές του.
Μάλιστα, δεδομένης της συνεχούς μετακίνησης υψηλόβαθμων στελεχών από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, μπορεί ορισμένα άτομα να βρεθούν από τη μία να πιέζουν και από την άλλη να αναπτύσσουν την Κίνα από διαδοχικές θέσεις εργασίας. Και αυτό πριν καν βαθύνει και ωριμάσει η χρηματοοικονομική εμπλοκή των δυο χωρών. Σε ποιο σημείο γίνεται εκκεντρικό το να αναφέρεται κανείς «Στην» στρατηγική των ΗΠΑ για την Κίνα;
Είναι αλήθεια πως οι τεχνολογικοί κλάδοι των δυο χωρών απέχουν περισσότερο από ποτέ. (Ακόμα και η LinkedIn έκλεισε την εφαρμογή της στην Κίνα). Η «αποσύνδεση», όμως, που ονειρεύονταν ορισμένοι στον Λευκό οίκο, αν όχι ο ίδιος ο Trump, έχει ξεθωριάσει και ως λέξη αλλά και ως σκέψη. Όταν ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ λέει πως δεν έχει νόημα να ασχοληθούμε με αυτήν τώρα, αυτό αποτελεί και παραδοχή της πραγματικότητας, αλλά και χαιρετισμό της προόδου.
Αν αυτό που παραμονεύει δεν είναι τόσο ένας ψυχρός πόλεμος, αλλά ένας χλιαρός πόλεμος, με διατήρηση των επαφών μέσω των οικονομικών, τόσο το καλύτερο. Αλλά οι ΗΠΑ δεν είχε χρειαστεί στο παρελθόν να αντιμετωπίσουν τέτοιες αμφισημίες. Ποτέ δεν ήταν τόσο δεμένες με έναν υπαρξιακό αντίπαλο. Ως δογματικά και όχι τύποις κομμουνιστικό κράτος, η Σοβιετική Ρωσία δεν έφερνε μέσα καραβιές ξένων wealth managers. Η Αμερική ήταν μια σχετικά κλειστή οικονομία όταν τα έβαζε με την Γερμανία του Β’ ΠΠ, με την Αυτοκρατορική Ιαπωνία και με την Ισπανική αυτοκρατορία.
Αν μη τι άλλο, η κατάσταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θυμίζει κάτι από την Ευρώπη των αρχών του 20ου αιώνα: η ίδια οικονομική ενοποίηση και πολιτικά ψυχρή στάση, η ίδια αίσθηση πως οι χώρες είναι ταυτόχρονα και συνδεδεμένες και όχι. Δεν υπάρχει λόγος οι αντιφάσεις να καταρρεύσουν με την ίδια δύναμη, ούτε όμως μπορούμε να τις αρνηθούμε ή να τις ωραιοποιήσουμε. Σήμα των ελεύθερων κοινωνιών είναι πως η ελίτ δεν είναι μονολιθική, κοπιάζοντας για ένα κοινό εθνικό σχέδιο.
Αυτό όμως μπορεί να είναι και το αδύναμο σημείο τους.