Οι επενδυτές στις ΗΠΑ έχουν αρχίσει να μειώνουν τη χρήση της μόχλευσης για πρώτη φορά από τότε που οι χρηματαγορές ταρακουνήθηκαν από την κρίση του κορωνοϊού το περασμένο έτος, αποσύροντας μέρος του δανεισμένου χρήματος που τροφοδοτούσε από τότε τα ράλι στις μετοχές.
Οι επενδυτές είχαν δανειστεί 844 δισ. δολάρια τον Ιούλιο με εγγύηση το χαρτοφυλάκιό τους, έναντι του ποσού ρεκόρ των 882 δισ. δολαρίων έναν μήνα πριν. Σύμφωνα με στοιχεία του Financial Industry Regulatory Authority, τον φορέα αυτορρύθμισης της Wall Street, πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο από τον Μάρτιο.
Ξεχωριστά στοιχεία από την Goldman Sachs, που διαχειρίζεται έναν από τους μεγαλύτερους παρόχους βασικής διαμεσολάβησης παγκοσμίως, έδειξαν πως οι πελάτες hedge fund της επενδυτικής τράπεζας είχαν μειώσει και την καθαρή αλλά και τη μεικτή μόχλευσή τους τις τελευταίες εβδομάδες. Η Morgan Stanley επίσης ανέφερε πως τα long-short equity hedge funds που κινούνται μέσω αυτής, μείωσαν τη μόχλευσή τους, ενώ τραπεζίτες άλλων μεγάλων βασικών διαμεσολαβητών με έδρα τη Νέα Υόρκη ανέφεραν πως βρίσκεται σε εξέλιξη μια παρόμοια τάση.
H FINRA δεν δημοσιοποιεί το ποιος οδηγεί τις αλλαγές στη μόχλευση κάθε μήνα, ενώ είναι ασαφές αν οι πολλοί μικροεπενδυτές που άρχισαν το day trading κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχουν επίσης περιορίσει τη χρήση margin loans. Ακόμα δεν είναι διαθέσιμα πιο ολοκληρωμένα στοιχεία από την Federal Reserve για τη μόχλευση των hedge funds.
Η Interactive Brokers, που εξυπηρετεί 1,5 εκατ. πελάτες, δημοσιοποίησε αυτόν τον μήνα πως τα ισοζύγια margin loans των πελατών της μειώθηκαν κατά 2% τον Ιούλιο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, στα 47,9 δισ. δολάρια. Στην Charles Schwab, αντίστοιχα, αυξήθηκαν με τον βραδύτερο ρυθμό από τότε που ξεκίνησε να δημοσιοποιεί τα στοιχεία σε μηνιαία βάση φέτος, αν και πάλι άγγιξαν το ποσό ρεκόρ των 79,9 δισ. δολαρίων.
Ο Mark Aldoroty, που διαχειρίζεται το τμήμα prime services της Pershing, μονάδας της Bank of New York Mellon, είπε πως οι fund managers έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στο πώς μπορεί να κινηθεί η αγορά τους επόμενους μήνες. Σημείωσε την απρόσμενη κίνηση των κινεζικών ρυθμιστικών αρχών να αυστηροποιήσουν τον έλεγχο τόσο στον κλάδο της τεχνολογίας όσο και σε αυτόν της εκπαίδευσης, κάτι που δεν άρεσε στα funds που κατείχαν κινεζικές μετοχές. Οι έντονες διακυμάνσεις στις αμερικανικές μετοχές τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς τα οικονομικά δεδομένα υπολείπονται γενικά των προσδοκιών, έχουν επίσης κλονίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο ράλι.
«Πρέπει να αρχίσεις να σκέφτεσαι, ‘η πεποίθησή μου μπορεί να είναι σωστή, αλλά έχει καμία σημασία αυτό;’», πρόσθεσε ο Aldoroty. «Λόγω του τρόπου που κινείται η αγορά, δεν είναι απαραίτητο πια οι αποφάσεις να καθοδηγούνται από θεμελιώδη έρευνα».
Οι ζημιές από τις κινεζικές τεχνολογικές μετοχές ήταν ιδιαίτερα επώδυνες για τα μεγάλα hedge funds. Ο δείκτης Nasdaq Golden Dragon China έχει καταγράψει πτώση λίγο πάνω από 46% από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγράψει τον Φεβρουάριο.
Σε μια ανάλυση 813 hedge funds με μικτές θέσεις ύψους σχεδόν 3 τρισ. δολαρίων, η Goldman Sachs σημειώνει πως το ένα τρίτο διακρατούσαν κινεζικές μετοχές στην αρχή του τρίτου τριμήνου, και πολλά έβαζαν μεγάλα στοιχήματα σε μία συγκεκριμένη μετοχή, αυτήν της Alibaba. Η εταιρεία ήταν μεταξύ των 10 μεγαλύτερων συμμετοχών της Bridgewater, του μεγαλύτερου hedge fund του κόσμου, ενώ ήταν επίσης ένα ευμεγέθες μερίδιο της Tiger Global Management και της Appaloosa Management του David Tepper στο τέλος Ιουνίου, σύμφωνα με γνωστοποιήσεις προς την SEC.
Πολλά μεγάλα hedge funds μείωσαν τα μερίδιά τους σε κινεζικούς τίτλους κατά τη διάρκεια του δευτέρου τριμήνου, δεδομένης της πτώσης στις τιμές των μετοχών.
Στις ΗΠΑ, έχει επίσης αρχίσει να θολώνει και η οικονομική εικόνα, καθώς τα κρούσματα κορωνοϊού έχουν εκτιναχθεί και οικονομικοί δείκτες όπως αυτός του καταναλωτικού κλίματος και της μεταποίησης, έχουν δείξει μια τάση αποκλιμάκωσης. Η μείωση στους δανεισμούς έρχεται μετά από ένα αξιοσημείωτο ράλι για τις αμερικανικές μετοχές, με τον S&P 500 να καταγράφει άνοδο 19,7% από την αρχή του έτους. Η άνοδος ενισχύθηκε από τα μέτρα που έλαβε η Ουάσινγκτον για να τονώσει την οικονομία. Αλλά το γεγονός πως πολλοί επενδυτές έχουν αγοράσει μετοχές με δανεικά χρήματα έχει στείλει σήμα κινδύνου στις ρυθμιστικές αρχές, ιδιαίτερα δεδομένων των περιορισμών στα δεδομένα που δεν πιάνουν ορισμένα trades που αφορούν τα παράγωγα swap.
Αυτό έγινε εμφανές με την κατάρρευση της Archegos Capital Management τον Μάρτιο. Τα αποτυχημένα στοιχήματα του επενδυτικού ομίλου είχαν ως αποτέλεσμα ζημιές άνω των 10 δις. δολαρίων για τους εταίρους του στο trading, συμπεριλαμβανομένων των Credit Suisse και Morgan Stanley. Και το γεγονός πως ο επενδυτικός όμιλος χρησιμοποίησε συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης (total return swaps) αντί να αγοράσει τις μετοχές, σήμαινε πως οι ρυθμιστικές αρχές δεν μπορούσαν να δουν τα προβλήματα που σιγόβραζαν.
Η Federal Reserve προειδοποίησε τον Μάιο πως τα εργαλεία που διαθέτει η ίδια και άλλες ρυθμιστικές αρχές για να «μετρούν» τη μόχλευση των hedge funds «μπορεί να μην αποτυπώνουν σημαντικά ρίσκα». Πολλά hedge funds χρησιμοποιούν επίσης τα options για να μεγιστοποιήσουν τις αποδόσεις.
Οι τράπεζες έχουν αυστηροποιήσει τους κανόνες για το margin lending για ορισμένους πελάτες μετά την υπόθεση της Archegos, απαιτώντας από ορισμένα hedge funds επιπλέον εγγυήσεις, σύμφωνα με τραπεζίτες αρκετών μεγάλων dealers. Αλλά οι τραπεζίτες είπαν πως οι αυτές οι αναθεωρήσεις έγιναν κατά κύριο λόγο πριν από μήνες και δεν οδηγούν την πρόσφατη πτώση της μόχλευσης.
Η συναλλακτική δραστηριότητα έχει επίσης μετριαστεί κατά τους μήνες που πέρασαν από τότε που η Archegos γοήτευσε τη Wall Street, μεταξύ άλλων και με πολλές από τις μετοχές που εκτινάχθηκαν από τους νέους μικροεπενδυτές που είχαν στραφεί στα δωρεάν apps όπως το Robinhood για να δοκιμάσουν την τύχη τους στις αγορές για πρώτη φορά.
«Υπήρξε ένα ορισμένο επίπεδο επιθετικότητας στο trading στις αρχές του έτους που έκανε τον κόσμο πιο πρόθυμο να κάνει μοχλευμένα στοιχήματα», ανέφερε ο Steve Sosnick, αναλυτής της Interactive Brokers. «Τώρα τα επίπεδα του περιθωρίου που βλέπουμε φαίνονται να αφορούν λιγότερο το σπεκουλάρισμα μέσω margin, και περισσότερο την επένδυση μέσω margin».
Πρόσθεσε πως «τα επίπεδα συμμετοχής που βλέπαμε στην αρχή του έτους ήταν πρωτοφανή, και πιθανότατα μη βιώσιμα».