Η φορολογική συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι κορυφαίες προηγμένες οικονομίες του κόσμου αυτό το Σαββατοκύριακο είναι η πρώτη ουσιαστική απόδειξη της αναζωογονημένης διεθνούς συνεργασίας από τότε που ο πρόεδρος Joe Biden επανέφερε τις ΗΠΑ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει μπροστά μακρύς δρόμος προτού η συμφωνία αυτή μπορέσει να εφαρμοστεί.
«Αυτό είναι ένα σημείο έναρξης» ανέφερε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Bruno Le Maire, δεσμευόμενος πως «τους επόμενους μήνες θα πολεμήσουμε για να διασφαλίσουμε πως αυτός ο ελάχιστος εταιρικός φορολογικός συντελεστής είναι όσο το δυνατόν πιο υψηλός».
Η συμφωνία στοχεύει να κλείσει τα «παραθυράκια» που εκμεταλλεύονται οι πολυεθνικές για να μειώσουν τους φόρους τους, διασφαλίζοντας πως θα πληρώνουν περισσότερο στα κράτη όπου δραστηριοποιούνται. Οι υπουργοί των G7 υποστήριξαν έναν παγκόσμιο ελάχιστο φορολογικό συντελεστή τουλάχιστον 15% και συμφώνησαν πως οι χώρες θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να φορολογήσουν ένα συγκεκριμένο μέρος των κερδών των μεγαλύτερων και πιο κερδοφόρων πολυεθνικών, στις τοποθεσίες όπου παράγεται το κέρδος.
Ωστόσο, άφησαν πολλά ακόμα που θα πρέπει να αποφασιστούν στις ευρύτερες παγκόσμιες διαπραγματεύσεις, που διενεργούνται μεταξύ 139 χωρών στον ΟΟΣΑ στο Παρίσι. Το πρώτο εμπόδιο που αντιμετωπίζει η συμφωνία των G7 είναι να κερδίσουν την υποστήριξη των G20, που θα συνεδριάσουν στη Βενετία τον επόμενο μήνα.
Ενώ ο ΟΟΣΑ εκτιμά πως οι προτάσεις θα μπορούσαν να αποφέρουν επιπλέον φορολογικά έσοδα ύψους 50-80 δισ. δολάρια ετησίως, το πραγματικό ποσό που θα αντληθεί θα διαφέρει πολύ, αναλόγως των τεχνικών λεπτομερειών της παγκόσμιας συμφωνίας.
Δύο παράγοντες θα έχουν ιδιαίτερη επίπτωση: ο ορισμός του ελάχιστου συντελεστή και αν οι χώρες που θα τον εφαρμόσουν, μπορούν να τον επιβάλλουν σε έσοδα που παράγονται στις χώρες που δεν εφαρμόζουν τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή. Η κλίμακα της γενικής επίπτωσης είναι ιδιαίτερα ευάλωτη έναντι του τελευταίου σημείου, που είναι γνωστό ως «ανάμειξη δικαιοδοσίας» (jurisdictional blending) ή «top-ups ανά χώρα».
ΜΚΟ έχουν επικρίνει τον ελάχιστο συντελεστή 15% ως υπερβολικά χαμηλό, με το βρετανικό think-tank IPPR να λέει πως «δεν θα είναι αρκετός για να βάλει τέλος στην κούρσα προς τον πάτο».
Αλλά ο Gabriel Zucman, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια που είναι γνωστός για τις εργασίες του για τους φορολογικούς παραδείσους, σε ανάρτησή του στο Twitter ανέφερε πως η συμφωνία είναι «ιστορική, ανεπαρκής και υποσχόμενη» -επειδή το 15% είναι πολύ χαμηλό, δεν υπάρχει κάποιο εμπόδιο για να υπάρξει υψηλότερος συντελεστής.
Ο ελάχιστος φορολογικός συντελεστής «πετσοκόβει τα κίνητρα των πολυεθνικών να καταγράφουν κέρδη στους φορολογικούς παραδείσους» είπε, προσθέτοντας, όμως, πως για να έχει επίπτωση ο ελάχιστος συντελεστής, «είναι ουσιώδες να είναι ανά χώρα», αφού οι εταιρείες θα μπορούσαν διαφορετικά να χρησιμοποιήσουν φορολογικούς παράδεισους για να αντισταθμίσουν τους φορολογικούς συντελεστές που σε άλλες περιοχές είναι υψηλότεροι του 15%.
Υπουργοί και αξιωματούχοι στις διαπραγματεύσεις των G7 προσπάθησαν να δώσουν έμφαση στο γεγονός πως η συμφωνία τους δεν σημαίνει πως ο κόσμος συμφώνησε σε αλλαγές στη διεθνή φορολογία, πόσω μάλλον ότι το σχέδιο θα είναι τελικά επιτυχημένο. Αντιθέτως, το παρουσίασαν ως μια φιλόδοξη προσπάθεια να δοθεί δυναμική στις παγκόσμιες διαπραγματεύσεις.
Αυτό το παραδέχθηκαν άλλες χώρες. Ο Ιρλανδός υπουργός Οικονομικών Paschal Donohoe συμμετείχε με τους υπουργούς των G7 στο Λονδίνο, αν και υπερασπίστηκε τον φορολογικό συντελεστή του 12,5% που επιβάλλει η χώρα του.
Μετά την ανακοίνωση έγραψε στο Twitter: «Προσβλέπω τώρα στη συμμετοχή στις συζητήσεις στον ΟΟΣΑ… οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να ανταποκρίνεται τις ανάγκες των μικρών και μεγάλων χωρών, ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων».
Οι παγκόσμιες συζητήσεις πρέπει να συμφιλιώνουν τις ανταγωνιστικές προτεραιότητες των χωρών σε δύο στοιχεία, γνωστά ως «πυλώνες».
Ο πρώτος, που είναι σημαντικότερος για το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Ιταλία, επιδιώκει να διασφαλίσει πως οι μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου -ιδιαίτερα οι ψηφιακοί κολοσσοί των ΗΠΑ Facebook, Google και Apple- θα πληρώνουν περισσότερο φόρο στις χώρες τους, ακόμα και αν έχουν μικρή φυσική παρουσία εκεί.
Ο Rishi Sunak, ο υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου, είπε πως η συμφωνία στους G7 διασφαλίζει πως «οι σωστές εταιρείες πληρώνουν τον σωστό φόρο στα σωστά μέρη», αναφερόμενος στον πρώτο πυλώνα.
Αντιθέτως, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Janet Yellen δεν το ανέφερε αυτό στα σχόλια που είχε προετοιμάσει και επικεντρώθηκε στον δεύτερο πυλώνα: έναν παγκόσμιο ελάχιστο φορολογικό συντελεστή «τουλάχιστον 15%». Αυτό θα παρήγαγε περισσότερα έσοδα για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον.
Το πρώτο απαιτεί μια παγκόσμια συμφωνία και αμερικανική νομοθεσία που θα πρέπει να περάσει από το Κογκρέσο, ενώ το δεύτερο -που ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι θα αποφέρει τα περισσότερα επιπλέον έσοδα- μπορεί να εφαρμοστεί μονομερώς, αλλά θα λειτουργούσε καλύτερα εάν το εφάρμοζαν πολλές χώρες.
Ο πρώτος πυλώνας αντιμετωπίζει σθεναρή αντίσταση στην Ουάσινγκτον. Η Γαλλία, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο αρνούνται να καταργήσουν τους δικούς τους ψηφιακούς φόρους μέχρις ότου οι ΗΠΑ περάσουν τη σχετική νομοθεσία. Η Καναδή υπουργός Οικονομικών Chrystia Freeland δήλωσε μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας των G7 πως η χώρα της σκοπεύει να προχωρήσει και αυτή με την εισαγωγή ενός ψηφιακού φόρου.
Πέραν αυτών των ζητημάτων αρχής, υπάρχουν ακόμα πολλά αναπάντητα τεχνικά ερωτήματα που θα μπορούσαν να κάνουν μεγάλη διαφορά στις πρακτικές επιπτώσεις μιας μελλοντικής συμφωνίας -περιλαμβανομένου του ποιες εταιρείες θα αφορά και πώς θα καθορίζεται η φορολογική βάση.
«Αν και ο ονομαστικός συντελεστής έχει σημασία, ο ανταγωνισμός πιθανότατα θα συνεχιστεί σε επίπεδο φορολογικής βάσης. Αυτό μπορεί να είναι πιο μπερδεμένο», ανέφερε η Rita de la Feria, καθηγήτρια φορολογικής νομοθεσίας στο Πανεπιστήμιου του Leeds.
Ερωτηθείσα πώς θα «πλασάριζε» τη συμφωνία σε Αμερικανούς νομοθέτες, η Yellen είπε πως θα «παράσχει ένα επίπεδο βεβαιότητας στις επιχειρήσεις στις ΗΠΑ και παγκοσμίως ως προς το ποιο θα είναι το περιβάλλον στο οποίο θα λειτουργούν και αυτό το περιβάλλον υπήρξε πολύ ασταθές».
Και χαιρέτισε την «αναβίωση της πολυμέρειας».
Κατ’ ιδίαν ορισμένοι υπουργοί είπαν πως η επείγουσα ανάγκη να υπάρξει συμφωνία στους G7 ήταν για να δείξουν πως οι πλούσιες χώρες ακόμα έχουν σημασία, σε μια προσπάθεια να δείξουν στον κόσμο πως ο 21ος αιώνας δεν θα κυριαρχείται από τους κανόνες που ορίζει η Κίνα.
Η Δύση προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο της παγκόσμιας ατζέντας, συνάπτοντας συμφωνίες σε αμφιλεγόμενα θέματα πολιτικής, μετά από τα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης του Trump, όπου αυτό στάθηκε αδύνατο, όπως ανέφεραν υπουργοί τόσο δημοσίως όσο και κατ’ ιδίαν.
«Αυτό που είδα σε αυτή τη συνεδρίαση της G7 ήταν μια βαθιά συνεργασία και μια επιθυμία για συντονισμό και διευθέτηση ενός πολύ μεγαλύτερου εύρους παγκόσμιων προβλημάτων», είπε η Yellen.