Η ανάκαμψη από το σοκ της Covid-19 ήταν ταχύτερη και ισχυρότερη απ’ όσο περίμενε κανείς πριν από ενάμιση χρόνο. Αυτό το οφείλουμε σε ένα μεγάλο επιστημονικό και οργανωτικό επίτευγμα: την ανάπτυξη και μαζική παραγωγή αποτελεσματικών εμβολίων.
Ένα καταθλιπτικά μεγάλο ποσοστό της ανθρωπότητας βλέπει με καχυποψία αυτό το σύγχρονο θαύμα. Ωστόσο, αυτή η επιτυχία και η ανάκαμψη που έχει φέρει, δεν είναι ατόφιες χαρές, καθώς δημιουργούν νέα άγχη και προκλήσεις. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να διαβάσει κανείς την τελευταία Παγκόσμια Οικονομική Πρόβλεψη και την Έκθεση Παγκόσμιας Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας από το ΔΝΤ.
Η μεγαλύτερη ανησυχία πρέπει να είναι η ίδια η πανδημία. Στα τέλη Σεπτεμβρίου 2021, το 58% του πληθυσμού των χωρών υψηλού εισοδήματος ήταν πλήρως εμβολιασμένο, έναντι του 36% των αναδυόμενων οικονομιών και του πενιχρού 4% στις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Πάνω από τις μισές χώρες του κόσμου δεν βρίσκονται εντός τροχιάς για να εμβολιάσουν το 40% του πληθυσμού τους φέτος. Η έκθεση υποθέτει μια επαρκή επιτυχία στον στόχο του εμβολιαστικού προγράμματος, ώστε να τεθεί υπό έλεγχο η Covid-19 μέχρι το τέλος του επόμενου έτους. Αλλά η βραδεία εξέλιξη του προγράμματος αυξάνει τον κίνδυνο οι νέες μεταλλάξεις να διαψεύσουν την ελπίδα αυτή.
Η οικονομική ανάκαμψη, επίσης, φέρνει αρκετές σημαντικές ανησυχίες. Πάνω απ’ όλα, είναι ισχυρή, με την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη να προβλέπεται στο 5,9% φέτος και στο 4,9% το επόμενο έτος. Και τα δυο ποσοστά είναι σχεδόν τα ίδια με αυτά που αναμένονταν τον Ιούλιο. Όμως, το ΔΝΤ προβλέπει πως θα υπάρξουν σημαντικές οικονομικές «ουλές» -με μοναδική εξαίρεση τις ΗΠΑ, η οικονομική παραγωγή των οποίων προβλέπεται να είναι 2,8 μονάδες υψηλότερη απ’ όσο προβλεπόταν τον Ιανουάριο του 2020.
Οι μεγαλύτερες θα υπάρχουν στις ασιατικές αναδυόμενες οικονομίες (εξαιρουμένης της Κίνας), η οικονομική παραγωγή των οποίων προβλέπεται τώρα να είναι 9,4 μονάδες χαμηλότερη το 2024 απ’ ό,τι προβλεπόταν τον Ιανουάριο του 2020. Για τη Λατινική Αμερική, η μείωση είναι στις 5 ποσοστιαίες μονάδες, για τον κόσμο στις 2,3 ποσοστιαίες μονάδες και για την Κίνα στις 2,1 ποσοστιαίες μονάδες. Αλλά για τις οικονομίες υψηλού εισοδήματος (εκτός των ΗΠΑ) προβλέπεται να είναι μόλις 0,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Γενικά, η Covid έχει επηρεάσει περισσότερο τις πιο αδύναμες χώρες και τους πιο ευάλωτους ανθρώπους. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι εκτέθηκαν πιο άμεσα στα πλήγματα και εν μέρει επειδή δεν είχαν την ικανότητα να αμβλύνουν την επίπτωσή τους, είτε ιατρικά είτε οικονομικά. Έτσι, σε οικονομίες υψηλού εισοδήματος και αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι μεγαλύτερες απώλειες θέσεων εργασίας σημειώθηκαν στους νέους και τους εργαζόμενους χαμηλής εξειδίκευσης. Τα παιδιά παντού υπέστησαν διαταράξεις στην εκπαίδευσή τους, αλλά και πάλι περισσότερο επλήγησαν τα παιδιά των φτωχών.
Παρά την ανάκαμψη, η απασχόληση παραμένει χαμηλότερη από τα προ πανδημίας επίπεδα. Αλλά οι κενές θέσεις εργασίας βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο και οι πληθωριστικές πιέσεις είναι ισχυρές. Αυτό ισχύει για τον ονομαστικό πληθωρισμό και σε μικρότερο βαθμό για τον δομικό πληθωρισμό. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην εκτίναξη των τιμών των εμπορευμάτων, κυρίως του πετρελαίου και του αερίου. Εμφανίστηκαν ελλείψεις τσιπ ημιαγωγών και πλοίων στα κατάλληλα σημεία. Δεδομένης της κλίμακας της κάμψης της δραστηριότητας το 2020, αυτές οι διαταράξεις δεν εκπλήσσουν σε μια τόσο δυνατή ανάκαμψη.
Η ανησυχία, ωστόσο, είναι πως αυτή η εκτίναξη των τιμών θα μειώσει τα πραγματικά εισοδήματα, ενώ θα ενσωματωθεί στις προσδοκίες, δημιουργώντας ένα σπιράλ μισθών-τιμών και μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού. Αυτός είναι ο εφιάλτης των κεντρικών τραπεζών. Το ΔΝΤ είναι αισιόδοξο πως ο πληθωρισμός θα αποδειχθεί ένα σύντομο διάλειμμα. Τονίζει ιδιαίτερα πως οι αγορές εργασίας παραμένουν χαλαρές, οι μισθοί δομικά ανεπηρέαστοι στις πιέσεις στις αγορές εργασίας και οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό σταθεροποιημένες στις χώρες υψηλού εισοδήματος, αν και όχι τόσο στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες.
Εντούτοις, όπως σημειώνει το Ταμείο, το μέλλον είναι ακόμα πιο απρόβλεπτο απ’ ό,τι συνήθως, με τους περισσότερους κινδύνους να είναι πτωτικοί όπως: η εμφάνιση πιο μεταδοτικών στελεχών της νόσου· η επίμονη αναντιστοιχία προσφοράς-ζήτησης και οι πιέσεις τιμών και συνεπώς η ταχύτερη ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής· οι αναταράξεις σε έναν υπερδιευρυμένο χρηματοπιστωτικό κλάδο, με ιδιαιτέρως ακριβά assets παντού, όπως σημειώνεται στην έκθεση για την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα· και η ακόμα ταχύτερη του αναμενόμενου δημοσιονομική σύσφιξη.
Πέραν αυτών υπάρχουν και οι μεγαλύτερες ανησυχίες της εποχής μας: η εσωτερική πολιτική αστάθεια, τα κλιματικά σοκ, οι καταστροφικές κυβερνοεπιθέσεις, οι κλιμακούμενες εμπορικές και τεχνολογικές εντάσεις και -το χειρότερο- μια κατάρρευση των σχέσεων μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ και ακόμα περισσότερες εχθροπραξίες μεταξύ τους. Ενώπιον αυτών των «καβαλάρηδων της αποκάλυψης», το ΔΝΤ μπορεί να συγκεντρώσει μόλις δύο σωτήρες: την ταχύτερη παραγωγή και διανομή εμβολίων και μια συνεχιζόμενη άνοδο της παραγωγικότητας.
Τότε, τι πρέπει να γίνει; Το σημαντικότερο πράγμα έχει πλέον γίνει το πιο δύσκολο: να συνεργαστούμε ενεργά και αποτελεσματικά. Αν μια κρίση τόσο παγκόσμια όσο μια πανδημία και μια πρόκληση τόσο παγκόσμια όσο το κλίμα δεν μπορούν να μας βγάλουν από την ανόητη σημερινή μας εσωστρέφεια, τότε τίποτα δεν θα το κάνει. Σήματα της απαιτούμενης προόδου θα ήταν μια επιταχυμένη προσπάθεια για παγκόσμιο εμβολιασμό, μια αποφασιστικότητα για προστασία των πιο ευάλωτων από την πιο μακροπρόθεσμη επίπτωση της Covid και μια φιλόδοξη και αξιόπιστη συμφωνία στην GOP26 στη Γλασκώβη.
Από αυτή την άποψη, οι εγχώριες ευθύνες των κεντρικών τραπεζών και υπουργών Οικονομικών που εμπλέκονται με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα στις ετήσιες συνεδριάσεις τους αυτή την εβδομάδα, είναι σχετικά απλές. Καθώς οι οικονομίες θα βγαίνουν από την πανδημία, η βοήθεια μπορεί να είναι λιγότερο γενναιόδωρη και καλύτερα στοχευμένη.
Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να έλθει από τις δημοσιονομικές αρχές. Οι χώρες υψηλού εισοδήματος δεν αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές κρίσεις. Η πρώιμη λιτότητα που ακολούθησε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση δεν πρέπει να επαναληφθεί. Η δημοσιονομική στήριξη πρέπει να είναι γενναιόδωρη, όπου χρειάζεται, και η σύσφιγξη μετρημένη.
Εν τω μεταξύ, αρκετές κεντρικές τράπεζες πρέπει να αρχίσουν να αποσύρουν τη σημερινή εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική. Μια τέτοια εξισορρόπηση των δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών θα βοηθούσε και τους ανθρώπους και την οικονομία, απεξαρτώντας ταυτόχρονα τη χρηματοοικονομική από το «όπιο» του τσάμπα χρήματος.
Στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ώρα γι’ αυτό είναι τώρα.