Πριν από τρεις μήνες, ο επικεφαλής της BlackRock Larry Fink προειδοποίησε για τον κίνδυνο των αυξανόμενων τιμών που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή.
«Αν η λύση μας είναι αποκλειστικά απλώς να έχουμε έναν «πράσινο» κόσμο, τότε θα έχουμε πολύ υψηλότερο πληθωρισμό, επειδή δεν έχουμε ακόμα την τεχνολογία για να το κάνουμε αυτό», είπε. «Θα είμαστε πρόθυμοι να δεχθούμε περισσότερο πληθωρισμό, εάν αυτός θα επιταχύνει το "πράσινο" αποτύπωμα μας;».
Το ερώτημα αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό, καθώς τα τελευταία χρόνια ο αποπληθωρισμός ήταν αυτός που κυριαρχούσε στη συζήτηση. Τώρα, όμως, γίνεται κρίσιμης σημασίας. Αυτόν τον μήνα το Ηνωμένο Βασίλειο κλονίζεται από τις πολιτικές επιπτώσεις της εκτίναξης των τιμών του φυσικού αερίου, που προκλήθηκε εν μέρει από τις αλλαγές πολιτικής για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής (πτώση στις προμήθειες ενέργειας από ορυκτά καύσιμα), αλλά και από τις απρόσμενες μεταβολές του καιρού (τα επίπεδα του ανέμου έχουν πέσει, μειώνοντας τις προμήθειες ενέργειες από τουρμπίνες).
Το Τέξας και η Καλιφόρνια βίωσαν παρόμοιο πρόβλημα, λόγω ενός άσχημου συνδυασμού καιρικών σοκ και μεταρρυθμίσεων για να μετριαστεί η κλιματική αλλαγή.
Εν τω μεταξύ, μια νέα εκτίναξη της ζήτησης για αειφόρα προϊόντα ήρθε να συγκρουστεί με τις διαταράξεις που προκάλεσε η Covid-19 στην αλυσίδα προμήθειας, ωθώντας υψηλότερα τις τιμές για «πράσινα» προϊόντα σε τομείς από την πρωτεΐνη αρακά που χρησιμοποιείται για τρόφιμα χωρίς κρέας, μέχρι τα εμπορεύματα που απαιτούνται για μπαταρίες στα ηλεκτρικά οχήματα. Καλωσήρθατε στον κόσμο του “greenflation” (σ.τ.μ. πληθωρισμός που προκαλείται από την ενεργειακή μετάβαση).
Πώς θα πρέπει να αντιδράσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής; Χρειάζονται τρία βήματα-κλειδιά. Πρώτον, πρέπει όλοι να αναγνωρίσουμε πως ο ρόλος του κράτους στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής αλλάζει διακριτικά. Πριν από μια δεκαετία, οι «πράσινοι» ακτιβιστές ήθελαν οι μη συνεργάσιμες κυβερνήσεις να παράσχουν την ηγεσία για τη μάχη κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Αυτό εξακολουθεί να χρειάζεται, αφού θα είναι αδύνατον να σταματήσει η κλιματική αλλαγή χωρίς μεταβολές στη δημόσια πολιτική· οι κυβερνήσεις πρέπει να εισάγουν πολιτικές όπως η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Αλλά αυτό που είναι επίσης αξιοσημείωτο σήμερα είναι ο βαθμός στον οποίον οι επιχειρήσεις και ο κλάδος του finance οδηγούν τις μεταρρυθμίσεις στην κλιματική αλλαγή, κάποιες φορές μάλιστα προηγούνται από τις κυβερνήσεις· τα ανθρακωρυχεία της Δύσης μπαίνουν στην άκρη λόγω πιέσεων από τους επενδυτές, αλλά και κρατικών κανόνων.
Αυτό που θα πρέπει τώρα να κάνουν οι πολιτικοί δεν είναι τόσο να «ηγηθούν» της μάχης αυτής, αλλά να «ακολουθήσουν» -από την άποψη της αναγνώρισης πως η «πράσινη» μετάβαση πιθανότατα θα είναι πολύ δύσκολη και άνιση. Πρέπει να παρέμβουν για να δώσουν ενεργητικές λύσεις όταν υπάρχουν αστοχίες της αγοράς. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, η κυβέρνηση θα έπρεπε να ήταν προετοιμασμένη για το γεγονός πως οι ανανεώσιμη ενέργεια δεν μπορεί (ακόμα) να καλύψει τα κενά που δημιουργεί η μείωση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων. Ομοίως, η αύξηση των τιμών ορισμένων εμπορευμάτων που χρειάζονται για τα «πράσινα» προϊόντα υποδηλώνει πως οι δυτικές κυβερνήσεις πρέπει να χαλαρώσουν τους ρυθμιστικούς κανόνες που εμποδίζουν την παραγωγή τους.
Δεύτερον, οι κυβερνήσεις πρέπει να δημιουργήσουν καλύτερες προβλέψεις του «greenflation». Αυτό ήδη έχει αρχίσει να γίνεται. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξέδωσε πρόσφατα έκθεση που υποστήριζε πως η αδράνεια στην πολιτική θα βλάψει την ανάπτυξη περισσότερο απ’ ό,τι οι «πράσινες» μεταρρυθμίσεις. Και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας δήλωσε σε συνέδριο αυτή την εβδομάδα πως οι κεντρικοί τραπεζίτες εντείνουν τις προσπάθειές τους για τη δημιουργία μοντέλων.
Μεσοπρόθεσμα, ο όρος greenflation δεν χρειάζεται να είναι υπερβολικά επικίνδυνος, σημείωσε, «επειδή γνωρίζουμε πως οι καθαρές μορφές ενέργειας είναι φθηνότερες απ’ ό,τι τα ορυκτά καύσιμα». Ωστόσο, πρόσθεσε πως «βραχυπρόθεσμα, η κλιματική αλλαγή έχει θετική επίπτωση στις τιμές μέσω της τιμολόγησης των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα».
Όπως σημείωσε ο Ιρλανδός εταίρος του Gabriel Makhlouf, η μέση παγκόσμια τιμή των δικαιωμάτων σήμερα «είναι γύρω στα τρία δολάρια ο τόνος». Ωστόσο, το Network for Greening the Financial System, μια ομάδα κεντρικών τραπεζών, πρότεινε πρόσφατα πως «μέχρι το τέλος της δεκαετίας θα χρειαζόταν να έχουμε μια τιμή δικαιωμάτων γύρω στα 160 δολάρια/τόνος, προκειμένου να υπάρξει κίνητρο για μια μετάβαση προς την ενεργειακή ουδετερότητα μέχρι το 2050», ενώ το ΔΝΤ προτείνει η τιμή αυτή να είναι 75 δολάρια ο τόνος. «Δεν έχουμε μοντέλα που κατανοούν τις επιπτώσεις αυτού», σημείωσε ο Makhlouf.
Τέλος, οι κυβερνήσεις πρέπει να δημιουργήσουν δίχτυα ασφαλείας για να προστατεύσουν τα ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού από τις αυξήσεις τιμών. Οι «πράσινοι» πολεμιστές μπορεί να υποστηρίξουν πως ο πληθωρισμός είναι ένα μικρό τίμημα για την αποτροπή της καταστροφής του πλανήτη. Κάποιοι οικονομολόγοι μπορεί επίσης να ψελλίσουν πως λίγος πληθωρισμός διευκολύνει τις κυβερνήσεις να μειώσουν τα χρέη τους μέσω του αυξημένου πληθωρισμού.
Αλλά οι διαδηλώσεις των Κίτρινων Γιλέκων το 2018 στη Γαλλία για τις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων δείχνουν πως όταν ο «greenflation» πλήττει τους φτωχούς, μπορεί να πυροδοτήσει λαϊκιστικές εξεγέρσεις και να αποτρέψει τις αναγκαίες «πράσινες» μεταρρυθμίσεις. Αυτό μπορεί εύκολα να επαναληφθεί στην Ευρώπη και αλλού. Και ενώ οι κυβερνήσεις δεν μπορούν μαγικά να απομακρύνουν το σοκ του κόστους από τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να καταπολεμηθεί η κλιματική αλλαγή, ωστόσο μπορούν -και πρέπει- να αμβλύνουν το βάρος με έξυπνες πολιτικές. Από αυτή την άποψη, η κρίση στο ΗΒ είναι μια επίκαιρη και αναγκαία προειδοποίηση.