Καθώς οι Γερμανοί προσέρχονται στις κάλπες, το εκλογικό αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά έχει κριθεί. Σπάνια μια τέτοια κρίσιμη δημοκρατική άσκηση ήταν τόσο χρωματισμένη από την αβεβαιότητα. Οι Γερμανοί δεν είχαν αντιμετωπίσει ποτέ ένα τόσο ευρύ φάσμα πιθανών εκλογικών αποτελεσμάτων.
Η Angela Merkel αποχωρεί από το πολιτικό πεδίο μάχης και ο στρατός των ψηφοφόρων που κάποτε διοικούσε η καγκελάριος είναι πλέον διαθέσιμος σε οποιονδήποτε. Η αποχώρησή της, μετά από 16 χρόνια στην εξουσία, έχει διαταράξει ένα σύστημα που κάποτε έμοιαζε με μοντέλο σταθερότητας.
«Τόσοι πολλοί άνθρωποι ήταν πιστοί πρωτίστως στη Μέρκελ –και τώρα αυτή φεύγει», αναφέρει η Andrea Römmele, καθηγήτρια επικοινωνίας στην πολιτική στο Hertie School του Βερολίνου. Ως αποτέλεσμα «έχουμε μια εξαιρετικά υψηλή μεταβλητότητα μεταξύ των ψηφοφόρων –περισσότερο από το 50% εξ αυτών είναι ανοικτοί προς όλες τις κατευθύνσεις».
Το κόμμα της Merkel, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), αντιμετωπίζει προβλήματα και αβεβαιότητα για το τι πρέπει να κάνει και πού να πάει. Οι αντίπαλοί του, οι Σοσιαλδημοκράτες, έχουν ρέντα με προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις. Αλλά το SPD, όπως και το CDU και το αδελφό βαυαρικό κόμμα της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU), αντιμετωπίζει ένα αβέβαιο μέλλον. Το παλαιό γερμανικό μοντέλο των δυο κυρίαρχων πολυσυλλεκτικών κομμάτων αντικαθίσταται από κάτι πολύ πιο κατακερματισμένο.
Η οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης θα μπορούσε να καταλήξει για πρώτη φορά στην ιστορία της με μια κυβέρνηση τρικομματικού συνασπισμού –ένα αποτέλεσμα που θα έχει ευρείες επιπτώσεις για τον τρόπο που λειτουργεί.
«Για πρώτη φορά στην μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας φαίνεται πως ο/η επόμενος καγκελάριος θα προέλθει από ένα κόμμα που κέρδισε πολύ λιγότερο από το ένα τρίτο των ψήφων», δήλωσε στους Financial Times ο Christial Lindner, ηγέτης του φιλελεύθερου κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών. «Σημαίνει πως η Γερμανία επιτέλους γίνεται μέρος του ευρωπαϊκού κυρίαρχου ρεύματος».
Πράγματι, η Γερμανία για πολλά χρόνια ήταν η μεγάλη εξαίρεση στην Ευρώπη. Σε άλλες χώρες καθιερωμένα κόμματα όπως οι Ιταλοί Χριστιανοδημοκράτες ή οι Γάλλοι Σοσιαλιστές παραγκωνίστηκαν, αλλά στη Γερμανία το CDU/CSU και το SPD για δεκαετίες αποτελούσαν τον κεντρικό άξονα του κομματικού συστήματος. Η χώρα ήταν γνωστή και τη ζήλευαν για τη συνοχή και την μακρά θητεία των καγκελάριων της –ο Konrad Adenauer ήταν στην εξουσία από το 1949 έως το 1963, ενώ ο Helmut Kohl και η Merkel κυβέρνησαν και οι δύο για 16 χρόνια.
Αλλά οι δυο πυλώνες της πολιτικής της από καιρό βρίσκονται σε πτώση, αντιμετωπίζοντας προκλήσεις από την άνοδο δυνάμεων όπως οι οικολόγοι Πράσινοι από την αριστερά και οι εθνικιστές της Εναλλακτικής για τη Γερμανία από τη δεξιά. Η πτώση αυτή στην περίπτωση του SPD ήταν παρατεταμένη, αλλά για το CDU/CSU ήταν πολύ πιο απότομη: οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις του έδιναν ποσοστό 22%, 15 μονάδες λιγότερες σε σχέση με τον Απρίλιο του περασμένου έτους. Αν οι δημοσκόποι έχουν δίκιο, τότε το κόμμα οδεύει προς το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα στην ιστορία του.
Η πτώση της στήριξης προς το CDU/CSU υπήρξε το μεγάλο story αυτής της εκλογικής εκστρατείας. Ίσως ο βασικός παράγοντας είναι η αδυναμία του υποψηφίου του για την καγκελαρία, Armin Laschet, πρωθυπουργού του βιομηχανικού κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, ενός άνδρα που απέτυχε να συνδεθεί με τους ψηφοφόρους. Αλλά, επίσης, το κόμμα φαίνεται σε πολλούς πως έχει εξαντληθεί, πως δεν έχει όραμα και νέες ιδέες.
Το SPD από την άλλη πλευρά, έχει αέρα στα πανιά του. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο υποψήφιός του, ο υπουργός Οικονομικών Olaf Scholz, κέρδισε και τρία τηλεοπτικά debate μεταξύ των τριών υποψηφίων για την καγκελαρία και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οδεύει να γίνει ο διάδοχος της Merkel.
Εν τούτοις, οποιαδήποτε νίκη του Scholz θα μπορούσε να αποδειχθεί Πύρρεια. Το SPD έχει σημειώσει τεράστια ανάκαμψη από την αρχή του έτους, όταν κινούνταν γύρω στο 15%, αλλά εξακολουθεί να είναι σκιά του πρώην εαυτού του. Οι δημοσκοπήσει φέρνουν το κόμμα γύρω στο 25% -από το 40,9% των ψήφων που είχε κερδίσει στις εκλογές του 1998.
Αυτό που συνδέει όλα τα κυρίαρχα κόμματα είναι η ακραία μεταβλητότητα στις δημοσκοπικές τους επιδόσεις. Οι Πράσινοι δεν αποτελούν εξαίρεση: έχουν υποχωρήσει από το 28% του Απριλίου, όταν διόρισαν την 40χρονη βουλευτή Annalena Baerbock ως την πρώτη τους υποψήφια για την καγκελαρία, στο 15% τώρα.
«Το CDU/CSU, το SPD και οι Πράσινοι έχουν δει μεταβολές των 10 μονάδων στις δημοσκοπικές τους επιδόσεις τους τελευταίους τέσσερις μήνες», αναφέρει ο βουλευτής των Πρασίνων Omid Nouripour. «Δείχνει πως ο κόσμος δεν συνδέεται πλέον τόσο στενά με ένα συγκεκριμένο κόμμα όσο παλαιότερα. Υπάρχει μια νέα ρευστότητα στην πολιτική».
Αυτό, όπως επισημαίνει, αποτελεί μια δυνητική απειλή για το σύστημα, καθώς «απομακρύνονται οι παλιές βεβαιότητες». «Αλλά είναι και μια μεγάλη ευκαιρία», σημειώνει. Η δημοφιλία ενός κόμματος δεν έγκειται πλέον στην αφοσίωση του παρελθόντος, «αλλά στις επιδόσεις του».
«Αυτό θα πρέπει να αποτελεί κίνητρο για τα κόμματα να προσπαθήσουν περισσότερο, να έχουν καλύτερες επιδόσεις, να είναι πραγματικά αποτελεσματικά», λέει.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις έδειχναν πως η επόμενη κυβέρνηση θα είναι ένας συνασπισμός μεταξύ τριών κομμάτων –αλλά πέραν τούτου, τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ένα πιθανό αποτέλεσμα είναι μια συμμαχία «Τζαμάϊκα» -παίρνει το όνομά της από τα κομματικά χρώματα του CDU/CSU, των Πρασίνων και των Ελεύθερων Δημοκρατών. Ένα άλλο είναι ένας λεγόμενος συνασπισμός «φανάρι» που θα απαρτίζεται από το SPD, τους Πράσινους και το FDP. Μια τρίτη επιλογή μπορεί να είναι ένας «κόκκινος-κόκκινος-πράσινος» συνασπισμός μεταξύ του SPD, των Πρασίνων και του αριστερού κόμματος Die Linke.
Όπως και να έχει, η Γερμανία έρχεται αντιμέτωπη με μια νέα, πιο περίπλοκη, πιο ετερογενή κυβέρνηση με περισσότερες προοπτικές για εσωτερικές εντάσεις. «Θα έχουμε όλο και μεγαλύτερους, πιο πολύχρωμους συνασπισμούς σε ομοσπονδιακό επίπεδο, και ως αποτέλεσμα θα χρειάζεται περισσότερος χρόνος για τον σχηματισμό κυβερνήσεων», σύμφωνα με την Ursula Münch, διευθύντρια του Academy for Political Education στο Tutzing της Βαυαρίας.
Χάθηκε η ηρεμία
Οι Γερμανοί είχαν ήδη μια πρόγευση το 2017, όταν η Merkel χρειάστηκε σχεδόν έξι μήνες για να σχηματίσει το υπουργικό της συμβούλιο. Μια προσπάθεια να συμμαχήσει με τους Πράσινους και το FDP στην πρώτη συμμαχία «Τζαμάϊκα» της Γερμανίας, κατέρρευσε τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, και η Merkel αναγκάστηκε αντιθέτως να αναβιώσει την μη αγαπημένο της «μεγάλο συνασπισμό» με τους Σοσιαλδημοκράτες.
Αλλά αυτή τη φορά, ο μετεκλογικός χορός θα ανοίξει με τη Γερμανία αντιμέτωπη με τεράστια προβλήματα που απαιτούν επείγουσα προσοχή. Η πανδημία έχει εκθέσει τα βαθιά ριζωμένα προβλήματα στον τρόπο με τον οποίον κυβερνάται η χώρα –περιλαμβανομένου του τεράστιου ψηφιακού ελλείμματος, του εκπαιδευτικού συστήματος που τρίζει, καθώς και της δυσκίνητης γραφειοκρατίας. Η Γερμανία αντιμετωπίζει επίσης τεράστιες αναταραχές καθώς προσπαθεί να βρει πώς θα γίνει μέχρι το 2045 ουδέτερη σε επίπεδο ρύπων χωρίς να αποσταθεροποιήσει εντελώς την οικονομία της που καθοδηγείται από τις εξαγωγές.
«Εισερχόμαστε σε μια περίοδο πολύ μεγαλύτερης πόλωσης, πολύ εντονότερων διαμαχών για πράγματα όπως το πρασίνισμα της οικονομίας μας και πόσο χρέος θα πρέπει να αναλάβει η Γερμανία» λέει ο Herfried Münkler, επίτιμος καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Humboldt University του Βερολίνου. Πρόκειται για μια έντονη αντίθεση σε σχέση με την εποχή της Merkel -μια περίοδο «ηρεμίας και της συγκρότησης».
Ο νέος συνασπισμός θα σχηματιστεί πάνω σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο -και εξαιρετικά αποκεντρωμένο- πολιτικό σύστημα που ήδη δείχνει σημάδια κόπωσης. Τα 16 κρατίδια της Γερμανίας χαίρουν ευρείας αυτονομίας και ασκούν εξουσία σε ομοσπονδιακό επίπεδο μέσω της Bundesrat, της άνω βουλής. Συνήθως ο διαμοιρασμός εξουσίας είναι αποτελεσματικός –αλλά κατά καιρούς, όπως φάνηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι συγκρούσεις μεταξύ των ομοσπονδιακών και των περιφερειακών κυβερνήσεων μπορεί να οδηγήσουν σε αλληλοκατηγορίες, σύγχυση και χάος.
Το CDU/CSU και το SPD από καιρό έπαιζαν κρίσιμο σταθεροποιητικό ρόλο στη γερμανική πολιτική. «Δεδομένου του πόσο περίπλοκο είναι το σύστημα, βοηθούσε που υπήρχαν δυο μεγάλα, σταθερά κόμματα που μπορούσαν να οργανώσουν ξεκάθαρες πλειοψηφίες και να συνεργαστούν εάν ήταν απαραίτητο», ανέφερε ο Jan-Werner Müller, καθηγητής πολιτικής στο Princeton University. «Και την τελευταία δεκαετία πάντα υπήρχε αρκετό χρήμα για να κυκλοφορήσει και να καλύψει τις πιθανές συγκρούσεις».
Στον απόηχο της κρίσης του κορωνοϊού, αυτό δεν ισχύει πια απαραιτήτως. «Αν έχεις περισσότερο πολιτικό κατακερματισμό σε συνδυασμό με λιγότερους πόρους, οι συγκρούσεις θα μπορούσαν να γίνουν πιο εμφανείς, και θα δείτε περισσότερα αδιέξοδα», σημείωσε.
Άλλοι προβλέπουν διακριτικές αλλαγές στους συνταγματικούς διακανονισμούς της Γερμανίας. Ο Münkler βλέπει μια στροφή στην εξουσία, από την κάποτε πανίσχυρη καγκελαρία στην «επιτροπή του συνασπισμού», ένα σώμα που αντιπροσωπεύει όλα τα κόμματα σε μια κυβέρνηση συνασπισμού. «Ο/Η καγκελάριος θα καταλήξει να είναι απλά αυτός/αυτή που επιβάλλει τις αποφάσεις αυτής της επιτροπής», λέει. «Και η εξουσία του ή της θα φθίνει».
Ως αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών, προσθέτει, ένα πράγμα τουλάχιστον είναι σίγουρο: «Η ιδέα πως θα έχουμε έναν ακόμα καγκελάριο που θα κυβερνά για 16 χρόνια είναι αδιανόητη».
Πολιτική διαφοροποίηση
Το CDU/CSU και το SPD για δεκαετίες καθορίζονταν ως “Volksparteien” ή «λαϊκά κόμματα», μια ιδέα που καλλιεργήθηκε από τους πατέρες της μεταπολεμικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας της Δυτικής Γερμανίας. Ήταν εν μέρει μια αντίδραση στην εμπειρία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης του 1918-1933, που έφτασε να είναι συνώνυμη της πολιτικής αστάθειας και της ανόδου του Ναζισμού.
Τη δεκαετία του 1920, οι εργάτες ψήφιζαν το SPD ή τους Κομμουνιστές και οι Καθολικοί ψήφιζαν το Zentrum- το κόμμα του Κέντρου. Μετά τον πόλεμο, το Zentrum μεταμορφώθηκε στο CDU –ένα κόμμα που έβλεπε τον εαυτόν του από την αρχή ως μη θρησκευτικό, ανοιχτό στα μέλη όλων των θρησκευτικών ομάδων, των κοινωνικών τάξεων και υπόβαθρων. Αργότερα το SPD κινήθηκε προς την ίδια κατεύθυνση, εγκαταλείποντας τέλος τη ρητορική του ταξικού πολέμου και μεταμορφούμενου σε ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα που για πρώτη φορά επιδίωξε να γίνει αρεστό στους Χριστιανούς, στους μικρούς επιχειρηματίες και σε άλλες ομάδες που κάποτε θεωρούσε «ταξικούς εχθρούς».
Σταδιακά τόσο το SPD όσο και το CDU/CSU έφτασαν να κυριαρχήσουν στη γερμανική πολιτική. «Παλιά πάντα έπαιρναν το 35% ή περισσότερο των ψήφων –σχεδόν άσχετα με το τι έκαναν», λέει ο Christoph Ploss, βουλευτής του CDU που είναι επικεφαλής του κόμματος στο Αμβούργο.
Αλλά τουλάχιστον από την δεκαετία του 1980, το παλιό δίπολο βρίσκεται υπό πίεση. Ο πρώτος που αμφισβήτησε το status quo ήταν το κόμμα των Πρασίνων. Μετά ήρθε το Die Linke που έχει τις ρίζες του στο παλιό κομμουνιστικό κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας, και τέλος ήταν η AfD που ήρθε στην επιφάνεια μετά την προσφυγική κρίση του 2015-2016. Υπάρχουν τώρα έξι κόμματα στην Bundestag, συγκριτικά με τα τρία που ήταν την δεκαετία του 1970.
«Οι κοινωνίες γίνονται όλο και πιο ποικιλόμορφες και το κομματικό σκηνικό στη Γερμανία αλλάζει προκειμένου να το αντανακλά αυτό», σύμφωνα με τον ηγέτη ου FDP, Lindner. Η συρρίκνωση του CDU/CSU και του SPD αποτελεί μέρος αυτού, όπως σημειώνει. «Τα πάλαι ποτέ κραταιά κόμματα, εξελίσσονται σε μεσαίου μεγέθους κόμματα».
Βέβαια, ο πολιτικός κατακερματισμός δεν είναι μοναδικό φαινόμενο στη Γερμανία, αφού και άλλες χώρες, όπως η Ολλανδία, η Γαλλία, η Φινλανδία, η Δανία, ακόμα και η Ισπανία, αντιμετωπίζουν το ίδιο ζήτημα.
Επιλεκτικοί ψηφοφόροι
Ορισμένοι στη Γερμανία φοβούνται μια «ολλανδοποίηση» της πολιτικής. Υπάρχουν ανησυχίες πως η πτώση των Volksparteien θα οδηγήσει σε πολιτική παράλυση και σε ασταθείς κυβερνήσεις. Άλλοι απορρίπτουν την ιδέα πως η Γερμανία θα μπορούσε να γίνει πιο ασταθής. «Αν μη τι άλλο, η συνέχεια των τελευταίων 16 ετών (και την διακυβέρνηση της Angela Merkel) ήταν αυτή που αποτέλεσε κίνδυνο για τη σταθερότητα», σύμφωνα με τον Christian Lindner. «Είχαμε κρεμαστεί στο status quo. Τώρα υπάρχει η ευκαιρία να αλλάξουν τα πράγματα».
«Η σύσταση της Bundestag πρέπει να αντανακλά το πνεύμα των καιρών» προσθέτει. «Και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια δυναμική ανανέωσης».
Πράγματι, οι στατιστικές δείχνουν πως ο κόσμος που ζει σε χώρες με πολλά μικρά κόμματα τείνουν να είναι πιο ικανοποιημένοι με το πολιτικό τους σύστημα απ’ ότι αυτοί που ζουν σε χώρες με κυρίαρχα κόμματα –ίσως επειδή αισθάνονται τη χαρά της καλύτερης εκπροσώπησης. Δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου που δημοσιεύθηκε την περασμένη άνοιξη βρήκε πως το 85% των ανθρώπων στη Δανία και το 79% στη Σουηδία ήταν ικανοποιημένοι με τη δημοκρατία, έναντι του 69% στη Γερμανία.
Σύμφωνα με τον Pepijn Bergsen, ερευνητή του Chatman House, τα Volksparteien συχνά δυσκολεύτηκαν να αντανακλάσουν τις απόψεις του όλο και πιο «ψαγμένου» και διαφορετικού εκλογικού τους σώματος. «Είναι στημένα για ένα πολιτικό σύστημα που καθορίζεται από την οικονομική διαφορά», λέει. «Αλλά αυτό δεν είναι πια απαραίτητα το βασικό κριτήριο με το οποίο οργανώνεται η πολιτική. Τώρα έχει περισσότερο να κάνει με την κουλτούρα και την ταυτότητα».
«Οι ρωγμές στην κοινωνία έχουν αλλάξει και τα Volksparteien κάποιες φορές δυσκολεύονται να προσαρμοστούν σ’ αυτό –καθώς και στο γεγονός πως οι ψηφοφόροι απλά έχουν γίνει πιο επιλεκτικοί», σημειώνει.
Ορισμένοι Γερμανοί, ωστόσο, πιστεύουν πως είναι πολύ νωρίς για να ξεγράψουμε τα μεγάλα κόμματα. Πολλοί Χριστιανοδημοκράτες παραπέμπουν στην επιτυχία του Αυστριακού Καγκελάριου Sebastian Kurz να αναβιώσει το λαϊκό κόμμα της Αυστρίας, το ÖVP, που αυτή τη στιγμή στις δημοσκοπήσεις συγκεντρώνει γύρω στο 34%. Κάποιοι ενδόμυχα επιθυμούν έναν Γερμανό Kurz που θα μπορούσε να κάνει το ίδιο για το CDU.
«Ο Kurz έχει δείξει πως η πτώση των Volksparteien δεν είναι μη αναστρέψιμη», σύμφωνα με τον Ploss. «Δεν υπάρχει κανένας νόμος της φύσης που να λέει πως τέλειωσαν όλα για μας».