Η αύξηση του αριθμού των εμβολιασμένων που μολύνονται με κορωνοϊό θέτει εν αμφιβόλω την διάρκεια της αποτελεσματικότητας των εμβολίων κατά της Covid-19, σύμφωνα με νέες μελέτες, συμπεριλαμβανομένης εκείνης που βρήκε πως η προστασία που παρέχει το εμβόλιο της BioNTech/Pfizer μειώνεται ταχύτερα απ’ ότι αυτή που παρέχει το αντίστοιχο της AstraZeneca.
Μελέτη του πανεπιστημίου της Οξφόρδης που δημοσιοποιήθηκε την Πέμπτη δείχνει πως η αποτελεσματικότητα του εμβολίου της Pfizer κατά της συμπτωματικής μόλυνσης μειώθηκε σχεδόν στο ήμισυ μετά από τέσσερις μήνες, και πως οι εμβολιασμένοι που μολύνθηκαν με το πιο μολυσματικό στέλεχος Δέλτα ήταν εξίσου υψηλό ιικό φορτίο με τους μη εμβολιασμένους.
Δυο έρευνες από τις ΗΠΑ και το Κατάρ έχουν επίσης τροφοδοτήσει τη διαμάχη ως προς την ανάγκη ενισχυτικών εμβολίων, καθώς βρήκαν υψηλότερο αριθμό μολύνσεων απ’ όσο αναμένονταν, αν και η προστασία έναντι σοβαρής νόσησης από τον ιό φαίνεται πως διατηρείται.
Η Natalie Dean, καθηγήτρια βιοστατιστικής στο Emory University, είπε πως η εξάπλωση του στελέχους Δέλτα κατέστησε «πολύ δυσκολότερο» το να σταματήσει η μετάδοση. «Η κατάσταση έχει αλλάξει σε ό,τι αφορά το πόσο μακριά νομίζουμε ότι μπορούν να μας πάνε τα εμβόλια», είπε. «Γυρίσαμε σε έναν πιο μέτριο –αλλά και πάλι κρίσιμο- στόχο: να αποτρέψουμε την σοβαρή νόσηση, τις εισαγωγές στα νοσοκομεία και τους θανάτους».
Τι δείχνουν οι τελευταίες έρευνες;
Οι επιστήμονες της Οξφόρδης έδειξαν πως η αποτελεσματικότητα των εμβολίων μειώθηκε από τότε που κυριάρχησε το στέλεχος Δέλτα στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Μάιο. Ενώ το εμβόλιο της Pfizer ήταν στην αρχή πιο αποτελεσματικό, τέσσερις με πέντε μήνες μετά τη δεύτερη δόση η αποτελεσματικότητά του είναι περίπου η ίδια με αυτήν του εμβολίου της AstraZeneca, καθώς η προστασία που προσφέρει το δεύτερο παραμένει σχεδόν η ίδια.
Σημειώνεται πως οι συγγραφείς της μελέτης δεν συμμετείχαν στη δημιουργία του εμβολίου της AstraZeneca, που προήλθε από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
O Tomas Hanke, καθηγητής στο Ινστιτούτο Jenner της Οξφόρδης, εικάζει πως το εμβόλιο της AstraZeneca δημιουργεί πιο μακροχρόνια ανοσία επειδή η πρωτεΐνη ακίδας της παραμένει για περισσότερο χρόνο, προάγοντας μια μεγαλύτερη ανοσοποιητική αντίδραση. «Όταν παρέχεις RNA, όπως στο εμβόλιο της Pfizer, παρέχεις έναν πεπερασμένο αριθμό μορίων mRNA που κάποια στιγμή καθαρίζουν από το σύστημα», είπε. «Αλλά όταν παρέχεις τον αδενοϊό, όπως κάνει το εμβόλιο της AstraZeneca, παρέχεις ένα πρότυπο που στη συνέχεια συνεχίζει να παράγει αυτά τα mRNA που στη συνέχεια παράγουν την πρωτεϊνη ακίδας, άρα δεν υπάρχει ανώτατο όριο».
Μια προκαταρκτική έρευνα με βάση στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την αλυσίδα νοσοκομείων Mayo Clinic στην Μινεσότα των ΗΠΑ έδειξε πως η προστασία ενάντια στη μόλυνση μειώθηκε από το 91% στο 76% από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούλιο για το εμβόλιο που παρασκευάζει η Moderna, και από το 89% στο 42% για το εμβόλιο της Pfizer.
Είναι ασαφές κατά πόσο αυτό είναι αποτέλεσμα του στελέχους Δέλτα, που απουσίαζε από τη Μινεσότα τον Φεβρουάριο αλλά ήταν κυρίαρχο τον Ιούλιο, και κατά πόσο οφείλεται στην ελάττωση της ανοσίας καθώς περνούν οι μήνες από τότε που εμβολιάστηκαν οι άνθρωποι.
Ξεχωριστή μελέτη στο Κατάρ που επικεντρώνεται στο στέλεχος Δέλτα βρήκε πως δυο δόσεις του Pfizer είναι 60% αποτελεσματικές στο να σταματήσουν την μόλυνση, συμπτωματική και ασυμπτωματική, ενώ της Moderna ήταν 86% αποτελεσματικές.
Πώς συγκρίνονται αυτό με όσα ήδη γνωρίζουμε;
Οι μελέτες του Public Health England στον πραγματικό κόσμο τον Μάιο έδειχναν μια πιο αισιόδοξη εικόνα: ένα διπλό εμβόλιο της Pfizer ήταν 88% αποτελεσματικό στην αποτροπή της συμπτωματικής μόλυνσης με το στέλεχος Δέλτα. Μελέτες στον Καναδά και στη Σκοτία έβαζαν την αποτελεσματικότητα στο 87% και στο 79% αντίστοιχα.
Αλλά οι νέες μελέτες φαίνεται να ευθυγραμμίζονται περισσότερο με τις έρευνες στο Ισραήλ, που βρήκαν πως το εμβόλιο της Pfizer ήταν μόλις 41% αποτελεσματικό στην αποτροπή συμπτωματικών μολύνσεων τον Ιούνιο και τον Ιούλιο. Η μελέτη της Οξφόρδης ήταν η πρώτη που υποδήλωνε πως η αποτελεσματικότητα του εμβολίου της Pfizer μπορεί να φθίνει ταχύτερα απ’ ότι αυτή του AstraZeneca.
Ωστόσο, είναι δύσκολο να γίνει άμεση σύγκριση μεταξύ των διαφόρων μελετών. Οι μελέτες των ΗΠΑ και του Κατάρ περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν ανέπτυξαν συμπτώματα –κάτι που είναι γνωστό πως παράγει χαμηλότερες εκτιμήσεις για την αποτελεσματικότητα.
Εν τούτοις, ο Laith Abu-Raddad, συγγραφέας της μελέτης του Κατάρ και καθηγητής στο Weill Cornell Medicine, τμήμα του πανεπιστημίου Cornell, είπε πως τα αποτελέσματα αποτελούν «έκπληξη» επειδή οι επιστήμονες ενδιαφέρονταν περισσότερο για την αποτελεσματικότητα ενάντια στο στέλεχος Βήτα παρά ενάντια στο στέλεχος Δέλτα.
Φθίνει με τον χρόνο η ανοσία;
Θα μπορούσε η μείωση της αποτελεσματικότητας να προκαλείται από την ελάττωση της ανοσίας, κάτι που θα στήριζε το επιχείρημα για μια τρίτη δόση του εμβολίου. Οι μελέτες έχουν δείξει πως τα επίπεδα αντισωμάτων μειώνονται με την πάροδο του χρόνου αν και οι επιστήμονες δεν έχουν εντοπίσει το επίπεδο στο οποίο σταματούν να προσφέρουν προστασία. Άλλα κομμάτια του ανοσοποιητικού συστήματος, όπως τα T-κύτταρα, που είναι δυσκολότερο να παρακολουθηθούν, επίσης παίζουν ρόλο στην καταπολέμηση του ιού.
Ο Abu-Raddad λέει πως η μελέτη του υποδηλώνει μια φθίνουσα ανοσία αλλά σημείωσε πως «δεν έρχεται το τέλος του κόσμου», δεδομένου ότι τα εμβόλια εξακολουθούν να αποτρέπουν την σοβαρή νόσηση.
Ο Koen Pouwels, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης της Οξφόρδης, είπε πως είχαν λάβει υπ’ όψιν μια «μακρά λίστα» παραγόντων που δημιουργούν περιπλοκές, άρα ήταν λογικό να υποτεθεί πως η μείωση οφείλεται στην φθίνουσα ανοσία.
Η Pfizer έχει πει εδώ και αρκετό καιρό πως θα είναι απαραίτητη μια τρίτη δόση, πιθανότατα οκτώ με δέκα μήνες μετά τη δεύτερη δόση. Έχει ήδη υποβάλλει αίτηση σε αρκετές ρυθμιστικές αρχές για την έγκριση μιας ενισχυτικής δόσης. Ο Adam Finn, μέλος της κοινής επιτροπής του Ηνωμένου Βασιλείου για τον εμβολιασμό και την ανοσοποίηση, είπε πως «δεν υπάρχουν ξεκάθαρες αποδείξεις» για την ανάγκη ενισχυτικής δόσης και επέστησε προσοχή, ιδιαίτερα όταν ορισμένες εταιρείες έχουν «ισχυρό οικονομικό κίνητρο να προτείνουν ενισχυτικές δόσεις».
Προσφέρει μεγαλύτερη προστασία έναντι του Δέλτα το εμβόλιο της Moderna;
Οι μελέτες φάνηκε επίσης να δείχνουν πως το εμβόλιο της Moderna μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικό στην αντιμετώπιση του στελέχους Δέλτα απ’ ότι το εμβόλιο της Pfizer.
Στη μελέτη της Μινεσότα, η αποτελεσματικότητα της Pfizer ενάντια στη μόλυνση μειώθηκε πολύ εντονότερα καθώς η παραλλαγή Δέλτα αντικατέστησε ταχύτατα την Alpha ως το κυρίαρχο στέλεχος. Μια επιπλοκή είναι πως τα εμβόλια της Pfizer χορηγήθηκαν πρώτα και η χορήγηση των εμβολίων της Moderna ήταν πιο πρόσφατη, όμως οι ερευνητές προσπάθησαν να το αντισταθμίσουν αυτό συγκρίνοντας μόνο ομάδες που εμβολιάστηκαν τον ίδιο μήνα.
Οι ερευνητές της Οξφόρδης είχαν αρκετά δεδομένα για να μελετήσουν την επίπτωση της πρώτης δόσης του Moderna αλλά βρήκαν ότι είχε αποτελεσματικότητα παρόμοια ή μεγαλύτερη από μια μόνο δόση των άλλων εμβολίων.
Η μελέτη του Κατάρ έδειξε πολύ χαμηλότερο ρυθμό αποτελεσματικότητας για το εμβόλιο της Prizer όμως δεν προσάρμοσε το χρονικό διάστημα στο οποίο το κάθε άτομο ήταν εμβολιασμένο. Εν τούτοις, ο Abu-Raddad είπε πως δεν πιστεύει πως θα μπορούσε αυτή να είναι η μοναδική εξήγηση. «Και τα δύο είναι σπουδαία εμβόλια όμως μπορεί να υπάρχει μια διαφορά που να σχετίζεται με τη δόση», σημείωσε. Το εμβόλιο της Moderna έχει πάνω από τρεις φορές mRNΑ από αυτό που έχει το εμβόλιο της Pfizer.
Θα αλλάξουν αυτές οι μελέτες το παιχνίδι;
Οι ειδήμονες διστάζουν να βγάλουν δραματικά συμπεράσματα από αυτές τις νέες μελέτες επειδή υπάρχουν τόσες άλλες μεταβλητές. Ο κόσμος που εμβολιάστηκε νωρίς έτεινε να είναι πιο ευάλωτος, άρα μπορεί ούτως ή άλλως να ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν δυνατές ανοσοποιητικές αντιδράσεις.
«Η ηλικία σου, οι υποκείμενοι παράγοντες κινδύνου που προβλέπουν πως έκανες το εμβόλιο πριν από πολύ καιρό θα μπορούσαν επίσης να είναι λόγοι πίσω από την αποτυχία των εμβολίων και ότι αρρωσταίνεις», σύμφωνα με τον καθηγητή Finn.
H Muge Cevik, ερευνήτρια μολυσματικών ασθενειών στο St Andrews University της Σκοτίας, είπε πως θα είναι όλο και πιο δύσκολο να ερμηνευτούν τέτοιες μελέτες λόγω διαφόρων παραγόντων συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής συμπεριφοράς, όπως μετά την άρση των lockdowns, ή την ανοσία που αναπτύσσεται μετά τη μόλυνση.
Ακόμα και χωρίς αυτές τις αλλαγές να θολώνουν τα νερά, είναι πιθανό τα εμβόλια να είναι λιγότερο αποτελεσματικά απλώς επειδή με την πάροδο του χρόνου οι εμβολιασμένοι έρχονται σε επαφή με τον ιό ξανά και ξανά.
«Όσο μεγαλύτερη μετάδοση έχεις, τόσο πιθανότερο είναι πως θα έχεις ένα περιστατικό που ξέφυγε», ανέφερε ο γενετιστής Yaniv Erlich. «Ρίχνεις τα ζάρια μια, δυο, τρεις φορές και ίσως την τρίτη φορά ρίξεις τη λάθος ζαριά και μολυνθείς».