Δεν έχει περάσει ακόμα ένας μήνας από όταν η Ρωσία ανακήρυξε επίσημα δύο χώρες ως «μη φιλικές».
Η μία ήταν οι ΗΠΑ -καμία έκπληξη εδώ. Η άλλη ήταν η Τσεχία. Η συμπερίληψή της στη λίστα του Κρεμλίνου υπογραμμίζει την κατάρρευση των ρωσο-τσεχικών σχέσεων σε επίπεδα που δεν έχουν καταγραφεί από τότε που οι δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν υπό σοβιετική καθοδήγηση στην πρώην Τσεχοσλοβακία, το 1968, για να συντρίψουν την Άνοιξη της Πράγας.
Η αφορμή για τις εντάσεις αυτές ήταν η ανακάλυψη της Τσεχίας ότι Ρώσοι πράκτορες ήταν υπεύθυνοι για την έκρηξη σε τσεχική αποθήκη πυρομαχικών το 2014. Ακολούθησαν εκατέρωθεν απελάσεις διπλωματών. Αλλά οι Τσέχοι και οι Αμερικανοί μπορεί να έχουν παρέα στη ρωσική λίστα με τα «κακά παιδιά».
Σύμφωνα με την Izvestia, μια φιλοκυβερνητική ρωσική εφημερίδα, οκτώ ακόμα είναι υποψήφιες. Η Αυστραλία, ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο σχηματίζουν μια τριάδα η οποία στη Μόσχα θωρείται αμετανόητα φιλοαμερικανική. Οι υπόλοιπες πέντε -η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Πολωνία και η Ουκρανία- είναι, όπως η Τσεχία, είτε πρώην κράτη-δορυφόροι είτε μέλη της Σοβιετικής Ένωσης.
H άμεση συνέπεια του να βρίσκονται στην επίσημη ρωσική λίστα είναι ότι θα είναι δυσκολότερο για τις εν λόγω κυβερνήσεις να προσλάβουν υπαλλήλους στις πρεσβείας τους στη Μόσχα. Αλλά η ανεπίσημη λίστα που δημοσίευσε η Izvestia έχει μια βαθύτερη σημασία. Μεγάλο μέρος της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης βρίσκεται μέσα, αλλά η Γαλλία και η Γερμανία όχι. Σύμφωνα με τον Όλεγκ Σεχίν, Ρώσο βουλευτή, τούτο οφείλεται στο ότι η Μόσχα βλέπει το Βερολίνο και το Παρίσι ως «διαπραγματευόμενα μέρη».
H αξιολόγηση του Κρεμλίνου δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Εν μέσω μιας ευρύτερης επιδείνωσης στις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία, είναι εντυπωσιακό ότι η Γαλλία και η Γερμανία επιμένουν να διατηρούν ανοιχτά κανάλια διαλόγου παρά την έλλειψη χειροπιαστών αποτελεσμάτων.
Η επίδειξη ενότητας που αναμένεται από τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τους Ευρωπαίους συμμάχους του στο επόμενο συνέδριο του ΝΑΤΟ θα αποκρύπτει το γεγονός ότι η πολιτική της Ε.Ε. απέναντι στη Ρωσία είναι ανύπαρκτη.
Για να το θέσουμε ωμά, οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης έχουν ελάχιστη εμπιστοσύνη στις προσπάθειες της Ε.Ε. να σχηματίσει μια ισχυρή αμυντική και εξωτερική πολιτική. Για αυτές, το ΝΑΤΟ και η ομπρέλα ασφάλειας των ΗΠΑ πάνω από την Ευρώπη είναι οι μόνες αξιόπιστες εγγυήσεις της ελευθερίας τους.
Η πιο σκληρή στάση των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης έλαβε επίσημη μορφή στις 10 Μαΐου, σε μια διακήρυξη των ηγετών της Βουλγαρίας, της Τσεχίας, της Εσθονίας, της Ουγγαρίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Σλοβακίας. «Οι επιθετικές ενέργειες της Ρωσίας και η συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων πολύ κοντά στα σύνορα των χωρών του ΝΑΤΟ συνεχίζουν να απειλούν την ευρω-ατλαντική ασφάλεια» τόνισαν.
Η Γερμανία κα η Γαλλία μοιράζονται αυτές τις ανησυχίες για τη ρωσική επιθετικότητα. Αλλά η κάθε μια πιστεύει ότι τα εθνικά της συμφέροντα ορισμένες φορές δικαιολογούν τις παρεκκλίσεις από την κοινή ευρωπαϊκή γραμμή.
Για τη Γερμανία, πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για οικονομικά συμφέροντα. Ο Άρμιν Λάσετ, ο υποψήφιος του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος για την καγκελαρία, επισημαίνει ότι στη γενέτειρά του, τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, βρίσκονται πάνω από 1.200 εταιρείες οι οποίες συναλλάσσονται ή έχουν επενδύσει στη Ρωσία.
Όσον αφορά τη Γαλλία, είναι δύο χρόνια τώρα που ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια για διάλογο με τη Μόσχα, δηλώνοντας ότι «η απομάκρυνση της Ρωσίας από την Ευρώπη είναι ένα εξόφθαλμο λάθος». Για τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, το λάθος ήταν η προώθηση μιας πρωτοβουλίας η οποία δεν συντονίστηκε με τους εταίρους της Γαλλίας στην Ε.Ε. και δημιουργούσε τον κίνδυνο νομιμοποίησης της προκλητικής ρωσικής συμπεριφοράς στην ανατολική γειτονιά της Ε.Ε.
Όπως το νέο κρασί σε παλαιά μπουκάλια, το εγχείρημα του Μακρόν για επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία διαπνέεται από τη φιλοδοξία του Ντε Γκολ για έναν ανεξάρτητο ρόλο της Γαλλίας στη δυτική συμμαχία, που περιλαμβάνει μια προνομιακή σχέση με τη Μόσχα. H γερμανική πολιτική αποσκοπεί να διαχωρίσει, όσο αυτό είναι δυνατό, τις πολιτικές από τις οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία.
Καμία από τις δύο προσεγγίσεις δεν καθησυχάζει τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Το κύριο θύμα αυτών των διαφωνιών είναι η κοινή εξωτερική πολιτική της Ε.Ε., η οποία όσον αφορά την περίπτωση της Ρωσίας παραμένει ένα μακρινό όνειρο.